Στη δύσκολη περίοδο της κρίσης ο πολιτικός χάρτης της χώρας άλλαξε δραματικά. Πολύ σύντομα, σχεδόν βίαια, διαμορφώθηκε μια νέα εκλογική τάξη. Η ΝΔ υπήρξε ο μεγάλος survivor του προηγούμενου κομματικού συστήματος, παρότι η επιρροή της υπέστη δραστική μείωση.
Κέρδισε τις εκλογές του Μαΐου 2012 με το εντυπωσιακά ισχνό 18,85%, ιστορικό χαμηλό όλης της μεταπολιτευτικής περιόδου, κέρδισε αυτές του Ιουνίου με 29,66% και έχασε τον Ιανουάριο και τον Σεπτέμβριο του 2015 με 27,81% και 28,10% αντιστοίχως. Η ΝΔ κατέγραψε συνεπώς, κατά την περίοδο της κρίσης, τα τέσσερα χαμηλότερα ποσοστά στη μεταπολιτευτική ιστορία του ελληνικού συντηρητισμού, σταθεροποιούμενη ωστόσο γύρω στο – όχι ασήμαντο – 28%.
Με κριτήριο τα προηγούμενα, το 39,85% του Ιουλίου αποτελεί εξαιρετική επίδοση παρότι, για την περίοδο 1981-2009, το 39,85% θα ήταν ένα κλασικό ποσοστό ήττας (το χαμηλότερο ποσοστό που έφερε η ΝΔ ως προπορευόμενο κόμμα ήταν το 41,84% (εκλογές 1977 και 2007).
Είναι αξιοσημείωτο, επίσης, ότι η ΝΔ είχε στις εκλογές του Ιουλίου το υψηλότερο – από την ίδρυσή της – ανοδικό άλμα μεταξύ δύο εκλογικών αναμετρήσεων: +11,75% από τον Σεπτέμβριο 2015 στον Ιούλιο 2019, +10,81% από τον Μάιο στον Ιούνιο 2012, +4,96% από τις εκλογές του 1981 στις – χαμένες για αυτήν – εκλογές του 1985. Αυτές είναι οι τρεις μεγαλύτερες εκλογικές «εκτινάξεις» της ΝΔ μεταξύ δύο βουλευτικών εκλογών. Επιπλέον, η απόσταση μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιουλίου (+8,32%) είναι η μεγαλύτερη που κατάφερε να επιτύχει η ΝΔ σε όλη την περίοδο 1981-2019 (εξαιρούμε τις μεταβατικές εκλογές των ετών 1974 και 1977).
Βεβαίως και στις εκλογές του 1990 η ΝΔ είχε μια ανάλογου μεγέθους διαφορά από το δεύτερο κόμμα (+8,28%, πάλι με έναν Μητσοτάκη στην ηγεσία της), αλλά αυτή η διαφορά δημιουργήθηκε μόνο στην τρίτη διαδοχική αναμέτρηση σε διάστημα μικρότερο των 12 μηνών.
Τα εκλογικά επιτεύγματα που κρύβει το 39,85% [α) το υψηλότερο ποσοστό που πήρε κόμμα στη μετά το 2009 περίοδο, β) η υψηλότερη εκλογική εκτίναξη της Κεντροδεξιάς στη διάρκεια 38 ετών (1981-2019), γ) η μεγαλύτερη διαφορά της ΝΔ από το δεύτερο κόμμα σε επίσης τέσσερις δεκαετίες] είναι πολλά. Και δεν εξηγούνται από την προγραμματική δυναμική ή την ποιότητα του πολιτικού προσωπικού της συντηρητικής παράταξης.
Οι έρευνες κοινής γνώμης της περιόδου 2016-2019 κατέγραψαν το ισχυρό προβάδισμά της αλλά ποτέ δεν αποτύπωσαν μια ιδιαίτερα ελκτική ΝΔ ή ως ιδιαίτερα λαοπρόβλητο τον ηγέτη της. Μάλλον το αντίθετο έδειχναν. Στην πολιτική βέβαια ο νικητής δικαιώνεται. Οχι όμως και στην πολιτική ανάλυση. Αρα, το πρώτο κεντρικό διακύβευμα της ερμηνείας του εκλογικού αποτελέσματος της 7ης Ιουλίου είναι το πολύ υψηλό για τη νέα εκλογική τάξη ποσοστό της ΝΔ και το πρωτόγνωρο μέγεθος του ανοδικού άλματος μεταξύ Σεπτεμβρίου 2015 και Ιουλίου 2019.
