«Η ατμοσφαιρική ρύπανση βλάπτει σοβαρά την υγεία». Ναι, σωστά, το έχουμε ακούσει, το έχουμε διαβάσει, το έχουμε δει στις ειδήσεις – δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) κατέταξε την ατμοσφαιρική ρύπανση ως την υπ’ αριθμόν ένα απειλή δημόσιας υγείας για το 2019. Πόσο σοβαρά τη βλάπτει όμως; Τόσο ώστε να κινδυνεύουν με σωματικά και γνωστικά προβλήματα ακόμη και τα αγέννητα παιδιά, τόσο ώστε εκατομμύρια παιδιά παγκοσμίως να ζουν με «κομμένη την ανάσα» εμφανίζοντας άσθμα, τόσο ώστε να καταγράφονται ετησίως περισσότεροι πρόωροι θάνατοι από ό,τι εξαιτίας του καπνίσματος, τόσο ώστε να εκτοξεύεται ο κίνδυνος καρδιοπαθειών, εγκεφαλικού και διαβήτη, τόσο ώστε να τετραπλασιάζονται οι πιθανότητες κατάθλιψης στους εφήβους, τόσο ώστε να δέχεται πλήγμα η γονιμότητα ανδρών και γυναικών, τόσο ώστε να επισπεύδεται η γήρανση των πνευμόνων και να εμφανίζεται Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ). Και αυτά είναι μόνο κάποια από τα «τόσο ώστε» που έχει ανακαλύψει και αποκαλύψει η επιστήμη μόλις μέσα στο 2019. Δυστυχώς, όπως όλα δείχνουν, οι ανακαλύψεις και οι αποκαλύψεις σχετικά με το πόσο τοξικός είναι ο αέρας που αναπνέουμε όλοι, και κυρίως οι κάτοικοι των πόλεων, θα αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Τόσο όσο αυξάνονται και οι επικίνδυνοι ρύποι εξαιτίας των όσων κάνουμε (ή, μάλλον, των όσων δεν κάνουμε) για τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου, τόσο όσο θεριεύει η κλιματική αλλαγή η οποία, σύμφωνα με στοιχεία, «θρέφει» ακόμη περισσότερο την ατμοσφαιρική ρύπανση. Διαβάστε τα πρόσφατα στοιχεία μελετών που ακολουθούν, διότι μας αφορούν όλους: εμάς τους ίδιους, τα παιδιά μας, τα παιδιά των παιδιών μας, όλα τα παιδιά του κόσμου τούτου αλλά και τα παιδιά που δεν έχουν έρθει ακόμη σε ετούτο τον κόσμο. Και αφού διαβάσετε, καλό θα ήταν να πράξετε, να πράξουμε όλοι, να διεκδικήσουμε μια πιο καθαρή ατμόσφαιρα και τελικώς καλύτερη υγεία και ποιότητα ζωής. Διότι αν η ατμοσφαιρική ρύπανση βλάπτει σοβαρά την υγεία, τότε η απραξία και ο ωχαδερφισμός τη βλάπτουν σοβαρότατα…
Πρόωρη γήρανση των πνευμόνων
Η έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση γερνά πρόωρα τους πνεύμονες και συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο Χρόνιας Αποφρακτικής Πνευμονοπάθειας, μιας χρόνιας πάθησης που προκαλεί φλεγμονή των πνευμόνων και στένωση των αεραγωγών και η οποία, σύμφωνα με τον ΠΟΥ, αποτελεί σήμερα την τρίτη κύρια αιτία θανάτου σε ολόκληρο τον κόσμο, με τις προβλέψεις να αναφέρουν περαιτέρω αύξηση των θυμάτων της μέσα στην επόμενη δεκαετία. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν, όπως ανέφεραν στις 9 Ιουλίου στην επιθεώρηση «European Respiratory Journal», ερευνητές του Κέντρου για την Περιβαλλοντική Υγεία και τη Βιωσιμότητα του Πανεπιστημίου του Λέστερ στη Βρετανία ύστερα από μελέτη σε περισσότερα από 300.000 άτομα – τα δεδομένα για τους εκατοντάδες χιλιάδες εθελοντές εξήχθησαν από τη βρετανική Βιοτράπεζα (UK Biobank), μια τεράστια βάση δεδομένων υγείας που περιλαμβάνει στοιχεία για 500.000 ανθρώπους, τα οποία και προσφέρει σε ερευνητές ανά τον κόσμο για τη μελέτη σοβαρών νόσων του πληθυσμού.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα αξιόπιστο μοντέλο προκειμένου να αξιολογήσουν τα επίπεδα ρύπανσης στα οποία είχαν εκτεθεί οι εθελοντές· συγκεκριμένα διερεύνησαν τα επίπεδα αιωρούμενων μικροσωματιδίων της ατμόσφαιρας ΡΜ10 και ΡΜ2,5 καθώς και τα επίπεδα διοξειδίου του αζώτου (ΝΟ2) – οι ρύποι αυτοί παράγονται από την καύση ορυκτών καυσίμων από τα οχήματα καθώς και από τις βιομηχανίες. Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν επίσης αναλυτικά ερωτηματολόγια σχετικά με την υγεία τους, ενώ υποβλήθηκαν και σε σπιρομέτρηση προκειμένου να καταγραφεί η λειτουργία των πνευμόνων τους.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, για κάθε ετήσια μέση αύξηση της τάξεως των 5 μικρογραμμαρίων ανά κυβικό μέτρο (μg/m3) των μικροσωματιδίων ΡΜ2,5 στην ατμόσφαιρα παρατηρούνταν μείωση της λειτουργίας των πνευμόνων, η οποία αντιστοιχούσε σε περίπου δύο έτη γήρανσης των πνευμόνων με βάση τη φυσιολογική γήρανση που επιφέρει ο χρόνος. Σε ό,τι αφορούσε τη ΧΑΠ, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι άτομα που ζούσαν σε περιοχές στις οποίες οι συγκεντρώσεις μικροσωματιδίων ΡΜ2,5 ήταν πάνω από τις κατευθυντήριες οδηγίες του ΠΟΥ – οι οποίες αναφέρουν ότι τα επίπεδα των συγκεκριμένων μικροσωματιδίων δεν πρέπει να ξεπερνούν τα 10 μg/m3 – η συχνότητα εμφάνισης της σοβαρής πάθησης ήταν τέσσερις φορές μεγαλύτερη από ό,τι σε άτομα που εξετίθεντο σε παθητικό κάπνισμα, καθώς και η μισή από εκείνη που καταγράφεται σε καπνιστές. Σημειώνεται ότι το ευρωπαϊκό όριο που ισχύει για τις συγκεντρώσεις των ΡΜ2,5 είναι 25 μg/m3, το οποίο είναι υψηλότερο από τα επίπεδα τα οποία, σύμφωνα με τους ερευνητές, σχετίζονται με μειωμένη αναπνευστική λειτουργία. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Οτι πιθανότατα εκεί έξω, στον πραγματικό κόσμο, η γήρανση των πνευμόνων και η ΧΑΠ κοστίζουν ακόμη περισσότερο στον πληθυσμό σε σχέση με τα αποτελέσματα της μελέτης.
«Τοξική υπογραφή» στο μυοκάρδιο
Την εβδομάδα που μας πέρασε, ερευνητές του Πανεπιστημίου του Λάνκαστερ στη Βρετανία ανέφεραν με δημοσίευσή τους στην επιστημονική επιθεώρηση «Environmental Research» ότι εντόπισαν στο μυοκάρδιο ανθρώπων – ακόμη και τρίχρονων παιδιών! – που ζουν σε αστικά κέντρα δισεκατομμύρια τοξικά αιωρούμενα σωματίδια, «προϊόντα» της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Σύμφωνα με τη μελέτη, πρόκειται για νανοσωματίδια πλούσια σε σίδηρο που προέρχονται από τις εκπομπές των οχημάτων και της βιομηχανίας και ίσως αποτελούν έναν από τους κύριους παράγοντες πίσω από τη «στενή» σχέση ατμοσφαιρικής ρύπανσης και καρδιαγγειακών νόσων. Η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Λάνκαστερ Μπάρμπαρα Μάχερ εξήγησε ότι τα νανοσωματίδια αυτά προκαλούν βλάβες στα μιτοχόνδρια – τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας των καρδιακών κυττάρων (όπως και όλων των κυττάρων) -, ενώ παράλληλα εντοπίζονται και στον ανθρώπινο εγκέφαλο και έχουν συνδεθεί με τη νόσο Αλτσχάιμερ.
Τα νέα ευρήματα προέκυψαν έπειτα από ανάλυση του μυοκαρδίου 63 νέων ανθρώπων, με μέση ηλικία τα 25 έτη, που έχασαν τη ζωή τους σε τροχαία δυστυχήματα αλλά δεν είχαν τραυματιστεί στον θώρακα. Ολα τα δείγματα ανήκαν σε κατοίκους της Πόλης του Μεξικού – μια πόλη όπου η ατμοσφαιρική ρύπανση «χτυπάει κόκκινο». Ηταν μάλιστα χαρακτηριστικό ότι τέτοιου είδους σωματίδια εντοπίστηκαν ακόμη και στα κύτταρα του μυοκαρδίου ενός παιδιού τριών ετών, γεγονός που προκάλεσε ιδιαίτερη ανησυχία στους επιστήμονες.
Με βάση τα αποτελέσματά τους, οι ερευνητές τόνισαν ότι τα νανοσωματίδια της ατμοσφαιρικής ρύπανσης αποτελούν ένα πολύ σοβαρό ζήτημα δημόσιας υγείας και είναι απολύτως απαραίτητο να μειωθούν άμεσα οι συγκεντρώσεις τους. Οπως είπαν, μια καλή αρχή θα ήταν να μειωθεί η χρήση οχημάτων από τον πληθυσμό καθώς αυτά αποτελούν σημαντική πηγή εκπομπής νανοσωματιδίων. Πράγματι, δεν είναι δύσκολο για μια μικρή απόσταση να περπατήσουμε ή να πάρουμε το ποδήλατο, είναι; (Θα μου πείτε βέβαια ότι αυτό προϋποθέτει και ανθρώπινους δρόμους, πεζοδρόμια αλλά και ποδηλατοδρόμους και θα έχετε δίκιο, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη χώρα μας.)
