Παρά το γεγονός ότι επικριτές του Ερντογάν εκτιμούν ότι η πολιτική προσέγγισης Αγκυρας – Μόσχας θέτει σε κίνδυνο τη χώρα, ο τούρκος πρόεδρος δηλώνει ότι η αγορά των S-400 αποτελεί την «πιο σημαντική συμφωνία στην ιστορία», η οποία κατά το περιοδικό «Foreign Policy» βρέθηκε στα σκαριά μετά την απόπειρα του πραξικοπήματος του 2016.
Εκείνη τη δραματική νύχτα τούρκοι αξιωματούχοι – όπως γράφουν οι «Financial Times» – «θεώρησαν ότι η στήριξη από τους ομολόγους τους στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αργή και χλιαρή. Το γεγονός ότι ο Φετουλάχ Γκιουλέν, που κατηγορήθηκε πως διέταξε τη συνωμοσία, παρέμεινε στην Πενσιλβάνια, ενίσχυσε την υποψία ότι οι Αμερικανοί είτε ενθάρρυναν ενεργά, είτε υποστήριζαν σιωπηρά την υπόθεση για την ανατροπή της τουρκικής κυβέρνησης». Αντίθετα ο Πούτιν ήταν ένας από τους πρώτους ξένους ηγέτες που πήραν τηλέφωνο τον Ερντογάν, καθώς στη χώρα εξελισσόταν η επιχείρηση κατάπνιξης των «εχθρών».
Μέσα σε λίγους μήνες έγινε γνωστό ότι οι δύο άνδρες (Πούτιν και Ερντογάν) συζητούσαν ένα σχέδιο για την Τουρκία, η οποία καιρό προσπαθούσε να αγοράσει ένα σύστημα αεράμυνας. Οι αρχικές προσπάθειες της Ουάσιγκτον να αποθαρρύνει την Αγκυρα από την αγορά των S-400 επικεντρώθηκε στην ιδέα ότι η αγορά του ρωσικού συστήματος αντιπυραυλικής άμυνας S-400 είναι μη συμβατή με το πρόγραμμα κατασκευής των F-35.
Γρήγορα όμως αμερικανοί αξιωματούχοι άρχισαν να υποψιάζονται ότι ο Ερντογάν ήθελε να προστατεύσει το προεδρικό μέγαρο με ένα σύστημα σχεδιασμένο να καταρρίπτει αεροσκάφη του ΝΑΤΟ. Αργότερα, οι προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών να αποτρέψουν την Τουρκία να αγοράσει τους S-400 έγιναν απειλές για το τι θα συνέβαινε αν προχωρούσε με την αγορά, μια προσέγγιση την οποία πολλοί στην Τουρκία πιστεύουν ότι ήταν εσφαλμένη.
Ο Φαρούκ Λογογλού, πρώην τούρκος πρεσβευτής στην Ουάσιγκτον, το θέτει ξεκάθαρα: «Δεδομένης της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης, του υψηλού επιπέδου εχθρότητας του τουρκικού λαού προς την Αμερική αλλά και του πολιτιστικού γνωρίσματος της Τουρκίας που δεν της αρέσει να πιέζεται, η στρατηγική των απειλών και των πιέσεων ήταν λάθος».
