Οι εγχώριες και διεθνείς συνθήκες φαντάζουν ιδανικές για τη χειμαζόμενη ακόμη ελληνική οικονομία και ιδιαιτέρως για τον δοκιμαζόμενο επί πολλά έτη ιδιωτικό της τομέα.
Η εξυγίανση έχει επέλθει σε μεγάλο βαθμό, η αναδιάρθρωση εξελίσσεται, το κόστος τείνει να ελεγχθεί, αρκετοί πόντοι ανταγωνιστικότητας έχουν κερδηθεί, οι συνειδήσεις έχουν μεταβληθεί, η κυβέρνηση είναι φιλικότερη προς τις επενδύσεις και το κυριότερο το πιστωτικό περιβάλλον έχει βελτιωθεί διεθνώς.
Σε αυτή την εγχώρια συγκυρία έρχεται να προστεθεί η μείωση των επιτοκίων πρώτα στις ΗΠΑ έπειτα από πολλά χρόνια και θα ακολουθήσει αντίστοιχη στην Ευρώπη, η οποία θα συνδυασθεί, κατά τα φαινόμενα, με νέες αγορές ομολόγων και κύματα ρευστότητας προς τις χώρες της ευρωζώνης.
Η Ελλάδα, που ήδη απολαμβάνει πρωτοφανώς χαμηλά επιτόκια δανεισμού και όπως όλα δείχνουν μπορεί να ελπίζει ότι στην προσπάθεια οριστικής εξόδου από την κρίση θα προικοδοτηθεί με φθηνότερους και περισσότερους πιστωτικούς πόρους. Ειδικότερα ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας , ο οποίος όλα τα προηγούμενα χρόνια που έζησε σε καθεστώς περιορισμένων πόρων και διήλθε την κρίση στηριζόμενος σε ίδιες δυνάμεις,
Το δυστύχημα είναι ότι αυτή η ευνοϊκή συγκυρία υπονομεύεται από την διατηρούμενη ακόμη προβληματικότητα των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες οφείλουν να επιταχύνουν την εξυγίανση των ισολογισμών τους ώστε να παίξουν το ρόλο που τους πρέπει, ειδικά σε τούτη τη διαφαινόμενη περίοδο αναγέννησης του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.
Οι ασθενείς ακόμη Τράπεζες θα πιεστούν αν δεν καταφέρουν να προσφέρουν φθηνότερο χρήμα στην οικονομία στις παρούσες αναγεννητικές συνθήκες. Θα μοιάζει παράταιρο αν την ώρα που θα τρέχουν δουλειές και θα εξελίσσονται δυναμικές επενδύσεις εκείνες θα απαιτούν επιτόκια της τάξης του 4% και του 5% , όταν διεθνώς θα προσφέρονται πιστώσεις με επιτόκια της τάξης του 1%.
Στην περίπτωση αυτή είναι φανερό ότι θα χάσουν τη θέση τους στην ελληνική οικονομία και θα υποκατασταθούν εν ριπή οφθαλμού από υγιέστερους ανταγωνιστές.
Υπό αυτή την έννοια δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο.
Οι ελληνικές Τράπεζες οφείλουν να τρέξουν τα προγράμματα εξυγίανσης, να καθαρίσουν με ταχύτητα τους ισολογισμούς τους ώστε να είναι σε θέση να συμμετάσχουν με αξιώσεις στο αναμενόμενο άλμα του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.
Αλλιώς απλούστατα θα σβήσουν, θα χαθούν. Γι’ αυτό δεν υπάρχουν περιθώρια άλλων αναβολών και αναστολών.
ΤΟ ΒΗΜΑ