Εχουμε μάθει να μετράμε την πρόοδο μιας κοινωνίας με βάση το ΑΕΠ, το εύρος των εισοδηματικών ανισοτήτων, τη δημοκρατικότητα των θεσμών, τους βαθμούς ελευθερίας του ατόμου, το μέγεθος της διαφθοράς, την ένταση της κοινωνικής κινητικότητας. Αξιολογούμε την πρόοδο μιας χώρας με κριτήριο την ειρηνική ζωή και την αποφυγή του πολέμου, το μέσο προσδόκιμο ζωής, την παιδική θνησιμότητα, την του πληθυσμού πρόσβαση στην ιατρική φροντίδα. Χρησιμοποιούμε δείκτες πολιτικού και πολιτισμικού φιλελευθερισμού για να ερευνήσουμε τον θεσμικό και πρακτικό σεβασμό που δείχνει η πλειοψηφία στην ποικιλία των ανθρωπίνων ταυτοτήτων, κοιτάμε τη νομική διασφάλιση του ατόμου έναντι του κράτους και της δυναστικής ροπής της ελεύθερης οικονομίας.
Εγκυρα κριτήρια που κατηγοριοποιούν την κοινωνική εμπειρία για να μετρήσουν τον βαθμό εκσυγχρονισμού και προοδευτικότητα μιας κοινωνίας συνεπώς δεν λείπουν. Θα λέγαμε μάλιστα ότι αυτοί οι δείκτες, ειδικά όταν αθροιστούν τα αποτελέσματά τους, δύσκολα λαθεύουν. Αποτυπώνουν ικανοποιητικά την «πρόοδο ενός λαού» όπως αυτή η έννοια καθιερώθηκε στον Διαφωτισμό, στις μεγάλες ιδεολογίες της νεωτερικότητας και στα αφηγήματα της βιομηχανικής εποχής. Η έννοια αυτή της προόδου θεμελιώνεται πάνω σε μια εναρκτήρια βεβαιότητα: ότι αν πολιτευτούμε σωστά, η πρόοδος θα φέρνει πάντα πρόοδο, η ευημερία θα επισωρεύεται εσαεί, ότι το μέλλον θα είναι πάντοτε καλύτερο από το παρελθόν, ότι η κατάκτηση του φυσικού κόσμου από την επιστήμη και τον ορθό λόγο είναι μια αναπότρεπτη νομοτέλεια ασφάλειας και ευτυχίας.
Αυτό που ξεκίνησε ως «ζωή στην πόλη» και αφήνει πίσω του κινδύνους και φόβους της υπαίθρου άφηνε πίσω του τη δίνη των φυσικών φαινομένων. Εμπιστευόταν δε με πάθος μιαν αρχή αδιατάρακτης βελτίωσης της ζωής μέσω της επιστήμης και της τεχνολογίας. Καθετί που βελτίωνε τη ζωή μας και είχε κατακτηθεί, κάθε επιστημονική ανακάλυψη, κάθε κοινωνική επιτυχία, ερχόταν να προστεθεί στην αλυσίδα της καλής ζωής που υποσχόταν η θεολογία του «μοντέρνου ανθρώπου». Αυτή η προσδοκία ασφάλειας και ευδαιμονίας που μετά βεβαιότητας θα διευρύνονταν χωρίς όρια έγινε κυτταρική ταυτότητα του σύγχρονου ανθρώπου – και βασικό στοιχείο της τρωτότητάς του.
Ούτε το Ολοκαύτωμα και η ναζιστική διαστροφή της νεωτερικότητας που το προκάλεσε, ούτε η σοβιετική έκπτωση της δημοκρατίας στο τρίπτυχο μαζικός θάνατος – ψεύδος – καταπίεση, ούτε ο πυρηνικός στιγμιαίος αφανισμός της Χιροσίμα δεν ήταν ικανά να κλονίσουν την πεποίθηση ότι είμαστε μόνιμοι συνδρομητές στο «καλύτερο αύριο» που εκδηλώνεται συνεχώς. Τα πυρηνικά ατυχήματα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα προκαλούσαν ρίγος και πανικό. Για λίγο όμως. Ο φόβος θα συγκαλυπτόταν μέσω είτε της κρατικής επιβολής είτε της γλυκιάς αναισθησίας της υπερτεχνολογίας και του καταναλωτικού ευδαιμονισμού. Αυτό δεν μαρτυρά εξάλλου και η αναπάντεχη παγκόσμια επιτυχία της σειράς «Chernobyl» του Netflix; Οτι η γνώση του κινδύνου έχει σβηστεί από τη συλλογική μνήμη – όπως παρεμπιπτόντως και η γνώση του τι ήταν ο σοβιετικός ολοκληρωτισμός.
Εντούτοις εδώ και αρκετές δεκαετίες ο βαθμός προόδου, δημοκρατικότητας και κοινωνικής συνοχής μιαw σύγχρονης κοινωνίας μετριέται και σταθμίζεται με τη βοήθεια νέων εργαλείων παραμέτρων. Το πόσο φιλελεύθερη, δημοκρατική, ευημερούσα και σύγχρονη ήταν μια χώρα – εν τέλει το ποια ήταν τα κυρίαρχα συναισθήματα και αξίες που μπορούσαν να κινητοποιήσουν τον πληθυσμό – αρχίσαμε να μπορούμε να τo μετράμε με βάση τη σχέση που αυτή αναπτύσσει με τον κίνδυνο και την καταστροφή.
