Τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας αποτελούν οι δύο πρώτες στροφές του ποιήματος «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», που γράφτηκε το Μάιο του 1823 στη Ζάκυνθο από τον ποιητή Διονύσιο Σολωμό.
Ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύτηκε στο Μεσολόγγι και τον ίδιο χρόνο ο Φωριέλ το συμπεριέλαβε στη συλλογή των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών.
Το 1828 ο Νικόλαος Μάντζαρος, κερκυραίος μουσικός και φίλος του Σολωμού, μελοποίησε το ποίημα με βάση λαϊκά μοτίβα, για τετράφωνη ανδρική χορωδία, αλλά όχι ως εμβατήριο.
Έκτοτε ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» ακουγόταν τακτικά σε εθνικές γιορτές.
Το 1844 το ποίημα μελοποιήθηκε δεύτερη φορά από τον Μάντζαρο και υπεβλήθη στο βασιλέα Όθωνα με την ελπίδα να γίνει δεκτό ως εθνικός ύμνος.
Παρά την τιμητική επιβράβευση του Νικολάου Μάντζαρου με τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρα και του Διονυσίου Σολωμού με Χρυσό Σταυρό του ίδιου Τάγματος, το έργο διαδόθηκε μεν ως «θούριος«», αλλά δεν εγκρίθηκε ως ύμνος.
Το 1861 ο υπουργός των Στρατιωτικών ζήτησε από τον Μάντζαρο να συνθέσει εμβατήριο πάνω στον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν».
Ο μουσικός μετέβαλε το ρυθμό του ύμνου του Σολωμού σε ρυθμό εμβατηρίου.
Στις 4 Αυγούστου 1865, με βασιλικό διάταγμα, ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» καθιερώθηκε ως εθνικός ύμνος της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Από τις 18 Νοεμβρίου 1966 ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν»καθιερώθηκε και ως εθνικός ύμνος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το ποίημα «Ύμνος εις την Ελευθερία» αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές, από τις οποίες οι 24 πρώτες καθιερώθηκαν ως εθνικός ύμνος το 1865.
Από αυτές οι δύο πρώτες είναι εκείνες που ανακρούονται και συνοδεύουν πάντα την έπαρση και την υποστολή της σημαίας και ψάλλονται σε επίσημες στιγμές και τελετές.
Κατά τη διάρκεια της ανάκρουσης αποδίδονται τιμές χαιρετισμού.