Η ανάρμοστη σύγκριση: το αντι-ΠαΣοΚ και αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα
Λόγω της μακράς κυριαρχίας στο μεταπολιτευτικό εκλογικό σώμα των δυνάμεων της Αριστεράς / Κεντροαριστεράς / Κέντρου, η ΝΔ επιτυγχάνει, κατά την προ κρίση περίοδο (με την εξαίρεση πάντα των εκλογών 1974 και 1977), τα υψηλότερα ποσοστά της όταν έχει αναπτυχθεί ισχυρή αντιπάθεια και ισχυρό ρεύμα απόρριψης για τον κύριο αντίπαλό της. Τότε – και μόνο τότε – η ελληνική Κεντροδεξιά σκαρφαλώνει σε πολύ υψηλά εκλογικά ποσοστά.
Ετσι, πραγματοποιεί τις τρεις από τις τέσσερις καλύτερες επιδόσεις της περιόδου 1981-2019 στις διαδοχικές εκλογές των ετών 1989-1990 (1989 Ιούνιος: 44,28%, 1989 Νοέμβριος: 46,19%, 1990: 46,89%). Ακριβώς αυτή την περίοδο έχει αναπτυχθεί ένα ισχυρό αντι-ΠαΣοΚ ρεύμα, ως συνέπεια της αμφιλεγόμενης, και όχι μόνο στα οικονομικά, διαχείρισης κυρίως των ετών 1985-1989. Τότε, ένα κουρασμένο ΠαΣοΚ, πνιγμένο στη σκανδαλολογία, δέσμιο ενός στερεοτυπικού λαϊκιστικού λόγου, ιδιαίτερα κυνικό, συνέβαλε, εν μέρει εξαιτίας και της απλής αναλογικής, στο να υπερβεί η ΝΔ τις συνήθεις – εντούτοις, ιδιαίτερα υψηλές για τα ευρωπαϊκά δεδομένα – εκλογικές επιδόσεις της.
Κάτι αντίστοιχο έλαβε χώρα το 2004. Ενα επίσης κουρασμένο ΠαΣοΚ, με ισχυρά καθεστωτικά χαρακτηριστικά, βουτηγμένο στη διαπλοκή, με στελέχη γεμάτα οίηση, ωθεί τη ΝΔ στο πολύ υψηλό 45,4%, το τρίτο, με κριτήριο το μέγεθος, υψηλότερο νεοδημοκρατικό ποσοστό της περιόδου 1981-2019. Αυτό δε συνέβη παρά την τολμηρή απόπειρα ανανέωσης – στην πραγματικότητα: εκλογικής διάσωσης – του ΠαΣοΚ που σηματοδότησε η θεαματική ανάληψη της ηγεσίας από τον Γιώργο Παπανδρέου.
Το φαινόμενο του αρνητισμού φαίνεται να επαναλαμβάνεται με τον ΣΥΡΙΖΑ. Το αισθανόμασταν όλοι στις συζητήσεις μας, στην ανάγνωση του Τύπου (δεν είναι όλοι οι δημοσιολογούντες πιόνια της διαπλοκής), στις γελοιογραφίες και στις χιουμοριστικές εκπομπές, στον σπασμένο καθρέφτη της ψυχής των αριστερών πολιτών. Τα εμπειρικά στοιχεία δεν είναι επαρκή για να τεκμηριώσουν με ακρίβεια τον αντι-ΣΥΡΙΖΑ αρνητισμό και τα ειδικά χαρακτηριστικά του, τα οποία μάλλον διαφέρουν ανάλογα με την ταξική θέση, το επαγγελματικό και κοινωνικό status και τη μόρφωση. Δίνουν όμως μια, έστω ατελή, γενική εικόνα. Ενδεικτικά, λοιπόν, σε έρευνα της MRB (28/11 – 6/12), 45% του εκλογικού σώματος θα ενοχλείτο αν ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδιζε τις επόμενες εκλογές έστω και με μία ψήφο διαφορά, ενώ μόνο 27,6% θα ενοχλείτο εάν κέρδιζε η ΝΔ. Σε έρευνα της Prorata (15-21/3 2019), ο ΣΥΡΙΖΑ συγκεντρώνει ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό (57,1%) στην ερώτηση «δεν θα ψήφιζα ποτέ» και διεκδικεί τον υψηλότερο βαθμό απόρριψης μετά τη ΧΑ (75,3%) και τους ΑΝΕΛ (67%). Αντιθέτως, το αντίστοιχο ποσοστό για τη ΝΔ είναι μόλις 37,1%.
