Μία στο καρφί και μία στο πέταλο από το γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή για την ελληνική οικονομία σύμφωνα με τα συμπεράσματα της Έκθεσης που έδωσε στη δημοσιότητα και αφορά το δεύτερο τρίμηνο του 2019.
Από τη μία αναφέρει ότι με βάση τα έως τώρα διαθέσιμα δεδομένα η ελληνική οικονομία διατηρεί τη θετική δυναμική της στο δεύτερο τρίμηνο του 2019 από την άλλη όμως κρούει τον κώδωνα του κινδύνου αναφορικά με την επίτευξη των στόχων των βασικών δημοσιονομικών μεγεθών του κρατικού προϋπολογισμού.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της Έκθεσης, ήδη από τον Απρίλιο έχει καταγραφεί στα δημοσιονομικά στοιχεία σημαντική επιδείνωση σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η υστέρηση αυτή δεν είναι εμφανής σε ταμειακούς όρους αλλά προκύπτει εφόσον επιβληθούν οι λογιστικές προσαρμογές του ESA και του προγράμματος ενισχυμένης εποπτείας. Συγκεκριμένα, και με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, εκτιμά το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή ότι «το πρωτογενές αποτέλεσμα του πρώτου εξαμήνου έχει επιδεινωθεί κατά 2,1 δισ. ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους. Ένα μέρος της υστέρησης οφείλεται σε συγκυριακούς παράγοντες όπως τα μειωμένα έσοδα και οι αυξημένες δαπάνες από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και το μειωμένο μέρισμα από την Τράπεζα της Ελλάδος. Σημαντικό μέρος, ωστόσο, οφείλεται στα επεκτατικά μέτρα που νομοθέτησε η προηγούμενη κυβέρνηση και αναμένεται να διευρυνθεί από την επιπρόσθετη μείωση του ΕΝΦΙΑ (205 εκατ. ευρώ) που νομοθέτησε η σημερινή κυβέρνηση. Λαμβάνοντας υπόψη το ιδιαίτερα υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 και τα έως τώρα διαθέσιμα στοιχεία, εκτιμά η έκθεση ότι ο στόχος του 3,5% για το 2019 παραμένει εφικτός, ωστόσο, έχουν αυξηθεί οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι».
Από την άλλη αναφέρει ότι «η μεταποίηση, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και η απασχόληση, συνεχίζουν να αυξάνονται και η ανεργία συνεχίζει να μειώνεται. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρουσιάζει οριακή επιδείνωση σε σχέση με το προηγούμενο έτος και ο πληθωρισμός παρουσίασε σημαντική μείωση τον Ιούνιο. Σε γενικές γραμμές η ελληνική οικονομία παραμένει σε φάση ανάκαμψης και αυτό αντικατοπτρίζεται τόσο στους βραχυχρόνιους δείκτες όσο και σε πρόδρομους οικονομικούς δείκτες όπως ο δείκτης PMI για τη μεταποίηση και ο δείκτης οικονομικής εμπιστοσύνης».
Επιπλέον, πρόσφατα, καταγράφονται θετικές εξελίξεις σε αρκετούς ακόμη τομείς. Ειδικότερα, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής θεωρεί ιδιαίτερα ενθαρρυντική εξέλιξη την (οριακή) μείωση των ληξιπρόθεσμων φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων και ειδικότερα τη μεγάλη μείωση της δημιουργίας νέων ληξιπρόθεσμων φορολογικών υποχρεώσεων κατά το πρώτο εξάμηνο του 2019. Η συνεχιζόμενη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και η επακόλουθη βελτίωση των εισοδημάτων, επιτρέπει στους φορολογούμενους να ανταποκριθούν καλύτερα στις φορολογικές τους υποχρεώσεις.
Θετική ήταν επίσης η δημοσιοποίηση των στοιχείων από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών της ΕΛΣΤΑΤ που κατέγραψε σημαντική μείωση του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού για το 2018 (εισοδήματα 2017). Συγκεκριμένα, το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού μειώθηκε στο 31,8% δηλαδή κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες από το 34,8% του προηγούμενου έτους. Το ποσοστό αυτό πριν από την κρίση ήταν κοντά στο 28% και κορυφώθηκε το 2014 στο 36%.
Σημειώνει επίσης δυο πρόσφατες εξελίξεις που συνδέονται με τη βελτίωση της διεθνούς αξιοπιστίας της χώρας: «Πρώτον, την επιτυχημένη έκδοση 7ετούς τίτλου του ελληνικού δημοσίου που προσέλκυσε σημαντική ζήτηση από ξένους θεσμικούς επενδυτές και κατέγραψε μειωμένη απόδοση επιβεβαιώνοντας την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των διεθνών αγορών. Δεύτερον, την πρόσφατη αναβάθμιση της Ελλάδας από την Ομάδα Χρηματοπιστωτικής Δράσης (Financial Action Task Force – FATF) όσον αφορά το ρυθμιστικό και επιχειρησιακό πλαίσιο καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές ενέργειες (ξέπλυμα χρήματος) και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας».
«Παρά τη γενική θετική εικόνα, το διεθνές περιβάλλον χαρακτηρίζεται από σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας που πηγάζει από την όξυνση της εμπορικής αντιπαράθεσης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας και τις συνεπακόλουθες αναταράξεις στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα που έχουν ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση των ρυθμών μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας καθώς και από το ενδεχόμενο μιας άτακτης εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση», αναφέρεται στην Έκθεση.
Πάντως, επισημαίνει ότι «στο προσεχές διάστημα, θα πρέπει να προωθηθούν οι απαραίτητες ενέργειες που θα διασφαλίσουν την αναβάθμιση των ελληνικών κρατικών ομολόγων σε επενδυτική βαθμίδα ώστε να γίνουν επιλέξιμα για συμμετοχή σε ένα νέο γύρο νομισματικής χαλάρωσης εκ μέρους της ΕΚΤ. Κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε περαιτέρω αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού για το σύνολο της οικονομίας και θα έχει ευνοϊκές επιδράσεις στη βιωσιμότητα του χρέους και στους ρυθμούς ανάπτυξης.
Πέρα όμως από τη νομισματική χαλάρωση θα πρέπει και η δημοσιονομική πολιτική να συνηγορήσει προς την ίδια κατεύθυνση. Στο πλαίσιο αυτό, η μείωση των δημοσιονομικών στόχων αποτελεί εύλογο αίτημα από την πλευρά της χώρας μας και δηλωμένη πρόθεση σχεδόν του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων».
Ο πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος θα μπορούσε να επιτρέψει τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων και την ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας, υποστηρίζοντας τελικά τους ρυθμούς μεγέθυνσης επισημαίνει τέλος το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής. Όπως έχει επισημάνει σε προηγούμενη Έκθεση, «η δημοσιονομική πολιτική έχει αναδιανεμητικό χαρακτήρα και κάθε κυβέρνηση τη διαχειρίζεται ανάλογα με τις πολιτικές της προτεραιότητες, για αυτό και η κατανομή του δημοσιονομικού χώρου αποτελεί ζήτημα πολιτικής συζήτησης και αντιπαράθεσης. Αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό στη δημοκρατία, προϋποθέτει όμως σεβασμό στα δημοσιονομικά περιθώρια προκειμένου να μην τεθεί σε αμφισβήτηση η αξιοπιστία της χώρας».