Αρτηριακή πίεση «στο κόκκινο»
Ενός κακού, της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην περίπτωσή μας, μύρια έπονται – καρδιοπάθειες, εγκεφαλικά, διαβήτης τύπου 2. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε μελέτη που διεξήχθη στη Λιθουανία και η οποία δημοσιεύτηκε πριν από μερικές ημέρες στην επιθεώρηση «Journal of Public Health». Ερευνητές του Πανεπιστημίου Επιστημών Υγείας της Λιθουανίας μελέτησαν κατοίκους στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, το Κάουνας, προσπαθώντας να ανακαλύψουν αν υπάρχει σύνδεση μεταξύ της μακροχρόνιας έκθεσης στην ατμοσφαιρική ρύπανση και παραγόντων του μεταβολικού συνδρόμου (υπέρταση, υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων, μειωμένα επίπεδα της «καλής» HDL χοληστερόλης)· το μεταβολικό σύνδρομο αποτελεί προάγγελο πλήθους προβλημάτων υγείας, όπως η παχυσαρκία, ο διαβήτης, οι καρδιοπάθειες, τα εγκεφαλικά επεισόδια. Οπως είδαν, τα άτομα που ζούσαν σε διαμερίσματα μακριά από χώρους πρασίνου ήταν εκείνα που κινδύνευαν περισσότερο να εμφανίσουν υπέρταση αλλά και άλλους παράγοντες του μεταβολικού συνδρόμου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα ευρήματα, τα υψηλά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης σχετίζονταν με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης χαμηλών επιπέδων HDL. Συγχρόνως, άτομα που κατοικούσαν σε διαμερίσματα κοντά σε πολυσύχναστους δρόμους είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να παρουσιάσουν υπέρταση, υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων και χαμηλή HDL. Αντιθέτως, όσο πιο κοντά σε χώρους πρασίνου ζούσε κάποιος, τόσο μειωνόταν η αρτηριακή πίεσή του και κατ’ επέκταση προστατευόταν η καρδιαγγειακή υγεία του. Με βάση τα αποτελέσματά τους, οι ερευνητές από τη Λιθουανία τόνισαν το αυτονόητο: ότι ακόμη και αν αναγκαζόμαστε να ζούμε στις τσιμεντουπόλεις, είναι ζωτικής (κυριολεκτικώς) σημασίας να αυξήσουμε τους χώρους πρασίνου στην… υγειά της καρδιαγγειακής υγείας μας.
Πλήγμα στη γονιμότητα
Η ατμοσφαιρική ρύπανση πλήττει τη γυναικεία γονιμότητα. Αυτό έδειξε μελέτη που βασίστηκε σε πραγματικά κλινικά δεδομένα (δεδομένα του «πραγματικού κόσμου», που δεν εξήχθησαν στο πλαίσιο κάποιας μελέτης), δηλαδή σε ορμονικές μετρήσεις που έγιναν σε περισσότερες από 1.300 Ιταλίδες και οι οποίες αφορούσαν το ωοθηκικό απόθεμά τους, με απλά λόγια δηλαδή τον αριθμό των ωαρίων που τους είχαν απομείνει. Συγκεκριμένα οι ερευνητές μέτρησαν τα επίπεδα της αντιμυλλέριου ορμόνης (ΑΜΗ) η οποία εκκρίνεται από κύτταρα στις ωοθήκες και αναγνωρίζεται πλέον ευρέως ως ένας αξιόπιστος δείκτης του ωοθηκικού αποθέματος της γυναίκας. Η μελέτη παρουσιάστηκε στα τέλη Ιουνίου στη Βιέννη, κατά τη διάρκεια του ετήσιου συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας (ESHRE), από τον καθηγητή Αντόνιο Λα Μάρκα του Πανεπιστημίου της Μόντενα (UNIMORE, University of Modena and Reggio Emilia). Οπως προέκυψε από τη μελέτη – και όπως ήταν αναμενόμενο -, τα επίπεδα ορού της ΑΜΗ φάνηκε να εμφανίζουν πτώση μετά την ηλικία των 25 ετών. Οπως, επίσης, όμως προέκυψε, τα επίπεδα της ορμόνης εμφάνιζαν πτώση όσο αυξάνονταν τα επίπεδα των ατμοσφαιρικών ρύπων στην περιοχή όπου ζούσαν οι γυναίκες (στο σύνολό τους κατοικούσαν στην περιοχή της Μόντενα)· συγκεκριμένα εξετάστηκαν τα μικροσωματίδια ΡΜ10 και ΡΜ2,5 καθώς και τα επίπεδα διοξειδίου του αζώτου. Μάλιστα τα χαμηλότερα επίπεδα ΑΜΗ, τα οποία και αντιστοιχούσαν σε πολύ σοβαρή μείωση του ωοθηκικού αποθέματος, κατεγράφησαν σε γυναίκες οι οποίες είχαν εκτεθεί σε επίπεδα ΡΜ10, ΡΜ2,5 και ΝΟ2 άνω των 29,5, 22 και 26 μg/m3 αντίστοιχα. Οι τιμές αυτές βρίσκονται αρκετά ως πολύ πιο κάτω από τα ανώτατα όρια που ισχύουν στην ΕΕ (40, 25 και 40 μg/m3 αντίστοιχα).
