Η ελληνική Δικαιοσύνη είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στο θέμα της προστασίας της προσωπικότητας, της τιμής και της υπόληψης και επιβάλλει ποινές για χαρακτηρισμούς τους οποίους κρίνει προσβλητικούς. Λ.χ. δεν μπορείς κάποιον αποδεδειγμένα απατεώνα να τον χαρακτηρίσεις απατεώνα χωρίς να κριθείς ένοχος για προσβολή της τιμής του. Διότι το πρέπον (το μη προσβλητικό) θα ήταν να διατύπωνες τον χαρακτηρισμό του όχι μονολεκτικά αλλά περιφραστικά (λ.χ. «διέπραξε απάτη» ή «απάτες»).
Αυτή η ευαισθησία της Δικαιοσύνης μας δεν υπολείπεται της ευρωπαϊκής. Τι γίνεται όμως όταν οι εφαρμόζοντες τις διατάξεις των νόμων – και αναφέρομαι σε όλες τις βαθμίδες της δικαστικής ιεραρχίας (από τον πρωτοδίκη ως τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου) – δεν έχουν την απαιτούμενη καλλιέργεια, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να εκδικάσουν σωστά μια αγωγή για προσβολή της τιμής ενός ανθρώπου ή μια περίπτωση απάτης, ή αδυνατούν να διακρίνουν την έννοια του πνευματικού ανθρώπου από εκείνη του μη πνευματικού, ή τα όρια της σωστής απονομής της δικαιοσύνης από τα όρια του προσωπικού τους συμφέροντος;
Θα πρέπει να θέσουμε επί τάπητος το ερώτημα αυτό, γιατί, όπως μας δείχνει μια σειρά σχετικά πρόσφατων δικαστικών αποφάσεων, υπάρχει ένα πρόβλημα μορφωτικής ανεπάρκειας των δικαστικών λειτουργών μας, το οποίο κάθε άλλο παρά αμελητέο είναι. Δεν θέλω να πω ότι το πρόβλημα δεν υπήρχε παλαιότερα. Ομως η συχνότητα και η ποιότητα της σημερινής κακοδικίας είναι τέτοια, ώστε να καθιστά την επίλυσή του επιτακτικότατη. Για να φανεί το πρόβλημα, θα δώσω δύο παραδείγματα που δείχνουν όχι μόνο την έκτασή του αλλά και το βάθος του.
Το πρώτο είναι αυτό που θα μπορούσε να αποκληθεί «περίπτωση Βελόπουλου», η οποία, καθώς είναι περιπλεγμένη με ευρωπαϊκές και με εθνικές εκλογές, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Το θέμα δεν είναι τόσο ότι ο αρχηγός του, κοινοβουλευτικού πλέον, κόμματος Βελόπουλος, παρά την απάτη πώλησης βιβλίων με υποτιθεμένως αυθεντικές επιστολές του Ιησού Χριστού, παρέμενε (και παραμένει) στο απυρόβλητο της Δικαιοσύνης. Το σημαντικότερο είναι ότι ο Αρειος Πάγος έχει χρίσει με απόφασή του (1265/2005) τον κ. Βελόπουλο «πνευματικό άνθρωπο» – απόφαση που περιέχεται σε καταδίκη (με αποζημίωση ένα υπέρογκο χρηματικό ποσόν) της εφημερίδας Αυγή, επειδή σε ανυπόγραφο κείμενό της χαρακτήριζε τον κ. Βελόπουλο «εθνικοπαράφρονα». Ο χαρακτηρισμός αυτός, διαβάζουμε στην απόφαση, «μπορούσε να βλάψει, και πράγματι βλάφτηκε και προσβλήθηκε η τιμή και υπόληψη του ενάγοντος και θίχτηκε η προσωπικότητά του τόσο ως ατόμου όσο και ως πνευματικού ανθρώπου και επαγγελματία». Αναρωτιέται κανείς σε ποιο χρηματικό ποσό θα καταδικαζόταν κάποιος σήμερα αν αποκαλούσε «χριστιανοπαράφρονα» έναν τηλεπωλητή που διαλαλεί την πραμάτεια του ως εξής:
«Εχω επιστολές του Ιησού του ίδιου.
