Mπορεί η Ελλάδα να ζήσει μια «φιλελεύθερη στιγμή» όταν παντού στην Ευρώπη ο κόσμος του φιλελευθερισμού είναι κλονισμένος, αμήχανος και σε υποχώρηση;
Πολλοί αυτόν τον καιρό απαντούν καταφατικά, προεξοφλώντας τη γενικότερη συρρίκνωση της επιρροής των λαϊκιστικών δυνάμεων και την επιστροφή στην «κανονικότητα» των πολιτικών συστημάτων. Ο συλλογισμός διαδόθηκε σε μια ορισμένη αρθρογραφία και ομολογώ πως δεν μου φαίνεται πειστικός. Για έναν κυρίως λόγο: αν και τα πολιτικά σχήματα της λαϊκιστικής διαμαρτυρίας δεν έχουν πάντα τη δύναμη που τους αποδόθηκε από τρομοκρατημένους κριτικούς και μέσα ενημέρωσης, οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις στον άξονα του Κέντρου δυσκολεύονται να κυβερνήσουν ομαλά. Διαφορετικής προέλευσης και κλίμακας προβλήματα φαίνεται να μην επιτρέπουν στην πολιτική να αποκτήσει ρουτίνα, να βγει από τον κύκλο των επεισοδίων αμφισβήτησης, να ξεδιπλώσει σχέδια με κάποια άνεση χρόνου.
Να λοιπόν το πρώτο παράδοξο: τούτη η ελληνική κεντροδεξιά «φιλελεύθερη στιγμή» έρχεται σε έναν ιστορικό χρόνο και σε μια διεθνή συγκυρία όπου αιτήματα και αγωνίες κοιτάζουν αλλού, για παράδειγμα στην ανάσχεση της οικονομικής ή της περιβαλλοντικής ανασφάλειας. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο οι προσδοκίες των κλονισμένων μεσαίων στρωμάτων του 2019 δεν πρέπει να θεωρηθούν κάτι ανάλογο με τις προσδοκίες του ύστερου εικοστού αιώνα και της τότε εκσυγχρονιστικής φάσης.
Τώρα, η φιλελεύθερη στιγμή έχει πολύ περισσότερα συντηρητικά στοιχεία: όχι μόνο επειδή συνδέεται με την πολιτική κυριαρχία ενός κόμματος όπως η Νέα Δημοκρατία, αλλά επειδή αυτή είναι μια γενική πολιτισμική ροπή της εποχής. Με μια έννοια η αναζήτηση νέων ευκαιριών για ατομική ευημερία συνδιαλέγεται με το άγχος και την υπαρξιακή ανασφάλεια των ατόμων. Δεν είναι ένας καταφατικός, προωθητικός ατομικισμός που κινεί το πνεύμα της πολιτικής εναλλαγής, αλλά διάχυτες επιθυμίες για έξοδο από τη στασιμότητα και μαζί μια θολή αναζήτηση ευταξίας. Και εδώ βέβαια όλες οι «αριστερές» αναλύσεις περί κοινωνικού κανιβαλισμού μέσω της Δεξιάς δείχνουν απόλυτη αδυναμία να αντιληφθούν το τι συμβαίνει στο κοινωνικό πεδίο.
Η νέα πολιτική περίοδος φέρει λοιπόν τις δυσκολίες που έχει κάθε συντηρητικός – φιλελεύθερος συμβιβασμός. Προφανώς, λόγω του εμπειρισμού για τον οποίο μίλησα σε προηγούμενο κείμενο, η Κεντροδεξιά είναι πιο προετοιμασμένη για τη διαχείριση αντινομιών σε αξίες και προτεραιότητες. Επειδή ακουμπάει σε εδραίες συνήθειες και κατοχυρωμένες ερμηνείες του ελληνικού υποδείγματος, μπορεί να προωθήσει μεταρρυθμίσεις δίχως να εμπλακεί σε ιδεολογικούς πολέμους.
Θέλω όμως να σταθώ εδώ σε κάποιους κινδύνους που έχει αυτή η νέα φάση. Ο πιο σοβαρός κίνδυνος νομίζω ότι είναι η υπερτίμηση του τεχνοκρατικού δυναμισμού και της δυνατότητάς του να «λύνει προβλήματα». Μην ξεχνάμε πως η καχυποψία απέναντι στις «ελίτ των Χάρβαρντ» και η προσπάθεια της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ταυτίσει τον δημοκρατικό πόλο της ελληνικής κοινωνίας με την Αριστερά του κ. Τσίπρα (ξαποστέλνοντας όλες τις άλλες δυνάμεις στην ολιγαρχία και στην Ακροδεξιά) έχει οπαδούς σε ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας και μέσα στους χώρους της λαϊκής Δεξιάς.