Δεν είναι όμως μόνο η γυναικεία γονιμότητα που πέφτει «θύμα» του μολυσμένου αέρα. Και το σπέρμα δέχεται ισχυρό πλήγμα εξαιτίας της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, όπως έδειξε μελέτη ειδικών του Σάο Πάολο στη Βραζιλία, η οποία παρουσιάστηκε τον περασμένο Μάρτιο στο συνέδριο ENDO 2019 της Εταιρείας Ενδοκρινολογίας που έλαβε χώρα στη Νέα Ορλεάνη. Οι ερευνητές εξέτασαν την επίδραση των μικροσωματιδίων ΡΜ2,5 – για να καταλάβουμε πόσο μικρά είναι σε διάμετρο αυτά τα σωματίδια, ας λάβουμε υπ’ όψιν ότι μια ανθρώπινη τρίχα έχει διάμετρο 30 φορές μεγαλύτερη από ένα ΡΜ2,5 – στο σπέρμα ποντικών. Εξετάστηκαν διαφορετικές ομάδες πειραματόζωων, από την εμβρυϊκή ζωή ως και την ενήλικη ζωή τους – ορισμένα από τα ζώα εκτέθηκαν σε μικροσωματίδια ΡΜ2,5 και ορισμένα όχι. Οι ερευνητές ανέλυσαν την παραγωγή σπέρματος ενώ διεξήγαγαν και γενετικά τεστ προκειμένου να παρακολουθήσουν τη γονιδιακή έκφραση. Οπως προέκυψε, το σπέρμα των ποντικών που είχαν εκτεθεί στα μικροσωματίδια εμφάνισε σημαντική πτώση της ποιότητάς του σε σύγκριση με εκείνο των ποντικών που δεν είχαν εκτεθεί στα ΡΜ2,5. Επιπλέον, η έκθεση στα μικροσωματίδια οδήγησε σε αλλαγές της έκφρασης των γονιδίων που σχετίζονται με τη λειτουργία των κυττάρων των όρχεων. Μάλιστα οι μεγαλύτερες αλλαγές εμφανίστηκαν στα ζώα που εκτέθηκαν στα μικροσωματίδια μετά τη γέννησή τους. Η μελέτη αυτή έδειξε για πρώτη φορά ότι η έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση προκαλεί επιγενετικές αλλαγές στο σπέρμα – αλλαγές δηλαδή στην έκφραση γονιδίων εξαιτίας εξωγενών παραγόντων.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τον ΠΟΥ περίπου το 15% του παγκόσμιου πληθυσμού εμφανίζει προβλήματα γονιμότητας, με το ποσοστό της «ευθύνης» για την υπογονιμότητα να είναι μοιρασμένο μεταξύ ανδρών και γυναικών.
«Εκρηξη» του παιδικού άσθματος
Τέσσερα εκατομμύρια παιδιά παγκοσμίως εμφανίζουν κάθε χρόνο άσθμα εξαιτίας της έκθεσής τους σε έναν από τους πιο κοινούς ατμοσφαιρικούς ρύπους, το διοξείδιο του αζώτου, το οποίο κατά κύριο λόγο προέρχεται από τις εξατμίσεις των οχημάτων. Αυτό έδειξε μελέτη που διεξήχθη από ειδικούς του Πανεπιστημίου Τζορτζ Ουάσιγκτον και η οποία δημοσιεύτηκε τον περασμένο Απρίλιο στην επιθεώρηση «The Lancet Planetary Health». Σύμφωνα μάλιστα με τη μελέτη που βασίστηκε σε δεδομένα που κάλυπταν τα έτη 2010-2015, το 64% των νέων περιπτώσεων παιδικού άσθματος καταγράφεται σε αστικές περιοχές.
Η ερευνητική ομάδα συνέδεσε παγκόσμιες βάσεις δεδομένων σχετικά με τις συγκεντρώσεις διοξειδίου του αζώτου, τον παιδικό πληθυσμό, καθώς και τα ποσοστά άσθματος, με επιδημιολογικά στοιχεία που αφορούν τη ρύπανση εξαιτίας του ΝΟ2 και την ανάπτυξη άσθματος σε παιδιά. Με βάση έναν ειδικό αλγόριθμο κατάφερε να εκτιμήσει τον αριθμό νέων περιπτώσεων παιδικού άσθματος που οφείλεται στο ΝΟ2 σε 125 πόλεις παγκοσμίως.
Ανακάλυψε ότι το 13% των περιπτώσεων παιδικού άσθματος παγκοσμίως συνδέεται με τη ρύπανση από ΝΟ2. Το ποσοστό αυτό διέφερε ανάλογα με την πόλη – για παράδειγμα, ήταν 6% στο Ορλου της Νιγηρίας, 48% στη Σανγκάη της Κίνας και 40% στη Μόσχα της Ρωσίας και στη Σεούλ στη Νότια Κορέα.
Ηταν χαρακτηριστικό το γεγονός ότι τα περισσότερα παιδιά ζούσαν σε περιοχές όπου τα επίπεδα ΝΟ2 ήταν χαμηλότερα από τη σύσταση του ΠΟΥ, η οποία αναφέρει ότι δεν πρέπει να ξεπερνούν τα 21 μέρη ανά δισεκατομμύριο – το 92% των νέων περιπτώσεων παιδικού άσθματος που αποδίδονταν στο ΝΟ2 καταγραφόταν σε περιοχές που σέβονται αυτή τη σύσταση. Κάτι τέτοιο, κατά τους ερευνητές, μαρτυρεί ότι η σύσταση του ΠΟΥ πιθανότατα πρέπει να αλλάξει ώστε να προστατευτεί η υγεία των παιδιών ανά τον κόσμο.
«Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι εκατομμύρια νέες περιπτώσεις παιδικού άσθματος θα μπορούσαν να προληφθούν στις πόλεις ανά τον κόσμο αν μειωνόταν η ατμοσφαιρική ρύπανση» ανέφερε η Σούζαν Ανενμπεργκ, κύρια συγγραφέας της μελέτης, αναπληρώτρια καθηγήτρια Περιβαλλοντικής και Εργασιακής Υγείας στο Ινστιτούτο Milken της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Τζορτζ Ουάσιγκτον.