Τα δεδομένα είναι εντυπωσιακά για μια χώρα με ιστορικά ισχυρό αντιδεξιό σύνδρομο. Στην ίδια έρευνα, 36% του εκλογικού σώματος συμφωνεί με την άποψη ότι η πολιτική παρουσία, οι προτάσεις και οι ιδέες του ΣΥΡΙΖΑ είναι «καταστροφικές για τη χώρα», ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τη ΝΔ περιορίζεται στο 21,6% (Μ. Τσατσάνης και Γ. Τσίρμπας, Athens Voice, 23.5.2019). Σε άλλη έρευνα της Prorata 18-20/6, 55% του εκλογικού σώματος θα ένιωθε αρνητικά συναισθήματα (απογοήτευση: 34%, θυμό: 8%, φόβο: 13%) αν ο ΣΥΡΙΖΑ έβγαινε πρώτο κόμμα στις εκλογές έναντι 38% για τη ΝΔ (απογοήτευση: 19%, θυμό: 6%, φόβο: 13%). Αν και οι αριθμοί υποτιμούν το εκλογικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, και άρα υπερεκτιμούν και τα αρνητικά συναισθήματα απέναντί του, αποτυπώνουν σωστά το γενικό προσανατολισμό του εκλογικού σώματος.
Ομοιότητες, διαφορές, κοινός πυρήνας του αρνητισμού
Και στις τρεις περιπτώσεις αναφοράς (1989-1990, 2004, 2019), και παρά τις μεγάλες διαφορές εποχής και ασκούμενων πολιτικών, η απόρριψη του κυβερνώντος προοδευτικού πόλου (ΠαΣοΚ παλαιότερα, ΣΥΡΙΖΑ το 2019) παρήγαγε την ίδια απαράλλακτη εκλογική συνέπεια: εξαιρετικές εκλογικές επιδόσεις, για τη ΝΔ.
Βεβαίως, οι τρεις περιπτώσεις διαφέρουν πολύ. Ο ΣΥΡΙΖΑ ασκώντας περιοριστικές πολιτικές λιτότητας σε ένα πλαίσιο αυστηρής (και ακραία ανορθολογικής) διεθνούς εποπτείας είχε εξαρχής όλες τις πιθανότητες εναντίον του. Επίσης, σε θέματα εντιμότητας, διαφθοράς και διαπλοκής, η περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ διαφέρει ριζικά από τις δύο περιπτώσεις ΠαΣοΚ. Το σύστημα ΣΥΡΙΖΑ (ως σύνολο, ηγεσία, στελέχη, βάση) υπήρξε, και θεωρείται ότι υπήρξε, πολύ πιο «καθαρό» και από το ΠαΣοΚ της περιόδου 1985-1989 και της περιόδου 2000-2004.
Στις περιπτώσεις του ΠαΣοΚ ο αρνητισμός ήταν το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς της όλης παράταξης (πρωθυπουργός, ιδιαίτερα ο Α. Παπανδρέου, υπουργοί, υψηλόβαθμα και μεσαία στελέχη, τοπικοί παράγοντες), ενώ στην περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ η ομάδα του core executive (η ομάδα γύρω από τον πρωθυπουργό) ήταν αυτή η οποία, με επιλογές, παραλείψεις και ακροβατισμούς, κυρίως συνέβαλε στην παραγωγή του αντι-ΣΥΡΙΖΑ κλίματος.
Ακόμη, το σύστημα ΣΥΡΙΖΑ διατηρούσε (και διατηρεί) μια αντι-συστημική πινελιά στη δράση του, κάτι που εμφαίνεται και στην ψήφο των νεότερων ηλικιών, αντισυστημική διάσταση που είχε πλήρως χαθεί στη δεύτερη κυβέρνηση Α. Παπανδρέου και δεν υπήρξε ποτέ στην κυβέρνηση Σημίτη (η οποία ωστόσο δεν είχε ούτε λαϊκιστικό λόγο ούτε συνέδεσε τη δράση της με φαινόμενα αυριανισμού). Και βεβαίως, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε ένα έλλειμμα πολιτικού προσωπικού και τεχνογνωσίας που είχαν επιλύσει οι κυβερνήσεις του ΠαΣοΚ.
Παρά τις θεμελιώδεις διαφορές πολιτικών και ύφους, οι κυβερνήσεις Παπανδρέου, Σημίτη και Τσίπρα είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: παρήγαγαν στο τέλος τη διάχυση σε ευρύτερα κοινά ενός ισχυρού και σύνθετου αρνητικού αισθήματος (ο όρος αντι-ΠαΣοΚ και αντι-ΣΥΡΙΖΑ σύνδρομο που έχουμε χρησιμοποιήσει αλλού για λόγους εκλαΐκευσης δεν είναι επιστημονικά αυστηρός – το «σύνδρομο» περιγράφει στάσεις μακράς διάρκειας, όπως, για παράδειγμα, το αντιδεξιό σύνδρομο, κάτι που δεν ισχύει στις ως άνω τρεις περιπτώσεις).
