Η εμπειρία της αποβολής είναι μία από τις δυσκολότερες που αντιμετωπίζει ένα ζευγάρι. Και παρότι πρόκειται για συχνή επιπλοκή, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα διεθνή δεδομένα το 15%-20% των κυήσεων καταλήγουν σε αποβολή, στις περισσότερες των περιπτώσεων πρόκειται για ένα τυχαίο γεγονός που δεν επηρεάζει μια μελλοντική εγκυμοσύνη.
Οταν όμως μια γυναίκα έχει δύο ή περισσότερες αποβολές πριν την 20ή εβδομάδα κύησης, τότε πρόκειται για καθ’ έξιν αποβολές. Στην περίπτωση δε που στο ιστορικό της έχει τρεις, τότε επιβάλλεται να διεξαχθεί ενδελεχής έρευνα. Και αυτό διότι ο κίνδυνος για νέα αποβολή έπειτα από δύο στο ιστορικό της είναι 30% ενώ όταν έχει τρεις στο ιστορικό της το ποσοστό αυτό ξεπερνά το 33%. Υπό τα δεδομένα αυτά, οι γυναικολόγοι συχνά συνιστούν ο κύκλος των εξετάσεων να ξεκινήσει αμέσως μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αποτυχημένης προσπάθειας.
Οπως προκύπτει από τα δεδομένα, η συχνότητα των καθ’ έξιν αποβολών είναι 1/300 εγκυμοσύνες. Ειδικότερα, εκτιμάται ότι το 2% των γυναικών θα έρθουν αντιμέτωπες με το πρόβλημα αυτό.
Δεν είναι τυχαίο ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι επαναλαμβανόμενες αποτυχίες προσπαθειών με τη βοήθεια της εξωσωματικής γονιμοποίησης – ειδικά στην εμφύτευση – ορίζονται ως καθ’ έξιν αποβολές, με τον μαιευτήρα-γυναικολόγο να κρίνει ως απαραίτητη διαδικασία τη διερεύνηση τυχόν αιτών.
Ο ρόλος των χρωματοσωμάτων
Στο ερώτημα ποιοι λόγοι οδηγούν τα ζευγάρια να βιώνουν τη δυσάρεστη αυτή εμπειρία και μάλιστα περισσότερες από μία φορές, η απάντηση δεν είναι πάντα ευδιάκριτη. Σε κάποιες περιπτώσεις η απάντηση είναι βέβαιη, σε άλλες όμως το πεδίο παραμένει «γκρίζο».
Ειδικότερα, οι περισσότερες – σε ποσοστό που αγγίζει το 60% – προκαλούνται λόγω ανωμαλιών των χρωματοσωμάτων. Στην περίπτωση αυτή το έμβρυο τυχαίνει να λαμβάνει παθολογικό αριθμό ή ποιότητα χρωματοσωμάτων. Πρόκειται δε για γενετικό πρόβλημα το οποίο είναι τυχαίο και δεν έχει καμία σχέση με καμία ιατρική νόσο.
Οπως μάλιστα έχει διαπιστωθεί, οι πιθανότητες αυξάνονται με την ηλικία. Υπάρχουν καταστάσεις που ένας από το ζευγάρι μπορεί να μεταδώσει ένα παθολογικό χρωμόσωμα στο έμβρυο, χωρίς ο ίδιος να εκδηλώνει συμπτώματα. Οταν όμως το έμβρυο πάρει λιγότερο ή περισσότερο γενετικό υλικό, τότε η αποβολή είναι η κατάληξη. Σε αυτή την περίπτωση δεν μπορούμε να επέμβουμε ενώ συνήθως η αποβολή συμβαίνει πριν την 8η εβδομάδα κυήσεως.
Εάν εν τούτοις η ανωμαλία του χρωμοσώματος είναι τέτοια που θα μεταφέρεται κάθε φορά στο έμβρυο, τότε ο ειδικός μπορεί να προτείνει τη λύση της χρήσης δοτών. Εναλλακτικά, υπάρχει και η μέθοδος της προεμφυτευτικής, κατά την οποία γίνεται εμφύτευση μόνον του υγιούς εμβρύου έπειτα από σχετικό έλεγχο.
Οι ανωμαλίες της μήτρας
Οι ανωμαλίες της μήτρας είναι μία ακόμη πιθανή αιτία, δεδομένου ότι ευθύνονται για καθ’ έξιν αποβολές σε ποσοστό 10%-15%, γι’ αυτό και οι απεικονιστικές εξετάσεις (υπέρηχος, σαλπιγγογραφία, μαγνητική τομογραφία) αποτελούν ρουτίνα. Το διάφραγμα στη μήτρα είναι ένα από τα συνηθέστερα προβλήματα (η κοιλότητα της μήτρας διαχωρίζεται είτε πλήρως είτε μερικώς σε δύο υπο-κοιλότητες μικρότερου μεγέθους από ένα τμήμα ιστού, σαν «τοίχος»), που όμως αντιμετωπίζεται χειρουργικά.
Στην περίπτωση δε που αυτή είναι η αιτία, τότε το ποσοστό αποβολής είναι 60% και μάλιστα ο τερματισμός της κύησης εκδηλώνεται καθυστερημένα.