Από έμβρυα στα… βάσανα
Οι ύπουλοι ατμοσφαιρικοί ρύποι «τρυπώνουν» στον οργανισμό των εγκύων και μέσω αυτού στα έμβρυα που κυοφορούν και μπορούν να προκαλέσουν πλήθος προβλημάτων: από βλάβες στο αναπτυσσόμενο καρδιαγγειακό τους σύστημα ως μείωση γνωστικών ικανοτήτων, όπως η μνήμη και η προσοχή. Στα συμπεράσματα αυτά κατέληξαν δύο μελέτες που παρουσιάστηκαν την περασμένη άνοιξη.
Ερευνητές του Πανεπιστημίου Ράτγκερς ανέφεραν σε δημοσίευσή τους, τον Μάρτιο, στην επιθεώρηση «Cardiovascular Toxicology» ότι πειράματα σε αρουραίους έδειξαν πως το πρώτο και το τέλος του τρίτου τριμήνου της κύησης αποτελούν κρίσιμα «παράθυρα», κατά τα οποία οι ρύποι επηρεάζουν περισσότερο το καρδιαγγειακό σύστημα τόσο της εγκύου όσο και του εμβρύου της. Οι ερευνητές τόνισαν ότι η έκθεση των εγκύων σε ρύπους μπορεί να προκαλέσει στένωση των αιμοφόρων αγγείων τους, μειώνοντας έτσι τη ροή του αίματος προς τη μήτρα και στερώντας από το έμβρυο επαρκές οξυγόνο και θρεπτικά συστατικά.
Στο πλαίσιο της μελέτης, οι επιστήμονες εξέτασαν πώς το κυκλοφορικό σύστημα έγκυων αρουραίων και των εμβρύων τους επηρεαζόταν από μία και μόνο έκθεση σε νανο-αερολύματα διοξειδίου του τιτανίου (τα νανοσωματίδια αυτά προσομοιάζουν με εκείνα που εντοπίζονται στην ατμοσφαιρική ρύπανση σε μια τυπική πόλη) κατά το πρώτο, δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης. Τα αποτελέσματα συγκρίθηκαν με εκείνα σε έγκυους αρουραίους που εκτέθηκαν αποκλειστικώς σε φιλτραρισμένο καθαρό αέρα. Οπως προέκυψε, η έκθεση στους ρύπους στην αρχή της κύησης επηρέαζε σημαντικά το κυκλοφορικό σύστημα των εμβρύων, κυρίως την κεντρική αρτηρία και την ομφαλική φλέβα. Η έκθεση στο τρίτο τρίμηνο της κύησης είχε μεγαλύτερη επίδραση στο μέγεθος του εμβρύου, καθώς η μειωμένη ροή αίματος από τη μητέρα στερούσε από το έμβρυο θρεπτικά συστατικά.
Υπογραμμίζεται ότι ως το 2025 η ετήσια παγκόσμια παραγωγή νανοσωματιδίων διοξειδίου του τιτανίου θα αγγίζει τους 2,5 εκατομμύρια μετρικούς τόνους. Τα νανοσωματίδια αυτά, εκτός του ότι αποτελούν μέρος του «κοκτέιλ» ατμοσφαιρικών ρύπων, χρησιμοποιούνται ευρέως και σε πολλά προϊόντα προσωπικής υγιεινής, όπως πούδρες αλλά και αντηλιακά.
«Τα ευρήματά μας μαρτυρούν ότι οι έγκυοι, οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας που πιθανώς να είναι έγκυοι, καθώς και όσες υποβάλλονται σε θεραπείες αντιμετώπισης της υπογονιμότητας θα πρέπει να αποφεύγουν περιοχές με υψηλά επίπεδα ρύπανσης και να μένουν σε κλειστούς χώρους τις ημέρες με πολλή ρύπανση, προκειμένου να μειώσουν την έκθεσή τους σε αυτή. Οι έγκυοι πρέπει επίσης να ελέγχουν την ποιότητα του αέρα εντός του σπιτιού τους» σημείωσε η Φοίβη Στάπλετον, επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Ράτγκερς.