Οι προσδοκίες ασφαλείας των πολιτών από την τεχνολογία, η ματαίωση των τελευταίων και η τρομακτική ψυχική αποδιοργάνωση που προκαλεί μια καταστροφή, η σχέση μεταξύ αμέριμνης κανονικότητας και εγγενούς βαναυσότητας του συλλογικού θανάτου σε δυστύχημα, η κρατική φροντίδα για την ασφάλεια του πληθυσμού και ο τρόπος που αποκαθιστά τις πληγές που προκαλούν τα ακραία γεγονότα, η κινητοποίηση των θυμάτων μιας καταστροφής και η δεκτικότητα της κοινωνίας να τους ακούσει και να τους περιποιηθεί, η ικανότητα των πολιτών να στραφούν ενάντια σε κράτος και αγορά (όταν π.χ. αυτά μειώνουν τεχνηέντως και από κοινού το κόστος ασφαλείας ενός προϊόντος με αποτέλεσμα να προκληθούν θάνατοι ή ανεπανόρθωτες βλάβες) απαιτώντας δικαιοσύνη και αποζημιώσεις, όλα αυτά αποτελούν πλέον κρίσιμα στοιχεία κατανόησης του πολιτισμικού ορίζοντα μιας κοινωνίας. Είναι ταυτόχρονα πεδία καταγραφής του εκσυγχρονιστικού φορτίου μιας κοινωνίας. Πρόκειται στην ουσία για μια γραμματική που συνοψίζει και ενίοτε υπερβαίνει τα παραδοσιακά όργανα μέτρησης της κοινωνικής προόδου, για μια προσέγγιση στις σχέσεις που διατηρεί μια κοινωνία με τις αντιφάσεις του υπερμοντέρνου κόσμου, του καπιταλισμού της διακινδύνευσης, για να ακολουθήσουμε την ορολογία του εισηγητή αυτής της προσέγγισης, του Ούλριχ Μπεκ.
Συμπυκνώνοντας έναν ευρύτερο προβληματισμό, θα λέγαμε πως οι μεγάλες δημοκρατίες αναπτύχθηκαν πάνω στην προοδευτική τους αμεριμνησία για τον τεχνολογικό κίνδυνο, τον προσπέρασαν επί μακρόν μέσα από τη
Δημοκρατία και καταστροφές
Συνέχεια από την πρώτη σελίδα
θεολογία της βιομηχανικής τους ευημερίας, συνάμα τον καταπολεμούσαν και έδιναν χώρο στους πολίτες τόσο για να ανανεώνουν την προσδοκία για αδιατάρακτο και αβλαβή βίo όσο και για να διανοίγουν δρόμους διεκδίκησης όταν αυτός θιγόταν από την τεχνολογική ανεπάρκεια ή τη διάψευση της ασφάλειας που παρέχουν το κράτος και η αγορά. Από αυτές τις μεγάλες δημοκρατίες του 20ού αιώνα αρκετές δείχνουν ικανές να πετύχουν την προσαρμογή στους νέους κινδύνους χωρίς τη χαλάρωση των πλεγμάτων ελευθερίας και δικαιοσύνης που τις διέπουν. Είναι εκείνες που απέταξαν τις βιομηχανικές βεβαιότητες μιας ζωής ολοένα και πιο εύρωστης και ασφαλούς χωρίς να εκπέσουν σε χιλιαστικές δοξασίες, στη μοιρολατρική παραμυθία και στον σύνοδο κρατικό αυταρχισμό. Είναι οι κοινωνίες που οικειοποιούνται τα νέα δεδομένα του τεχνολογικού κινδύνου και πασχίζουν με πάθος να ελαχιστοποιήσουν τις συνέπειές τους, γνωρίζοντας όμως πια ότι το δυστύχημα, η τεχνολογική καταστροφή, η κλιματική κατακρήμνιση, η οικονομική ανασφάλεια και οι κίνδυνοι χρεοκοπίας, η τρομοκρατική βαναυσότητα μας αφορούν, κυκλοφορούν ανάμεσά μας ως αόρατα και απολύτως πραγματικά ενδεχόμενα. Οι άλλες δημοκρατίες, μικρότερες ή έκπτωτες πλέον, θα διαβρωθούν τόσο από την καταστροφή όσο και από τον μιθριδατισμό μιας ρηχής ζωής που μέρα με τη μέρα κινδυνεύει χωρίς αντίδραση των πολιτών, χωρίς μέριμνα του κράτους, χωρίς κριτική στην αγορά και την ιδιωτική οικονομία. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και η Ελλάδα την τελευταία δεκαετία μέχρι πρόσφατα.
Την επόμενη εβδομάδα θα εξετάσουμε την κάμψη της δημοκρατικής κουλτούρας όπως αυτή αποτυπώθηκε στην υπερδεκαετή περίοδο της καταστροφικής δημοκρατίας, εκείνης που ξεκίνησε με τις πυρκαγιές του 2007 για να καταλήξει στην κρατική απάρνηση των θυμάτων στο Μάτι. Το Μάτι απ’ όπου φαίνεται να ξεκινάει μια πορεία ανάκτησης της αλληλεγγύης των πολιτών, της ειρηνικής διεκδίκησης, της αντίδρασης απέναντι στις αντιφιλελεύθερες ροπές του καταστροφικού αντισυστημισμού όταν αυτός έχει και την κυβέρνηση και την εξουσία.
Ο κ. Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής στο ΕΚΠΑ. Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορεί το βιβλίο του «Τεχνολογικές καταστροφές και πολιτικές του κινδύνου. Παλινδρομήσεις του κοινωνικού εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα 1947-2000».