Πριν καλά – καλά κλείσει ένας μήνας από τις εκλογές και την απομάκρυνσή του από το Μέγαρο Μαξίμου, ο κ.Τσίπρας έσπευσε να κατακεραυνώσει τη νέα κυβέρνηση.
Εμφανίστηκε την Δευτέρα στη Βουλή επιτιθέμενος κατά πάντων.
Κατήγγειλε με σφοδρότητα, καθ’ υπερβολήν και με σπουδή, όπως θα μπορούσε να παρατηρήσει ο ανεξάρτητος παρατηρητής, «την επιστροφή στο βαθύ κράτος της Δεξιάς» και «στο κράτος μετακλητών και συμφερόντων».
Έχει βεβαίως εξήγηση η στάση του. Είχαν προηγηθεί τις προηγούμενες μέρες απεγνωσμένες φωνές στο εσωτερικό του κόμματός του ότι «εξαφανιζόμαστε, δεν υπάρχουμε» ,ότι «ο Μητσοτάκης είναι υπερδραστήριος ενώ εμείς σιωπούμε» και άλλα τέτοια που θορύβησαν την ηγεσία του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και προκάλεσαν την πρώιμη υπεραντίδραση του μέχρι πρότινος πρωθπουργού.
Η αλήθεια είναι ότι το κόμμα του κ. Τσίπρα εξεπλάγη από την ταχύτητα αντίδρασης και την προετοιμασία της νέας κυβέρνησης, δεν ανέμενε τέτοιο βάθος επεξεργασίας από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας, ούτε μπορούσε να φανταστεί ότι ο νέος πρωθυπουργός θα αντιπαραθέσει, απέναντι στο δικό του ράθυμο σχήμα, μια κυβέρνση ενεργή και υπερδραστήρια από την πρώτη μέρα.
Το χειρότερο όμως, πέραν των εντυπώσεων, για τον κ.Τσίπρα, είναι ότι η νέα κυβέρνηση αξιοποιεί, κατά τρόπο δυναμικό, το αποτέλεσμα της μνημονιακής σταθεροποίησης που εκείνος υπηρέτησε και επέτυχε, αλλά ουδέποτε υπερασπίστηκε, επειδή, επί της ουσίας, δεν την υιοθέτησε, δεν την αποδέχτηκε και την αντιμετώπισε περισσότερο σαν καταναγκαστικό έργο, παρά ως υποχρέωση απέναντι στη χώρα και στους πολίτες της.
Αντιθέτως ο κ.Μητσοτάκης, που δεν διακρίνεται από τέτοιες ιδεολογικές αγκυλώσεις και προκαταλήψεις, πάτησε πάνω στα επιτεύγματα της υπερδεκαετούς σταθεροποίησης, έχτισε ένα σχέδιο ελληνικής ιδιοκτησίας και το υπηρετεί με ταχύτητα και συνέπεια, γιατί σπλούστατα πιστεύει πως αυτή είναι η ενδεδειγμένη λύση για τη χώρα και την οριστική έξοδό της από τη μεγάλη κρίση.
Το δυστύχημα για τον κ. Τσίπρα είναι ότι ο νέος πρωθυπουργός το υπηρετεί κατά τρόπο συνεπή και οργανωμένο, όπως μαρτυρά το σφιχτό, γύρω από το Μέγαρο Μαξίμου, σχήμα διακυβέρνησης που συγκρότησε και το οποίο δεν είναι τίποτε άλλο παρά αποτέλεσμα αξιολόγησης και μελέτης των προβλημάτων διακυβέρνησης της σύγχρονης Ελλάδας.
Έχει αποδειχθεί απο τις δυστυχείς εμπειρίες των πολλών κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης ότι χωρίς οργανωμένη και αυστηρά συντονισμένη διακυβέρνηση δεν γίνεται χωριό στην Ελλάδα και ότι παρά τις καλές και αγαθές προθέσεις των εκάστοτε ηγετών, η χώρα έπεφτε γρήγορα στην αδράνεια της πολυπλοκότητας των πολυποίκιλων ομάδων συμφερόντων που συνήθως συνοδεύουν τα κόμματα εξουσίας και τις κυβερνήσεις που προκύπτουν από αυτά.
Το κεντρικό επιτελείο που συγκρότησε ο κ.Μητσοτάκης υπηρετεί ακριβώς αυτή τη βασική ανάγκη και δεν συνιστά κατ’ ανάγγκην επιστροφή σε αυτό που ο κ.Τσίπρας περιγράφει ως «κράτος της Δεξιάς».
Η Ελλάδα έχει πληγωθεί από ασυντόνιστα και ασύνταχτα κυβερνητικά σχήματα και ίσως για πρώτη φορά δοκιμάζει κάτι εσωτερικά συνεπές και οργανωμένο που μπορεί – ο χρόνος και τα αποτελέσματα θα δείξουν – να απαντά στο εξίσου διαρθρωτικό, με τόσα άλλα, πρόβλημα διοίκησης και διακυβέρνησης της χώρας.
Από όλα αυτά λοιπόν πηγάζει η αμηχανία και η σπουδή υπεραντίδρασης του κ.Τσίπρα. Αντιμετωπίζει για πρώτη φορά κάτι πολύ διαφορετικό από τα συνήθη και επανέρχεται στα ίδια, στα παλαιά, στα λαϊκιστικά, στην εχθροπάθεια, σε όσα τέλος πάντων του στέρησαν τη νίκη και τον έφεραν στα έδρανα της αντιπολίτευσης.
Θα περίμενε κανείς περίσκεψη και περισυλλογή, παρά τόσο πρώιμες αντιδράσεις. Κανονικά, γι’ αυτόν θα έπρεπε να προέχει η ανασυγκρότηση της χώρου και η επανατοποθέτησή του στα πράγματα.
‘Εχει άλλωστε σχεδόν απεριόριστο το χρόνο στη διάθεσή του προκειμένου να αξιολογήσει τη στάση των πολιτών, όπως και το έργο της νέας κυβέρνησης και να την κρίνει με αυστηρότητα για τα πεπραγμένα της, για τις ασυνέπειές της και για τις πιθανές ανεκπλήρωτες υποσχέσεις που θα συνοδεύσουν τη θητεία της.
Οι φωνές και οι κραυγές της περασμένης Δευτέρας ουδένα συγκινούν και ουδένα ενθουσιάζουν, ούτε καν τους στρατευμένους που παρακολουθούν αμήχανοι τον κ. Μητσοτάκη να επιχειρεί εκεί που εκείνοι δεν τολμούσαν, είτε επειδή δεν ήθελαν, είτε επειδή απλούστατα δεν πίστευαν…