Την πεποίθηση ότι η νέα ρύθμιση για το άσυλο θωρακίζει την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ακαδημαϊκή ελευθερία στην έρευνα και τη διδασκαλία εκφράζει η υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, Νίκη Κεραμέως, σε συνέντευξή της στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Η υπουργός σημειώνει ότι «έκνομες ενέργειες που κατέλυαν το άσυλο, όπως βιαιοπραγίες, εκφοβισμοί, παρεμπόδιση συνεδρίων, θα αποτρέπονται» και ότι «θα ισχύει στα ΑΕΙ ό,τι ακριβώς ισχύει σε κάθε δημόσιο χώρο της χώρας, δηλαδή οι αρχές επεμβαίνουν για κάθε αξιόποινη πράξη όπως ορίζει η κοινή νομοθεσία».
«Η προστασία των πανεπιστημιακών χώρων υλοποιείται σε δύο στάδια: αφενός, με την επαναφορά μίας υγιούς, σύγχρονης, δημοκρατικής νομοθετικής ρύθμισης για το άσυλο, αφετέρου, με την επίδειξη μηδενικής ανοχής στην παραβατικότητα και την εκτροπή, η οποία στέλνει προς πάσα κατεύθυνση το κυβερνητικό μήνυμα της απαρέγκλιτης εφαρμογής του νόμου. Η πολιτική βούληση της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας είναι σαφής. Η βία και η ανομία δεν έχουν θέση στα πανεπιστήμια», επισημαίνει χαρακτηριστικά η υπουργός.
Επίσης, σημειώνει ότι οι αλλαγές που θα βρουν οι μαθητές μπροστά τους από τον Σεπτέμβριο για τη νέα χρονιά, θα αφορούν τους μαθητές της Γ΄ λυκείου: κατάργηση του διαχωρισμού σχολών ελεύθερης πρόσβασης και σχολών στις οποίες οι υποψήφιοι εισάγονται με εξετάσεις, εξορθολογισμός της εξεταστέας ύλης («σε κάποια από τα εξεταζόμενα μαθήματα για τα οποία η κάλυψη της ύλης δεν ήταν εφικτή»), καθώς επίσης και μείωση του συντελεστή της Λογοτεχνίας στη συνεξέταση με την Έκθεση («δεν έχει συντελεστεί ακόμη η απαραίτητη προετοιμασία μαθητών και εκπαιδευτικών για την πλήρη εφαρμογή της εξέτασης αυτής»).
Ειδικά για το διαχωρισμό των σχολών, η κ. Κεραμέως σημειώνει ότι ενείχε δύο βασικές στρεβλώσεις: «Πρώτον, καλούσε τους μαθητές να μαντέψουν, κατά την πρώτη επιλογή σχολών, ποιες σχολές θα είναι ελεύθερης πρόσβασης και ποιες όχι, εφόσον η ελεύθερη πρόσβαση θα καθοριζόταν από τη ζήτηση η οποία θα γνωστοποιείτο σε μεταγενέστερο χρόνο από αυτόν της συμπλήρωσης του πρώτου μηχανογραφικού από τους μαθητές. Δεύτερον, οδηγούσε στην κατηγοριοποίηση των σχολών σε εκείνες που διατηρούν αυξημένο κύρος και σε εκείνες που ρίχνονται στον Καιάδα της πλήρους απαξίωσης».