Ξεχωριστή μελέτη ειδικών του Ινστιτούτου για την Παγκόσμια Υγεία της Βαρκελώνης (ISGlobal), η οποία δημοσιεύτηκε τον Μάιο στην επιθεώρηση «Environmental Health Perspectives», έδειξε ότι η έκθεση σε μικροσωματίδια ΡΜ2,5 κατά την κύηση και στα πρώτα χρόνια της ζωής συνδέεται με προβλήματα στη λειτουργική μνήμη και στην εκτελεστική προσοχή. Στη μελέτη περιελήφθησαν 2.221 παιδιά ηλικίας 7 ως 10 ετών που πήγαιναν σε σχολεία της Βαρκελώνης. Οι γνωστικές τους ικανότητες αξιολογήθηκαν με χρήση διαφορετικών τεστ. Η έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση κατά την κύηση αλλά και την παιδική ηλικία υπολογίστηκε με βάση ένα μαθηματικό μοντέλο στο οποίο εισήχθησαν πραγματικές μετρήσεις. Οπως φάνηκε, όσο μεγαλύτερη ήταν η έκθεση στα ΡΜ2,5 από την εγκυμοσύνη ως την ηλικία των 7 ετών, τόσο χαμηλότερα ήταν τα σκορ στα τεστ λειτουργικής μνήμης στα οποία υπεβλήθησαν τα παιδιά από τα 7 ως τα 10 έτη τους – η λειτουργική μνήμη αποτελεί ένα γνωστικό σύστημα υπεύθυνο για την παροδική αποθήκευση πληροφοριών και παίζει καθοριστικό ρόλο στη μάθηση, στην επίλυση προβλημάτων και στην κατανόηση της γλώσσας. Περαιτέρω ανάλυση έδειξε ότι το πρόβλημα είχε… φύλο και ήταν συγκεκριμένα γένους αρσενικού. Οι ερευνητές δεν γνωρίζουν γιατί η έκθεση στα ΡΜ2,5 φάνηκε να επιδρά μόνο στη μνήμη των αγοριών, σημειώνουν πάντως ότι υπάρχουν ορμονικοί αλλά και γενετικοί μηχανισμοί που πιθανότατα οδηγούν τα κορίτσια στο να έχουν καλύτερη απόκριση στις φλεγμονώδεις διαδικασίες που πυροδοτούνται από τα μικροσωματίδια, με αποτέλεσμα να είναι τελικώς λιγότερο ευάλωτα στην τοξικότητά τους. Από τη μελέτη προέκυψε επίσης ότι η έκθεση στα ΡΜ2,5 συνδεόταν με μείωση της εκτελεστικής προσοχής τόσο στα αγόρια όσο και στα κορίτσια. Η εκτελεστική προσοχή εμπλέκεται σε υψηλού επιπέδου λειτουργίες, όπως η ανίχνευση και η επίλυση «συγκρούσεων» ανάμεσα στις επιλογές που έχει το άτομο και στην απόκρισή του σε αυτές, ο εντοπισμός λαθών, καθώς και η ρύθμιση σκέψεων και συναισθημάτων.
Εισπνέοντας… κατάθλιψη
Η πρώτη ανάλυση σχετικά με το πώς κοινοί ατμοσφαιρικοί ρύποι επιδρούν στην ψυχική υγεία των εφήβων ήταν αποκαλυπτική. Ερευνητές του King’s College του Λονδίνου ανακάλυψαν, όπως ανέφεραν τον περασμένο Ιανουάριο στην επιθεώρηση «Psychiatry Research», μετά από μελέτη σε 284 παιδιά που ζούσαν στο Λονδίνο ότι όσα εξ αυτών εκτέθηκαν σε υψηλά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην ηλικία των 12 ετών είχαν τρεις ως τέσσερις φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίσουν κατάθλιψη στα 18 έτη τους σε σύγκριση με συνομηλίκους τους που δεν είχαν εκτεθεί σε υψηλά επίπεδα ρύπανσης. Ηταν μάλιστα χαρακτηριστικό ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση φάνηκε να αποτελεί μεγαλύτερο παράγοντα κινδύνου για εμφάνιση εφηβικής κατάθλιψης σε σχέση με τη σωματική κακοποίηση.
Οι ερευνητές ανέφεραν πως τα ευρήματά τους είναι άκρως σημαντικά, με δεδομένο ότι το 75% των προβλημάτων ψυχικής υγείας έχει τη ρίζα του στην παιδική και εφηβική ηλικία, όταν ο εγκέφαλος αναπτύσσεται ταχέως. Σύμφωνα με την επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, δρα Χέλεν Φίσερ, οι τοξικοί ατμοσφαιρικοί ρύποι προκαλούν φλεγμονή στον εγκέφαλο η οποία με τη σειρά της συνδέεται με καταθλιπτικά συμπτώματα. «Γνωρίζουμε ότι τα μικροσωματίδια της ατμόσφαιρας μπορούν να διαπεράσουν τον αιματο-εγκεφαλικό φραγμό και να προκαλέσουν φλεγμονή. Τα παιδιά και οι έφηβοι είναι πιο ευάλωτοι καθώς ο εγκέφαλός τους αναπτύσσεται, ενώ παράλληλα υφίστανται μεγάλες ορμονικές αλλαγές και συγχρόνως εκτίθενται σε πολλούς στρεσογόνους παράγοντες, όπως το να διαμορφώσουν τη σχέση τους με τον κόσμο, να επιτύχουν στο σχολείο και στις σπουδές τους». Η δρ Φίσερ προέτρεψε τους γονείς να αποφεύγουν κατά το δυνατόν να ζουν με τις οικογένειές τους σε περιοχές με υψηλά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης, αλλά συνέστησε πάνω από όλα στους πολίτες να διεκδικήσουν από τις κυβερνήσεις το δικαίωμά τους στο να αναπνέουν οι ίδιοι και τα παιδιά τους καθαρό αέρα.
Η ατμοσφαιρική ρύπανση σκοτώνει περισσότερο από το κάπνισμα
Η ατμοσφαιρική ρύπανση σκοτώνει περισσότερους ανθρώπους κάθε χρόνο απ’ ό,τι το κάπνισμα. Στο σοκαριστικό αυτό συμπέρασμα κατέληξε μελέτη που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Μάρτιο από ερευνητές στη Γερμανία και στην Κύπρο στην επιθεώρηση «European Heart Journal». Συγκεκριμένα, οι επιστήμονες υπολόγισαν ότι η ρύπανση της ατμόσφαιρας ήταν η ένοχη για 8,8 εκατομμύρια θανάτους το 2015 σε ολόκληρο τον κόσμο – αριθμός σχεδόν διπλάσιος σε σχέση με τις προηγούμενες εκτιμήσεις που έκαναν λόγο για 4,5 εκατομμύρια. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τον ΠΟΥ, το κάπνισμα σκοτώνει περί τα 7 εκατομμύρια ανθρώπους κάθε χρόνο. Σε ό,τι αφορούσε συγκεκριμένα την Ευρώπη, με βάση τους υπολογισμούς των ερευνητών, η ατμοσφαιρική ρύπανση προκάλεσε το 2015 περί τους 790.000 θανάτους, εκ των οποίων το 40%-80% οφειλόταν σε καρδιαγγειακά επεισόδια (εμφράγματα και εγκεφαλικά) ενώ το προσδόκιμο ζωής για τον κάθε κάτοικο της Γηραιάς Ηπείρου μειώθηκε κατά περισσότερο από δύο χρόνια.
