Στις εκλογές της 7ης Ιουλίου οι πρώην πρωθυπουργοί Κ. Καραμανλής, Γ. Παπανδρέου και Α. Σαμαράς εξελέγησαν βουλευτές Α’ Θεσσαλονίκης, Αχαΐας και Μεσσηνίας αντιστοίχως. Η εκλογή τους βασίστηκε στο άρθ. 72 παρ. 8 του ΠΔ 26/2012 περί εκλογής βουλευτών, που ορίζει ότι «όσοι έχουν διατελέσει πρωθυπουργοί σε κυβέρνηση που έτυχε ψήφου εμπιστοσύνης της Βουλής και έχουν εκλεγεί βουλευτές […] θεωρούνται ότι λαμβάνουν σταυρούς προτίμησης το σύνολο των έγκυρων ψηφοδελτίων του συνδυασμού στο ψηφοδέλτιο του οποίου συμπεριλαμβάνονται». Βάσει της ρύθμισης αυτής, οι πρώην πρωθυπουργοί δεν εκτίθενται στον σταυρό προτίμησης, προηγούνται δε των υποψήφιων βουλευτών του ίδιου συνδυασμού της ίδιας εκλογικής περιφέρειας κατά την κατανομή των εδρών. Εξαιρούνται της ρύθμισης οι πρώην υπηρεσιακοί πρωθυπουργοί (όπως λ.χ. ο Π. Πικραμμένος, νυν αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως και βουλευτής Επικρατείας) – καθώς η υπηρεσιακή κυβέρνηση δεν τυγχάνει ψήφου εμπιστοσύνης της Βουλής – και οι μη υπηρεσιακοί πρώην πρωθυπουργοί που δεν έχουν εκλεγεί βουλευτές (λ.χ. Λ. Παπαδήμος). Για τους πρώην πρωθυπουργούς που είναι συγχρόνως αρχηγοί κόμματος, όπως ο Αλέξης Τσίπρας, ισχύει – δικαιολογημένα – ακόμη πιο ευνοϊκό πλαίσιο.
Είναι, όμως, συνταγματική η εύνοια του ΠΔ 26/2012 όσον αφορά τους πρώην πρωθυπουργούς – μη αρχηγούς κόμματος; Το ερώτημα απασχόλησε το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ) στην απόφαση-ορόσημο 4/2008: Ενιστάμενος τότε ήταν ο Π. Φασούλας, ο οποίος στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2007 είχε κατέλθει υποψήφιος βουλευτής με το ΠαΣοΚ στην Α’ Περιφέρεια Πειραιώς. Μολονότι είχε έρθει πρώτος σε σταυρούς, τη μοναδική έδρα του ΠαΣοΚ στην εν λόγω περιφέρεια κατέλαβε ο Κ. Σημίτης, στον οποίο και πιστώθηκαν ως σταυροί το σύνολο των ψήφων που έλαβε το ΠαΣοΚ στην Α’ Πειραιώς. Στην υπόθεση αυτή το ΑΕΔ τάχθηκε, με πλειοψηφία 10-1, υπέρ της συνταγματικότητας της επίμαχης ρύθμισης – που τότε περιεχόταν στο ΠΔ 96/2007.
Τα βασικά επιχειρήματα της πλειοψηφίας είχαν ως εξής: α) Στο πολίτευμά μας ο πρωθυπουργός έχει κυρίαρχο ρόλο. Μεταξύ άλλων, επιλέγει και παύει υπουργούς και υφυπουργούς κατά βούληση, κατευθύνει τον κυβερνητικό μηχανισμό, χαράσσει τη γενική πολιτική της χώρας (βλ. άρθ. 81-83 Σ.). β) Το Σύνταγμα ανέχεται εξαιρέσεις από την αρχή της ισότητας στο δικαίωμα του εκλέγεσθαι· βασική εξαίρεση από τον σταυρό προτίμησης συνιστά το ψηφοδέλτιο Επικρατείας κατ’ άρθ. 54 παρ. 3 Σ. γ) Ούτε παραβίαση των αρχών της άμεσης ψηφοφορίας και της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης υφίσταται, καθώς και εν προκειμένω «το εκλογικό αποτέλεσμα εξαρτάται από τη βούληση του ψηφοφόρου, ο οποίος, επιλέγοντας τον συγκεκριμένο κομματικό συνδυασμό, στον οποίο περιλαμβάνεται και διατελέσας πρωθυπουργός και εν γνώσει του ότι τα ψηφοδέλτια αυτά θεωρούνται ότι είναι και σταυροί προτίμησης προς τον υποψήφιο αυτόν […], ψηφίζει το ψηφοδέλτιο αυτό». Συνολικά, πάντως, στο σκεπτικό της πλειοψηφίας μάλλον υποβόσκει και η ιδέα ότι το «κυνήγι του σταυρού» δεν αρμόζει σε έναν πρώην πρωθυπουργό.
Κατά τη γνώμη ωστόσο ενός μέλους του ΑΕΔ, η ανωτέρω προνομιακή μεταχείριση των πρώην πρωθυπουργών θίγει τον πυρήνα των δικαιωμάτων του εκλέγειν και εκλέγεσθαι και, άρα, είναι αντισυνταγματική. Τη θέση αυτή ενστερνίζεται και μερίδα της θεωρίας (λ.χ. Ανθόπουλος, σε: Σπυρόπουλο / Κοντιάδη / Ανθόπουλο / Γεραπετρίτη, Ερμ. Συντ., άρθ. 54 αρ. 20, και Χρυσόγονος, Νομικό Βήμα 2009, 1571 επ.).