Γράφει ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Επιστολή δική του.
Θα είστε οι μοναδικοί στον κόσμο που θα έχετε επιστολές του Ιησού Χριστού, του Θεού μας!
Το καταλαβαίνετε; Δεν το πιστεύετε; Ορίστε!
Επιστολή του Κυρίου ημών Ιησού χριστού. Να τη. Αυτή εδώ είναι. Την έγραψε ο ίδιος.
Ο ίδιος ο Θεός μας, ο Χριστός μας γράφει επιστολή.
Να τη, ρε παιδιά! Επιστολή του Χριστού μας, του Ιησού μας.
Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός τις έγραψε. Εδώ μέσα είναι.
Νιώθω δέος και μόνο που το κρατώ στα χέρια μου, να έχω τις επιστολές του Ιησού.
Ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο;».
Το θέμα στην περίπτωση αυτή δεν είναι μόνο τα εμπορικά ψεύδη της εν λόγω τηλεπερσόνας. Είναι και ο τρόπος της προσπάθειάς του εξαπάτησης του τηλεκοινού: η ένταση και το πάθος, με τα οποία θέλει να δείξει ότι διαθέτει μια εσωτερική γνώση εκείνου που υποτίθεται ότι πιστεύει πως είναι αληθινό. Και είναι φανερό ότι, στο πλαίσιο των κοινωνικοπολιτικών και θρησκευτικών συμφραζομένων του τηλεπωλούμενου προϊόντος, το δεύτερο συνθετικό της λέξης «χριστιανοπαράφρων» (όπως και του «εθνικοπαράφρων») δεν θα πρέπει να νοηθεί κυριολεκτικά αλλά μεταφορικά· ότι δηλαδή ο χαρακτηρισμός αυτός δεν προσβάλλει την τιμή εκείνου στον οποίο αναφέρεται, ούτε ως ατόμου, ούτε – πολύ περισσότερο – ως επαγγελματία και πνευματικού ανθρώπου. Απεναντίας, θα προσέβαλλαν το λειτούργημά τους εκείνοι που θα έκριναν τον κ. Βελόπουλο πνευματικό άνθρωπο και ευυπόληπτο επαγγελματία.
Οταν η ανικανότητα της διάκρισης ανάμεσα στην κυριολεξία και στη μεταφορά συμπλέκεται με την αδυναμία υπέρβασης του προσωπικού συμφέροντος του εκδικάζοντος (το δεύτερο παράδειγμά μου), τότε τα πράγματα γίνονται θλιβερότερα. Αναφέρομαι στην πασίγνωστη πλέον (και διεθνώς) υπόθεση της καταδίκης της Athens Review of Books για προσβολή της τιμής του κ. Νίκου Κοτζιά. Και ναι μεν η πρωτόδικη απόφαση – που αποδεικνύει ανεπίτρεπτη άγνοια της έννοιας κοινόχρηστων όρων (λ.χ. των λέξεων γκαουλάιτερ και σταλινισμός), ιστορικών γεγονότων (λ.χ. του έτους ίδρυσης του ΚΚΕ) και βιογραφικών, σχετικών με την υπόθεση, στοιχείων (του έτους γέννησης του ενάγοντος, της φλογερής θητείας του στον σταλινισμό) – είχε ληφθεί από χαμηλόβαθμους δικαστές που έχουν όλον τον χρόνο να βελτιώσουν το μορφωτικό τους επίπεδο. Ομως είναι η δευτεροβάθμια και η τριτοβάθμια καταδίκη από εφέτες και από αρεοπαγίτες, που ακολούθως κρίθηκαν άξιοι να ανέλθουν στις ανώτατες βαθμίδες της Δικαιοσύνης, εκείνο που αναδεικνύει το βάθος του προβλήματος. Βάθος που φτάνει ως το σημείο ο εναγόμενος πλέον για κακοδικία από τον διευθυντή της Athens Review of Books – και χαρακτηριζόμενος από αυτόν δημοσίως «γκαουλάιτερ του Κράτους Αδίκου» – Πρόεδρος ως χθες του Αρείου Πάγου, αντί να απαντά αγανακτισμένος, να κρύπτεται επιμελώς.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.