Πώς προέκυψαν όμως οι νέες, ακριβέστερες εκτιμήσεις; Μέχρι πρόσφατα υπήρχαν σχετικά λίγα δεδομένα για την επίδραση των υψηλών επιπέδων ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην υγεία και έτσι χρησιμοποιούνταν συχνά στοιχεία μελετών που αφορούσαν το παθητικό κάπνισμα, γεγονός που «θόλωνε» την πραγματική εικόνα. Τώρα πλέον υπάρχουν όμως περισσότερες από 40 μεγάλες μελέτες, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων από την Κίνα που έχει πολύ μεγάλο πληθυσμό και σοβαρό πρόβλημα ατμοσφαιρικής ρύπανσης, οι οποίες ελήφθησαν υπόψη στην ανάλυση. Παράλληλα αξιοποιήθηκαν στοιχεία για πολύ περισσότερα προβλήματα υγείας που συνδέονται με τη ρύπανση της ατμόσφαιρας, όπως ο διαβήτης και η υπέρταση.
Σύμφωνα με τη νέα μελέτη, η οποία επικεντρώθηκε στο όζον καθώς και στα μικροσωματίδια ΡΜ2,5 τα οποία είναι άκρως επιβλαβή για την υγεία αφού εισχωρούν βαθιά στους πνεύμονες και από εκεί στην κυκλοφορία του αίματος, το κόστος της ατμοσφαιρικής ρύπανσης για τη δημόσια υγεία είναι βαρύτερο στην Ευρώπη σε σύγκριση με τον παγκόσμιο μέσο όρο – παγκοσμίως εκτιμάται ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση προκαλεί 120 επιπλέον θανάτους ανά 100.000 πληθυσμού κατ’ έτος ενώ στην Ευρώπη η αναλογία φθάνει τους 200 θανάτους ανά 100.000 πληθυσμού. Και αυτό διότι η Ευρώπη είναι μια άκρως πυκνοκατοικημένη ήπειρος με πολύ κακή ποιότητα αέρα.
«Με δεδομένο ότι τα περισσότερα μικροσωματίδια και οι υπόλοιποι ατμοσφαιρικοί ρύποι στην Ευρώπη προέρχονται από την καύση ορυκτών καυσίμων, είναι απαραίτητο να στραφούμε άμεσα σε άλλες πηγές παραγωγής ενέργειας. Αν χρησιμοποιήσουμε καθαρές, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν θα συμμορφωθούμε μόνο με τη Συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή αλλά θα μπορέσουμε επίσης να μειώσουμε τους θανάτους που σχετίζονται με την ατμοσφαιρική ρύπανση στην Ευρώπη έως και κατά 55%» υπογράμμισε ένας εκ των κύριων συγγραφέων της μελέτης, ο καθηγητής Γιος Λέλιβελντ του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ για τη Χημεία στο Μάιντς της Γερμανίας και του Ινστιτούτου Κύπρου στη Λευκωσία. Ο καθηγητής αναφέρθηκε μάλιστα συγκεκριμένα στα επικίνδυνα μικροσωματίδια ΡΜ2,5 που αποτελούν τους κύριους ενόχους για αναπνευστικά και καρδιαγγειακά νοσήματα τονίζοντας ότι το ανώτατο όριό τους στην Ευρωπαϊκή Ενωση – 25 μg/m3 – είναι 2,5 φορές υψηλότερο από τις κατευθυντήριες οδηγίες του ΠΟΥ. «Στην Ευρώπη η ανώτατη επιτρεπόμενη τιμή των ΡΜ2,5 είναι πολύ υψηλή. Στις ΗΠΑ, στην Αυστραλία και στον Καναδά η οδηγία του ΠΟΥ αποτελεί τη βάση για τη νομοθεσία και αυτό χρειάζεται να γίνει και στην Ευρώπη».