Σε κάθε περίπτωση, αυτή η καχυποψία με την οποία η Αγκυρα αντιμετωπίζει την αμερικανική ηγεμονία ταυτίζεται με τον αντιδυτικό εθνικισμό του ρώσου προέδρου. Επανακαθορισμός προτεραιοτήτων της Τουρκίας σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον; Συνεργασία για μια σειρά άλλων λόγων; Οπως και να το δει κανείς, το αποτέλεσμα είναι ότι οι πρώτες αποστολές των S-400 που άρχισαν να φθάνουν στην Τουρκία την περασμένη εβδομάδα, μόλις λίγες ημέρες πριν από την τρίτη επέτειο του πραξικοπήματος, θέτει τη χώρα ενώπιον καθοριστικών επιλογών. Οπως είχε άλλωστε προειδοποιήσει το αμερικανικό Πεντάγωνο, και όπως δήλωσε και η υφυπουργός Αμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών Ελεν Λόρντι στις 31 Μαρτίου του 2020, η Τουρκία θα αποκλειστεί από το πρόγραμμα κατασκευής των αεροσκαφών F-35. Η Λόρντι τόνισε ταυτόχρονα ότι η αμερικανική απόφαση βρίσκει σύμφωνες όλες τις χώρες-μέλη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Παρά το ότι η ίδια απέφυγε να απαντήσει αν υπάρχει περίπτωση να ανακληθεί η απόφαση, το Πεντάγωνο διαβεβαίωσε ότι η αποβολή από το πρόγραμμα των F-35 δεν ισοδυναμεί με υποβάθμιση της συνεργασίας με την Τουρκία.
Ο αμερικανός πρόεδρος Τραμπ από την πλευρά του δήλωσε ότι υπάρχει έξοδος κινδύνου, ωστόσο η αγορά των ρωσικών S-400 εγείρει για πολλούς σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τον μελλοντικό ρόλο της γείτονος στο ΝΑΤΟ. Η Αγκυρα επιμένει ότι επιθυμεί να παραμείνει ενεργό μέλος της συμμαχίας. Ομως αναλυτές εκφράζουν ανησυχίες για το πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί η συνεργασία αυτή, με δεδομένο ότι η χώρα θα έχει αποκλειστεί από τα F-35, ραχοκοκαλιά των επιχειρήσεων του ΝΑΤΟ. Αλλοι πάλι βλέπουν ότι το κόστος θα είναι μεγαλύτερο – αν όχι η ίδια η ένταξη της Αγκυρας στο ΝΑΤΟ, αλλά σίγουρα η περιθωριοποίησή της.
«Πρόκειται για ένα είδος επανάστασης στην αγορά όπλων» γράφει στη ρωσική εφημερίδα «Nezavisimaya Gazeta» ο Κονσταντίν Μακιένκο, αναπληρωτής διευθυντής του Κέντρου Αναλύσεων Στρατηγικής και Τεχνολογίας, μιας ρωσικής δεξαμενής σκέψης, ενώ συμπληρώνει ότι η συμφωνία Ρωσίας – Τουρκίας «είναι ένα σημάδι μιας πιθανής τεκτονικής μετατόπισης στις παγκόσμιες γεωπολιτικές ισορροπίες».
Ηδη ρώσοι αξιωματούχοι απάντησαν στην απόφαση του Πενταγώνου να εκδιώξει την Τουρκία από το πρόγραμμα F-35, υποδεικνύοντας μια εναλλακτική λύση στην Αγκυρα. Θα μπορούσε, ισχυρίστηκαν, να αγοράσει τα ρωσικά μαχητικά Su-35, που είναι ικανά να σταθούν επάξια απέναντι στα περισσότερα αμερικανικά μοντέλα τέταρτης γενιάς και ενδεχομένως είναι σε θέση να ανταγωνιστούν και το αόρατο μαχητικό αεροσκάφος πέμπτης γενιάς F-35.
Το Su-35 είναι ακριβώς η επόμενη γενιά του Σουχόι-24 που είχε καταρρίψει η Τουρκία τον Νοέμβριο του 2015, το οποίο επιχειρούσε κατά Σύρων Τουρκμένων ανταρτών στη Βόρεια Συρία. Από τότε άλλαξαν πολλά. Οι δύο χώρες πέρασαν μια γερή περίοδο κρίσης, αλλά πολύ σύντομα, χάρη στην κοινή τους αντίθεση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, έφθασαν σήμερα σε στρατηγική συνεργασία που αλλάζει άρδην το σκηνικό.