Στο Πανεπιστήμιο Γκαίτε της Φραγκφούρτης μπορεί να δει κανείς ένα γραφείο μέσα σε γυάλινο περίβλημα. Ένα τραπέζι, μια καρέκλα, μια λάμπα, ένας μετρονόμος, ένα βιβλίο, αυτά όλα κι όλα περιλαμβάνει αυτό το έκθεμα στη μνήμη του φιλοσόφου Τέοντορ Αντόρνο που πέθανε στις 6 Αυγούστου του 1969. Δεν πρόκειται για το πραγματικό γραφείο του, αλλά για έργο τέχνης που κρατά ωστόσο ζωντανή τη μνήμη αυτού του στοχαστή, ο οποίος έβαλε τη σφραγίδα του στη μεταπολεμική Γερμανία και παραμένει σε ορισμένους τομείς επίκαιρος μέχρι σήμερα.
Πρόσφατα μόλις ο οίκος Ζούρκαμπ δημοσίευσε ανέκδοτη ομιλία του Αντόρνο με τίτλο «Πτυχές του νέου δεξιού ριζοσπαστισμού». Η ανάλυση αυτή του 1967 μπορεί να «ισχύσει και για τον σημερινό δεξιό λαϊκισμό», υποστηρίζει ο βιογράφος του Στέφαν Μύλερ-Ντόομ. Κάποιοι επικαλέστηκαν μετά θάνατον τον Αντόρνο ακόμα και για να ερμηνεύσουν την επιτυχία του Ντόναλντ Τραμπ.
Σπουδές και εξορία
Ο Αντόρνο γεννήθηκε το 1903, ο πατέρας του ήταν μεγαλέμπορος κρασιών, η μητέρα του τραγουδίστρια, η μουσική έπαιξε μεγάλο ρόλο στα παιδικά του χρόνια. Προικισμένος με ιδιαίτερη ευφυΐα, πήδηξε δυο τάξεις στο σχολείο και τελείωσε το γυμνάσιο βγαίνοντας πρώτος. Άρχισε να ασχολείται νωρίς με το έργο του Ιμμάνουελ Καντ και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή της Φραγκφούρτης δημοσιεύοντας παράλληλα μουσικοκριτικές.
Στα 21 του κιόλας ανακηρύχθηκε διδάκτωρ με μια διατριβή για τον φιλόσοφο Έντμουντ Χούσερλ. Στη συνέχεια σπούδασε σύνθεση στη Βιέννη με δάσκαλο τον Άλμπαν Μπεργκ κι έγινε θιασώτης της δωδεκάφθογγης μουσικής. Επιστρέφοντας στη Φραγκφούρτη άρχισε να συχνάζει στο περίφημο καφενείο «Λάουμερ», όπου γνώρισε τον Μαξ Χορκχάιμερ και άλλους αριστερούς διανοούμενους της εποχής.Το 1931 άρχισε να διδάσκει στο πανεπιστήμιο, αλλά μόλις δυο χρόνια μετά οι ναζί του απαγόρευσαν να διδάσκει επειδή ο πατέρας του ήταν Εβραίος. Γι’ αυτό και ο Αντόρνο έλεγε αργότερα ότι Εβραίο τον είχε κάνει ο Χίτλερ κι όχι ο πατέρας του που είχε ασπασθεί τον προτεσταντισμό.
Έζησε μερικά χρόνια στην Οξφόρδη και στη συνέχεια μετανάστευσε με τη γυναίκα του Γκρέτελ στις ΗΠΑ, όπου και έγραψε τα βασικά του έργα, τη «Διαλεκτική του διαφωτισμού» και τα „Minima Moralia» με το πιο περίφημο απόφθεγμά του: «Δεν υπάρχει σωστή ζωή μέσα στη λαθεμένη.»
Κοντά στη γενιά του ’68
Το 1953 επέστρεψε στη Φραγκφούρτη και έγινε καθηγητής στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών, όπου εκκολάφθηκε η περίφημη νεομαρξιστική Σχολή της Φραγκφούρτης.
Η επίδραση του Αντόρνο στους εξεγερμένους φοιτητές της γενιάς του ’68 ήταν τεράστια. Παρά το συντηρητικό παρουσιαστικό του ήταν ένας «επαναστάτης», θυμάται ο καθηγητής Φιλοσοφίας στη Φραγκφούρτη Ματίας Λουτς-Μπάχμαν. Μερικοί μάλιστα τον έβλεπαν «σαν προφήτη». «Επί τρεις δεκαετίες ο Αντόρνο ήταν σημείο αναφοράς. Όποιος από τη γενιά μου έλεγε ΄Ο Αντόρνο υποστηρίζει..΄είχε το προβάδισμα.»
Συνολικά πάντως οι σχέσεις του με το φοιτητικό κίνημα ήταν δύσκολες, άλλοι τον λάτρευαν κι άλλοι τον κατηγορούσαν για συντηρητισμό και στήριξη του μισητού κράτους. Ο Αντόρνο έδινε σε πολλά δίκιο στους πρωταγωνιστές του φοιτητικού κινήματος, αλλά απέρριπτε τις θεαματικές δράσεις και τη βία. Αλησμόνητο έμεινε ένα μάθημά του το 1969, όταν μερικές φοιτήτριες αποκάλυψαν μπροστά στη μύτη του τα γυμνά τους στήθη. Κι όταν οι φοιτητές κατέλαβαν το Ινστιτούτο, ο διευθυντής, αν και αντίπαλος της κρατικής βίας, κάλεσε την αστυνομία να επέμβει.
Λίγο μετά τα επεισόδια ο Αντόρνο πέθανε ενώ έκανε διακοπές στην Ελβετία. Ο θάνατός του άγγιξε το έθνος. Ανάμεσα στους διανοουμένους της Δυτικής Γερμανίας αυτός ήταν ο σταρ των ΜΜΕ, σχεδόν σε εβδομαδιαία βάση μιλούσε στο ραδιόφωνο, τα κείμενά του ήταν και είναι δυσπρόσιτα, αλλά στο πανεπιστήμιο και τις αίθουσες ομιλιών συνέπαιρνε το κοινό του. 50 χρόνια μετά η κοινωνική θεωρία και φιλοσοφία του Αντόρνο μπορούν να διαβαστούν με κριτική απόσταση. Αλλά οι σπουδαιότερες υποθήκες του ρίζωσαν στην ίδια την κοινωνία. Όπως λέει ο βιογράφος του Μύλερ-Ντόομ, ο Αντόρνο τόλμησε «να εγκαταλείψει τον γυάλινο πύργο της καθαρής επιστήμης για να θίξει τα θέματα-ταμπού στη χώρα των δραστών.»
Σάντρα Τράουνερ (dpa)
Επιμέλεια: Σπύρος Μοσκόβου