Μία ακόμη συνήθης ανωμαλία είναι οι συμφύσεις – δηλαδή, επουλωτικοι ιστοί εντός της μήτρας έπειτα από χειρουργείο. Αξίζει να σημειωθεί ότι γυναίκες που αντιμετωπίζουν το συγκεκριμένο πρόβλημα, πιθανόν να μην μπορούν να υποβληθούν σε εμφύτευση εμβρύου. Αντίστοιχα, έχει αποδειχθεί ότι οι πολύποδες και τα ινομυώματα σε ορισμένες θέσεις – εντός της μήτρας – επίσης συμβάλλουν στις καθ’ έξιν αποβολές, που όμως διορθώνονται χειρουργικά με τη μέθοδο της υστεροσκόπησης.
Οι παθολογικές αιτίες που ευθύνονται
Το αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο είναι μια συστηματική, αυτοάνοση πάθηση, στην οποία το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενούς δημιουργεί αντισώματα σε παράγοντες που είναι απαραίτητοι για τη σωστή πήξη του αίματος. Το αποτέλεσμα είναι πρόβλημα στην αιμάτωση, γεγονός που οδηγεί στην αποβολή ή σε ανεξήγητο θάνατο του εμβρύου.
Για τη διάγνωση του συνδρόμου, λαμβάνονται υπ’ όψιν συγκεκριμένα κριτήρια: κλινική εκδήλωση θρόμβωσης και παρουσία αντικαρδιολιπινικών αντισωμάτων ή αντιπηκτικού του λύκου στο αίμα των ασθενών. Η θεραπεία περιλαμβάνει αντιπηκτική αγωγή.
Οι ενδοκρινοπάθειες είναι ακόμα ένας επιβαρυντικός παράγοντας – με πρώτο τον διαβήτη, ειδικά εάν δεν είναι ρυθμισμένος. Γι’ αυτό και κρίνεται απαραίτητο κάθε γυναίκα που έχει διαβήτη να τον ρυθμίσει καλά πριν προσπαθήσει να μείνει έγκυος.
Επιπλέον, ο υποθυρεοειδισμός και η αυξημένη παραγωγή προλακτίνης είναι ενδοκρινοπάθειες που συμβάλλουν στις καθ’ έξιν αποβολές.
«Ενοχες» είναι και οι πολυκυστικές ωοθήκες (PCO), παρ’ όλα αυτά και έπειτα από σχετικές έρευνες η θεραπεία με μετφορμίνη (έως και την 11η εβδομάδα της κυήσεως) είναι ιδιαίτερα δημοφιλής.
Αλλά και η κληρονομική θρομβοφιλία συνδέεται με αυξημένη συχνότητα επεισοδίων δυσμενούς έκβασης της εγκυμοσύνης, συνήθως στο δεύτερο και στο τρίτο τρίμηνο της κύησης. Η παρουσία της μετάλλαξης του παράγοντα V.Leiden και της μετάλλαξης G20210a του γονιδίου της προθρομβίνης είναι οι κυριότεροι παράγοντες που οδηγούν σε επιπλοκές, με συνηθέστερη αυτήν του εμβρυικού θανάτου.
Αυτός είναι και ο λόγος που σε γυναίκες με κληρονομική θρομβοφιλία και επαναλαμβανόμενες αποβολές συνιστάται η χορήγηση ηπαρίνης. Σημειώνεται εν τούτοις ότι η χορήγηση ασπιρίνης δεν φαίνεται να προσφέρει επιπλέον όφελος.
Μια συχνή ερώτηση των ζευγαριών είναι και ο ρόλος που ενδεχομένως παίζουν οι μολύνσεις, παρ’ όλα αυτά η απάντηση δεν είναι ξεκάθαρη. Ορισμένες μελέτες περιορίζουν σε ποσοστό μόλις 0,5% τις λοιμώξεις ως παράγοντα αύξησης του κινδύνου αποβολών.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, δεν έχει αποδειχθεί ότι βακτήρια και μικροοργανισμοί όπως είναι τα χλαμύδια, το μυκόπλασμα και το ουρεόπλασμα ευθύνονται για αρνητική έκβαση μιας εγκυμοσύνης. Αντιθέτως, έχει αποδειχθεί η σχέση της χρόνιας ενδομητρίτιδας σε ανοσοκατεσταλμένα άτομα με καθ’ έξιν αποβολές.
Στη λίστα με τις αιτίες συμπεριλαμβάνονται άλλωστε και οι περιβαλλοντικοί παράγοντες, καθώς και επιβλαβείς συνήθειες όπως είναι το κάπνισμα και το αλκοόλ κατά τη διάρκεια της κύησης.
Είναι ενδεικτικό ωστόσο ότι στο 50%-70% των καθ’ έξιν αποβολών δεν μπορούμε να εντοπίσουμε την αιτία. Τα καλά νέα είναι όμως ότι το 65% των γυναικών που έχουν στο ιστορικό τους επαναλαμβανόμενες αποβολές καταφέρνει τελικά να βιώσει μια επιτυχημένη εγκυμοσύνη. Και η ψυχολογική υποστήριξη και η ηρεμία αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για τη θετική αυτή έκβαση.
Ο κ. Γεώργιος Φαρμακίδης, PhD-MD, είναι καθηγητής Μαιευτικής – Γυναικολογίας και Εμβρυομητρικής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Stony Brook NY USA.
*Δημοσιεύθηκε σε ειδικό αφιέρωμα στο «Βήμα της Κυριακής».