Το μαγείρεμα και το καθάρισμα μολύνουν την ατμόσφαιρα
Θα μπορούσατε να φανταστείτε ότι η ποιότητα του αέρα εντός των σπιτιών μας είναι εξίσου επιβαρυμένη με εκείνη του αέρα στους δρόμους μιας μεγάλης πόλης εξαιτίας του μαγειρέματος, του καθαρισμού και άλλων καθημερινών ασχολιών που εντάσσονται στον αναπόφευκτο «βραχνά» του νοικοκυριού; Και όμως έτσι είναι τα πράγματα, όπως ανέφεραν τον περασμένο Φεβρουάριο ερευνητές του Πανεπιστημίου του Κολοράντο στο Μπόλντερ, κατά τη διάρκεια του ετήσιου συνεδρίου της Αμερικανικής Ενωσης για την Προώθηση της Επιστήμης (ΑΑΑS) στην Ουάσινγκτον. Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι οι καθημερινές δουλειές του σπιτιού προκαλούν την παραγωγή υψηλών επιπέδων πτητικών και μικροσωματιδιακών χημικών ενώσεων μέσα στο σπίτι – και όχι μόνο σε αυτό. Οπως είδαν, πτητικές οργανικές ενώσεις (VOCs) προϊόντων όπως τα σαμπουάν, τα αρώματα αλλά και τα καθαριστικά μολύνουν τον αέρα εντός των σπιτιών ενώ συγχρόνως «δραπετεύουν» και έξω από αυτά συμβάλλοντας στον σχηματισμό του όζοντος και των μικροσωματιδίων της ατμόσφαιρας και αποτελώντας τελικώς κάποιες φορές μεγαλύτερη πηγή ατμοσφαιρικής ρύπανσης από τα οχήματα.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Κολοράντο ήταν από τους επικεφαλής ενός μεγάλου πειράματος, του HOMEChem, στο πλαίσιο του οποίου ανιχνευτές και εξελιγμένες κάμερες κατέγραφαν την ποιότητα του αέρα ενός σπιτιού 110 τετραγωνικών μέτρων το οποίο βρίσκεται μέσα στο κάμπους του Πανεπιστημίου του Τέξας στο Οστιν. Επί έναν μήνα οι επιστήμονες έκαναν… νοικοκυριό μέσα στο σπίτι – μεταξύ άλλων ετοίμασαν ένα ολόκληρο δείπνο για το τραπέζι των Ευχαριστιών εν μέσω θέρους – και συγχρόνως μετρούσαν την ποιότητα του αέρα. Παρότι τα ολοκληρωμένα αποτελέσματα αυτού του πειράματος δεν έχουν ακόμη εξαχθεί, σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής στοιχεία ακόμη και βασικές καθημερινές δουλειές όπως το βράσιμο του νερού σε μια κουζίνα υγραερίου ή σε ένα γκαζάκι μπορεί να οδηγήσουν σε υψηλά επίπεδα αέριων ρύπων και μικροσωματιδίων με αρνητικές επιδράσεις στην ανθρώπινη υγεία. Οπως χαρακτηριστικά ανέφερε η Μαρίνα Βανς, επίκουρη καθηγήτρια του Τμήματος Μηχανολόγων-Μηχανικών στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο στο Μπόλντερ, εκ των επικεφαλής του πειράματος HOMEChem, «ακόμη και το να ψήσει κάποιος ένα τοστ οδηγούσε σε επίπεδα μικροσωματιδίων πολύ υψηλότερα από τα αναμενόμενα». Σύμφωνα με την καθηγήτρια, «μέχρι σήμερα τα σπίτια δεν θεωρούνταν μία από τις κύριες πηγές ατμοσφαιρικής ρύπανσης και είναι σημαντικό ότι πλέον μελετάται και αυτό το παραγκωνισμένο πεδίο». Διότι αποδεικνύεται ότι η «εσώσφαιρα» παίζει και αυτή τον δικό της καταλυτικό ρόλο σε ό,τι αφορά την ποιότητα του αέρα που αναπνέουμε (εντός και εκτός της οικίας μας).
Η κλιματική αλλαγή θα μας κόψει ακόμη περισσότερο την ανάσα
Η κλιματική αλλαγή θερμαίνει τη θάλασσα, θερμαίνει όμως ακόμη ταχύτερα την ξηρά. Και αυτό είναι ένα πολύ κακό νέο για την ποιότητα του αέρα σε ολόκληρο τον κόσμο. Την προειδοποίηση αυτή απηύθυναν ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Ριβερσάιντ με δημοσίευσή τους τον περασμένο Φεβρουάριο στην επιθεώρηση «Nature Climate Change». Συγκεκριμένα, όπως σημείωσαν οι επιστήμονες στη δημοσίευση, η διαφορική θέρμανση μεταξύ ξηράς και θάλασσας οδηγεί σε αυξημένες συγκεντρώσεις αερολυμάτων στην ατμόσφαιρα, τα οποία και προκαλούν ατμοσφαιρική ρύπανση. Τα αερολύματα είναι μικροσκοπικά στερεά ή υγρά σωματίδια τα οποία μπορεί να προέρχονται από φυσικές πηγές όπως η σκόνη ή οι πυρκαγιές ή από ανθρωπογενείς πηγές όπως τα οχήματα και οι εκπομπές της βιομηχανίας. Επιδρούν στο κλίμα διαταράσσοντας για παράδειγμα τον κύκλο του νερού ενώ προκαλούν επίσης νέφος και άλλα είδη ατμοσφαιρικής ρύπανσης επηρεάζοντας την υγεία ανθρώπων, ζώων και φυτών.
Οπως εξήγησε ο πρώτος συγγραφέας της μελέτης, αναπληρωτής καθηγητής Επιστημών της Γης στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Ριβερσάιντ Ρόμπερτ Αλεν, «εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής η ξηρά αναμένεται να θερμανθεί ταχύτερα από τους ωκεανούς. Η υπερθέρμανση της ξηράς συνδέεται με αυξημένη ξηρασία. Η αύξηση της ξηρασίας με τη σειρά της οδηγεί σε μείωση της χαμηλής νεφοκάλυψης και σε λιγότερες βροχές οι οποίες αποτελούν τις κύριες οδούς μέσω των οποίων τα αερολύματα απομακρύνονται από την ατμόσφαιρα». Ετσι τελικώς όσο πιο «καυτή» θα γίνεται η Γη τόσο περισσότερο θα «θεριεύει» και η ατμοσφαιρική ρύπανση, εκτός και αν τα ανθρωπογενή αερολύματα τεθούν υπό αυστηρό έλεγχο. Θα τεθούν όμως;