Σε κάθε περίπτωση, τα επιχειρήματα πλειοψηφίας και μειοψηφίας καλούν σε γόνιμο προβληματισμό, ο οποίος μπορεί, πιστεύω, να εμπλουτιστεί και με τις ακόλουθες σκέψεις:
α) Εν πρώτοις, θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι η ρύθμιση του ΠΔ 26/2012 εισάγει, ουσιαστικά, ένα υποσύστημα «δεσμευμένων συνδυασμών», δηλαδή «λίστας», σε πολύ περιορισμένη όμως έκταση. Στη χώρα μας σύστημα «λίστας» (με προκαθορισμένη σειρά εκλογής των υποψηφίων) ίσχυσε μόνο στις εθνικές εκλογές του 1985. Το ΑΕΔ έχει κρίνει ότι ούτε αυτό το σύστημα αντίκειται στο Σύνταγμα (βλ. ΑΕΔ 34/1985) – θέση που έχει επικριθεί στη θεωρία (ενδεικτ. Ανθόπουλος, ό.π., άρθ. 54 αρ. 17 επ.). Ετσι, αφού ακόμη και το σύστημα της «λίστας» κρίνεται κατ’ αρχήν σύμφωνο με το Σύνταγμα, το ίδιο θα πρέπει να ισχύσει πολύ περισσότερο για τη ρύθμιση του ΠΔ 26/2012, που εισάγει ένα οιονεί σύστημα «λίστας» εξαιρετικά περιορισμένης εκτάσεως. Η δε χρήση του ή μη απόκειται στην ευχέρεια του εκάστοτε αρχηγού ενός κόμματος. Ο τελευταίος μπορεί να τοποθετήσει έναν πρώην πρωθυπουργό είτε σε κανονική εκλογική περιφέρεια, οπότε και θα ισχύσει η ευνοϊκή πρόβλεψη του ΠΔ 26/2012 (εφόσον, ασφαλώς, το κόμμα εκλέξει βουλευτή στην περιφέρεια αυτή), είτε στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας.
β) Από την άλλη πλευρά, εν τούτοις, παραμένει ο εύλογος προβληματισμός για την παραβίαση της αρχής της ισότητας στο δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Σαφώς και είναι ιδιαίτερος ο ρόλος του πρωθυπουργού, αλλά εδώ μιλάμε πλέον για πρώην πρωθυπουργό, στον οποίο μάλιστα παρέχεται εις το διηνεκές προνομιακή μεταχείριση έναντι των υπόλοιπων πολιτών (ή άλλων πολιτειακών παραγόντων, όπως λ.χ. ο Πρόεδρος της Βουλής). Η άνευ χρονικού – αριθμητικού περιορισμού ισχύς της προνομίας είναι αναμφίβολα προβληματική συνταγματικά.
γ) Θα μπορούσε όμως να διατυπωθεί και μία ενδιάμεση θέση: Από το ίδιο το σκεπτικό της πλειοψηφίας του ΑΕΔ θα μπορούσε ίσως να εξαγάγει κανείς και το όριο συνταγματικότητας της ρύθμισης. Το όριο αυτό μπορεί να εντοπιστεί στο άρθ. 54 παρ. 3 Σ. περί του ανώτατου αριθμού των βουλευτών Επικρατείας – που ορίζεται στους 15 -, με την έννοια ότι ο συνολικός αριθμός των μη σταυροδοτούμενων υποψηφίων (βουλευτών Επικρατείας και διατελεσάντων πρωθυπουργών) δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 15. Ενα τέτοιο όριο μοιάζει να ανταποκρίνεται περισσότερο στο πνεύμα του Συντάγματος.
Αν, τώρα, οι πρώην πρωθυπουργοί – υποψήφιοι βουλευτές υπερβαίνουν τους 3 – οπότε μαζί με τους 12 Επικρατείας ξεπερνούν τους 15 -, τίθεται το ζήτημα πώς θα προσδιοριστεί η μεταξύ τους προτεραιότητα. Εδώ θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς κάποια «κριτήρια δικαιοσύνης», όπως λ.χ. να έχει δικαίωμα προτίμησης εκείνος που έχει πιο πρόσφατα διατελέσει πρωθυπουργός, ενώ αντιστρόφως η προνομία να εξασθενεί όσες περισσότερες φορές έχει γίνει χρήση αυτής.
Στις εκλογές της 7ης Ιουλίου, πάντως, δεν παραβιάστηκε αυτό το «πλαφόν των 3». Η σημερινή Βουλή αριθμεί μεν 5 πρώην πρωθυπουργούς, αλλά, όπως εξηγήθηκε αρχικά, η εξεταζόμενη ευνοϊκή ρύθμιση του ΠΔ 26/2012 κατέλαβε μόνο τους Κ. Καραμανλή, Γ. Παπανδρέου και Α. Σαμαρά. Βεβαίως, ακόμη και αν δεν ίσχυε η ρύθμιση αυτή, δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς το ενδεχόμενο μη εκλογής των πρώην αυτών πρωθυπουργών στις ιδιαίτερες εκλογικές τους περιφέρειες.
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις παραπάνω σκέψεις, μελλοντικά θα πρέπει, τουλάχιστον, να τεθούν κάποια νομοθετικά όρια στην επίμαχη προνομία, πρωτίστως αριθμητικά (:πρόβλεψη ορισμένων φορών χρήσης αυτής).
Ο κ. Αντώνης Γ. Καραμπατζός είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή ΕΚΠΑ.