Συγχρόνως υπάρχουν προβλήματα για τα οποία ο χώρος της ελληνικής συντηρητικής παράταξης δεν έχει επιδείξει σοβαρό ενδιαφέρον μέχρι πρόσφατα: η κλιματική αλλαγή, η εργασιακή επισφάλεια, οι ζώνες πραγματικής φτώχειας, αυτά τα θέματα λογαριάστηκαν κατά καιρούς από μια ορισμένη συντηρητική – φιλελεύθερη κοινή γνώμη ως ιδεοληψίες αντι-καπιταλιστικές ή σαν λαϊκιστικά ψυχοδράματα. Αν δει κανείς όμως την ψήφο των εικοσάρηδων, θα διαπιστώσει ότι αυτά τα ζητήματα μιλούν στις ευαισθησίες τους και συγκροτούν, μαζί με μια μεταβολισμένη από τους παλιούς αντιδεξιά στάση, μια μαγιά συναισθηματικής αντιπολίτευσης στην «τεχνοκρατική Δεξιά».
Το στοίχημα Μητσοτάκη – αν καταλαβαίνω καλά – είναι να αποδείξει ότι η διαχειριστική αποτελεσματικότητα, η κουλτούρα της νομιμότητας και ένας δημόσιος ορθολογισμός μπορούν να δημιουργήσουν μια ευρεία κοινωνική και διανοητική συμμαχία ικανή να πλήξει την «ηγεμονία της Αριστεράς». Το στοίχημα αυτό – ας μην ξεγελούν οι ειδυλλιακές σκηνές των πρώτων ημερών – θα έχει απέναντί του τις πιο διαφορετικές εστίες ανυπακοής. Θα έχει τις κληρονομημένες βεβαιότητες στελεχών και τοπικών κομματικών δικτύων, τα έκτακτα συμβάντα και τη διαχειριστική καταπόνηση του κράτους, τις επιθετικές καμπάνιες των social media. Θα έχει απέναντί του και μια αντιπολίτευση πρόθυμη να κλίνει τη λέξη «νεοφιλελευθερισμός» σε κάθε ευκαιρία, επαναφέροντας διαρκώς την ηθική τομή του «Εμείς και Αυτοί».
Αν όμως η καινούργια κυβέρνηση κατορθώσει να δώσει δείγματα γραφής σε βασικά θέματα της νέας συντηρητικο-φιλελεύθερης ευαισθησίας, μπορεί να διευρύνει την αποδοχή της. Υπάρχει, για παράδειγμα, ένα σημαντικό τμήμα νέων που αισθάνονται ότι τα φαινόμενα μπαχαλοποίησης στην πόλη ή στα πανεπιστήμια συνδέονται με μια μιζέρια που τους πλήττει προσωπικά (ακόμα και αν δεν συμβαίνει αυτό στ’ αλήθεια). Το θέμα της ασφάλειας, μακριά από το να αφορά τις ακροδεξιές μερίδες του ακροατηρίου, ενδιαφέρει οριζόντια έναν κόσμο που μπορεί να ψηφίζει και ΣΥΡΙΖΑ ή να τοποθετείται στην αντι-Δεξιά.
Το ίδιο συμβαίνει με θέματα αιχμής, όπως η κατάσταση των δημόσιων συγκοινωνιών ή η λειτουργικότητα του κράτους και της διοικητικής μηχανής, η χρεοκοπία της ΔΕΗ κ.λπ. Αν στη νέα πολιτική φάση γίνουν ορατές αλλαγές σε αυτά τα πεδία και συγχρόνως δεν εγκαταλειφτούν ως «ιδεοληψίες» οι επείγουσες περιβαλλοντικές πρόνοιες ή οι ζωτικές ανάγκες των πιο πληβειακών στρωμάτων, τότε η κεντροδεξιά πολιτική κυριαρχία θα μπορούσε να αποκτήσει μεγαλύτερο βάθος.
Μπορεί φυσικά κανείς να αμφιβάλλει. Ιδίως αν θεωρεί πως χωρίς την πίεση και την παρουσία ενός αυτόνομου προοδευτικού Κέντρου οι βαθιές δομές της ελληνικής ιδεολογίας έχουν τη δύναμη να υπονομεύουν τις κινήσεις εξόδου από τη «στασιμοχρεοκοπία». Υπάρχουν μεγάλα αποθέματα δεξιού λαϊκισμού με τις δικές του σημάνσεις και τις ιδιαίτερες επιδράσεις του. Μπορεί η συμμαχία των τεχνοκρατών του Κέντρου και των δημοκρατικών δεξιών να κάνει ανώδυνη ή έστω ελεγχόμενη τις παρεμβολές της αντιδραστικής Ελλάδας;
Εδώ όλα είναι αμφίβολα και εξαρτώνται από τις πιο διαφορετικές μεταβλητές. Η καινούργια διάταξη των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων έχει πάντως ουσιαστικό δραματικό ενδιαφέρον. Από τη μια ο μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ (παράταξη Τσίπρα), από την άλλη η καινούργια συνθήκη της κυβερνώσας Νέας Δημοκρατίας και τα υπαρξιακά διλήμματα των πολιτών του Κέντρου και των δυσαρεστημένων της Κεντροαριστεράς αναδιαμορφώνουν τα πολιτικά πάθη και αλλάζουν τα δεδομένα. Ας ελπίσουμε πως οι πολιτικές συγκρούσεις του επόμενου διαστήματος δεν θα αναπαραγάγουν εκείνον τον ισοπεδωτισμό της αγανάκτησης που σφράγισε καταθλιπτικά τα χρόνια πριν από το 2015.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.