Σχεδόν ποτέ δεν ξέρεις πότε θα είναι η τελευταία φορά.
Τις ζούμε ή τις ξοδεύουμε σαν να είναι άπειρες. Δεν ξέρω τι διαφορετικό θα κάναμε αν το γνωρίζαμε. Μπορεί τίποτα. Μπορεί να μη θέλουμε να ξέρουμε πως είναι η τελευταία φορά. Αλλά μπορεί και να φέρναμε τον κόσμο ανάποδα αν το γνωρίζαμε. Στο «Τσάι στη Σαχάρα», στην τελευταία σκηνή της ταινίας του Μπερτολούτσι εμφανίζεται ο συγγραφέας του βιβλίου Πολ Μπόουλς να λέει στην Ντέμπρα Γουίνγκερ:
«Πόσες φορές ακόμα θα θυμάσαι ένα συγκεκριμένο απόγευμα της παιδικής σου ηλικίας, ένα απόγευμα που είναι τόσο βαθιά συνυφασμένο με την ύπαρξή σου, που δεν μπορείς να διανοηθείς τη ζωή σου χωρίς αυτό; Ισως τέσσερις, πέντε φορές, ίσως ούτε τόσες. Πόσες φορές ακόμα θα δεις την πανσέληνο και ανατολή ταυτόχρονα; Ισως 20. Κι όμως, όλα ακόμα φαίνονται τόσο απεριόριστα».
Το παράδοξο, να γνωρίζουμε το πεπερασμένο του βίου μας αλλά να λειτουργούμε σαν να είναι όλα τα επί μέρους κομμάτια του άπειρα, ίσως να είναι η δύναμη της ζωής. Το να τα ζεις όλα σαν να είναι ανεξάντλητα μπορεί να ερμηνευτεί και ως μοναδικός τρόπος να τα εκτιμήσεις πραγματικά. Βέβαια, όταν δεν μιλάμε για πανσελήνους και καλοκαίρια αλλά για ανθρώπους, τα πράγματα χάνουν λίγο τη λάμψη της λογοτεχνικής τους υπόστασης. Γίνονται βίαια. Οταν ακούς όλο και συχνότερα να λένε πως δεν πρόλαβαν να πούνε στους γονείς τους αυτά που τους χρωστούσαν, τότε η φιλοσοφία δίνει τη θέση της σε μία δύσκολα διαχειρίσιμη, βαριά λύπη.
Υπάρχουν τόσα πράγματα που θα γίνουν για τελευταία φορά αυτό το καλοκαίρι. Ακόμη και μία συγκεκριμένη παρέα σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Νομίζουμε πως θα ξαναβρεθούμε αλλά δεν θα υπάρξει επόμενη φορά. Τουλάχιστον όχι με τις συγκεκριμένες συνθήκες. Από την άλλη, μεγάλο και το δίκιο του Ηράκλειτου στη ρήση του για το ότι δεν μπορείς να μπεις δύο φορές στο ίδιο ποτάμι, άρα είναι αδύνατον να ζήσεις το ίδιο πράγμα δύο φορές. Ολα μία και μοναδική. Ομως δεν χωράνε τα πάντα μέσα στην απολυτότητα μιας αλήθειας σχεδόν επιστημονικής.
Είναι τόσο πολλά εκείνα που αν τα δεις μέσα σε ένα λιγότερο αυστηρό πλαίσιο, δίχως τη διάκριση των παραμέτρων που κάνει όλες τις στιγμές μοναδικές, τα ζούμε πολλές φορές και ορισμένα θα σκοτώναμε να τα ζούμε συχνότερα. Οι ζωές των περισσότερων είναι η επανάληψη δέκα βασικών μοτίβων, άλλων καλών και άλλων όχι. Και αυτή η επανάληψη, η ρουτίνα, προσφέρει μία αίσθηση ασφάλειας, ακριβώς όπως στα μικρά παιδιά.
Θα θέλαμε να επιστρέψουμε στις τελευταίες φορές μας – τουλάχιστον σε όσες δεν γνωρίζαμε πως ήταν οι τελευταίες. Θα θέλαμε να πειράξουμε μια-δυο παραμέτρους τους, να τις κάνουμε πιο υποφερτές ως μνήμες αργότερα. Γιατί υπάρχουν ενοχές και απωθημένα και πολλή εμποδισμένη ευτυχία σε πολλές από αυτές.
Μια πρόποση στις τελευταίες φορές αυτού του καλοκαιριού: Να μην περιλαμβάνουν ανθρώπους.