Το πράσινο φως από τη νέα πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, προκειμένου να προχωρήσουν στην επόμενη έξοδο της χώρας στις αγορές, περιμένουν τα στελέχη του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους. Η χώρα πρέπει να εκμεταλλευτεί την ευνοϊκή συγκυρία που έχουν δημιουργήσει το τέλος της πολιτικής αβεβαιότητας και το πρωτοφανές ράλι των ελληνικών ομολόγων.
Η προετοιμασία που έχει γίνει είναι ένα από τα θετικά στοιχεία που… κληρονόμησε ο υπουργός Οικονομικών κ. Χρήστος Σταϊκούρας, ο οποίος άλλωστε, κατά την παραλαβή του δύσκολου και συνάμα κρίσιμου για τη χώρα χαρτοφυλακίου του υπουργείου, τόνισε: «Θα κρατήσουμε τα θετικά και θα οικοδομήσουμε σε αυτά, θα διορθώσουμε τα λάθη και τις παραλείψεις και θα αξιοποιήσουμε αξιοκρατικά το δυναμικό του υπουργείου».
Είναι γεγονός ότι ο κ. Σταϊκούρας είχε συνεργαστεί στενά από τη θέση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους με τα στελέχη του ΟΔΔΗΧ κατά την πρώτη επιτυχημένη έκδοση ομολόγων το 2014, τότε που ξεκίνησε η μεγάλη προσπάθεια ρύθμισης του δημόσιου χρέους στη νέα βάση που είχε δημιουργηθεί μετά το PSI.
Στην παρούσα φάση τα πράγματα εξελίσσονται σύμφωνα με τον σχεδιασμό που έγινε στην τρίτη φάση, το 2018.
Πριν από έναν χρόνο όλοι γνώριζαν πως η αναπτυξιακή δυναμική για την Ευρώπη το 2019-2020 ήταν γεμάτη κινδύνους, τόσο γεωπολιτικούς όσο και οικονομικούς. Τα επιτόκια συνεπώς θα έμεναν χαμηλά ή πολύ χαμηλά. Οι ειδικοί μιλούσαν, τότε, για μέτρα στήριξης της ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (άλλοι για TLTRO και λιγότεροι για επανάληψη του QE).
Αρα η πιθανότητα να επαναληφθεί το φαινόμενο της Κύπρου (που βρισκόταν εκτός ποσοτικής χαλάρωσης, αλλά με ισχυρή πτώση επιτοκίων, συναφή με την πορεία του QE) ήταν πολύ υψηλή. Γιατί οι επενδυτές θα αναζητούσαν αποδόσεις.
Σε αυτό το κύμα ανέβηκε η χώρα μας, η οποία έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα ακόμα και σε σχέση με την Κύπρο. Σε μεικτό χρέος 355 δισ. ευρώ το εμπορεύσιμο τμήμα του δεν ξεπερνά τα 32 δισ.
Οι αγορές, σε αντίθεση με τη θεωρητική και ειδικά για την Ελλάδα εσφαλμένη αντίληψη ότι καθρεφτίζουν τις επιδόσεις της οικονομίας μιας χώρας, στην πραγματικότητα εκφράζουν τη διαθέσιμη πληροφορία για την προσφορά και τη ζήτηση του υπό διαπραγμάτευση αγαθού μια δεδομένη στιγμή.
Οταν τα διαθέσιμα ομόλογα είναι μόλις 32 δισ. ευρώ (εκ των οποίων τα 7-8 δισ. στα χέρια ελληνικών τραπεζών που δεν πουλάνε και τουλάχιστον 5-6 δισ. σε ασφαλή χέρια), τη στιγμή που η Πορτογαλία, π.χ., έχει πάνω από 180 δισ. ευρώ διαπραγματεύσιμο χρέος, καταλάβαινε κανείς εύκολα ότι ενδεχόμενο αγοραστικό ενδιαφέρον επενδυτών που αναζητούν αποδόσεις θα κονιορτοποιήσει τα επιτόκια.
Ολα αυτά αποτέλεσαν και τη βάση της επιλογής η χώρα να επιδιώξει την έξοδο από το Μνημόνιο και την επιστροφή στις αγορές στηριζόμενη στο «μαξιλάρι» ασφαλείας αντί της προληπτικής πιστωτικής γραμμής από τον ESM, που ασφαλώς ήταν απολύτως απαραίτητη, αλλά το 2014. Ομως, αν συνέβαινε αυτό το 2018, θα είχε οδηγήσει, στη σημερινή οικονομική και πολιτική συγκυρία της αλλαγής, σε αδιέξοδο.
Κλειδί η ανάπτυξη
Πλέον η καρδιά του ελληνικού προβλήματος εστιάζεται από τη νέα κυβέρνηση στην ανάπτυξη.
Το χρέος, αφότου ελήφθησαν τα μέτρα ελάφρυνσης από τον ESM, κρίνεται από τις αγορές και τους επενδυτές ουσιαστικά και αυτό επιτρέπει στον νέο υπουργό Οικονομικών να προχωρήσει με ασφάλεια στις επόμενες κινήσεις που θα συντηρήσουν το θετικό μομέντουμ των αγορών.
Οι αποφάσεις για τις επόμενες εκδόσεις ομολόγων σε περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, σε συνδυασμό με την προεξόφληση των πανάκριβων δανείων του ΔΝΤ προς τη χώρα, είναι πλέον καθαρά πολιτικές. Η ταχύτητα που θα γίνουν αυτές οι κινήσεις μπορεί να δώσει αισιοδοξία στην οικονομία, να ανοίξει έναν μικρό – έστω – δημοσιονομικό χώρο αφού επανυπολογιστεί το (χαμηλότερο) κόστος δανεισμού και να ωθήσει και τους οίκους αξιολόγησης να αναβαθμίσουν την πιστοληπτική ικανότητας της χώρας μας.