Είναι άξιο μνείας, επίσης, ότι και στις τρεις περιπτώσεις οι αντίστοιχες κυβερνήσεις είχαν παραγάγει σοβαρό έργο, συνδυασμένο όμως με τρανταχτές αδυναμίες αλλά και με ένα στυλ διακυβέρνησης που προκαλούσε – και πολιτισμικά – τον κοινό νου. Συνεπώς, και στις τρεις περιπτώσεις, η φυσική εκλογική φθορά από την άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας μεγεθύνθηκε από φαινόμενα είτε ανεπαρκούς διαχειριστικής ικανότητας είτε αμφισβητούμενου διαχειριστικού ύφους (ή και ήθους) είτε και από τα τρία ταυτοχρόνως: σκάνδαλα, ακραίος λαϊκιστικός λόγος, συνωμοσιολογία, αυριανισμός, κυνισμός στην περίπτωση της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου, καθεστωτισμός, διαπλοκή, «λαμογιά», οίηση, αυτάρκεια στην περίπτωση της κυβέρνησης Σημίτη, μη τήρηση υποσχέσεων, απλοϊκός διχαστικός λόγος, ερασιτεχνισμός, ασταμάτητος επικοινωνιακός θόρυβος, τακτικισμός και «πολακισμός» στην περίπτωση της κυβέρνησης Τσίπρα είναι μερικές από τις λέξεις-«κλειδιά» που περιγράφουν, δίκαια ή άδικα, όψεις και εκδηλώσεις της αντι-ΠαΣοΚ και αντι-ΣΥΡΙΖΑ στάσης.
Αρα, και στις τρεις περιπτώσεις, ο αρνητισμός ενείχε και μια έμμεση πολιτισμική διάσταση, υπήρξε πολιτικο-πολιτισμικός. Επίσης, και στις τρεις περιπτώσεις, η ΝΔ είχε εισροές ψήφων «από παντού» – και από την Αριστερά – ώστε να διασφαλιστεί η ήττα των απερχομένων κυβερνήσεων, εισροές που εξηγούν τα εξαιρετικά εκλογικά ποσοστά της.
Παρ’ όλα αυτά, αντοχή!
Και στις τρεις όμως περιπτώσεις τα κόμματα που υπέστησαν τις εκλογικές συνέπειες του αρνητισμού (ΠαΣοΚ επί Α. Παπανδρέου, ΠαΣοΚ επί Σημίτη, ΣΥΡΙΖΑ) διατήρησαν θερμή σχέση με σημαντικά τμήματα του εκλογικού τους σώματος – σχέση που εμπόδισε τις ηγεσίες τους να κατανοήσουν έγκαιρα τον βαθμό διάχυσης του αρνητισμού στην κοινωνία. Επίσης, και στις τρεις περιπτώσεις τα κόμματα επέδειξαν αξιοσημείωτη εκλογική ανθεκτικότητα και διατήρησαν αλώβητη την πολύ ισχυρή θέση που είχαν κατακτήσει στο πολιτικό σύστημα.
Η κατανόηση του εκλογικού αποτελέσματος δεν είναι ποτέ ένας αριθμός. Οι πολλές και συχνά εξαιρετικές αναλύσεις του αποτελέσματος του Ιουλίου μάλλον υποτιμούν το προφανές, δηλαδή την κακή εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ και το αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα, ακριβώς γιατί επηρεάζονται από το εξαιρετικό – και απροσδόκητα καλό – 31,53%. Σαν να μαγνητίζονται από αυτό. Ωστόσο, εάν ένα τμήμα της αριστερής και αντιδεξιάς ψήφου τιμωρίας επέστρεψε, μεταξύ ευρωεκλογών και βουλευτικών, στην ψήφο ΣΥΡΙΖΑ, όπως συχνά γίνεται μεταξύ μιας εκλογικής αναμέτρησης «δεύτερης» και μιας «πρώτης τάξης», ένα άλλο τμήμα επέλεξε με ισχυρή πεποίθηση, και ίσως ανακούφιση, τη διασφάλιση της αυτοδυναμίας της ΝΔ. Η εικόνα είναι συνεπώς σύνθετη, όπως σύνθετη είναι η φύση του «πολιτικού». Πειστική ανάλυση του ποσοστού του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να γίνει χωρίς συσχέτιση με την εκτίναξη της ΝΔ και πειστική ανάλυση του ποσοστού της ΝΔ δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς συσχέτιση με την ανθεκτικότητα ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή την τελευταία, το «σκοτεινό σημείο της ψήφου», θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε την επόμενη Κυριακή.
Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Διδάσκει επίσης στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών (ULB).