Το κυβερνητικό σχήμα που παρέταξε ο νέος πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συνιστά, κατά κοινή ομολογία, από μόνο του καινοτομία. Πρόκειται για την πρώτη μεταρρύθμιση της νέας περιόδου και μάλιστα στο ανώτατο επίπεδο διοίκησης της χώρας.
Ουσιαστικά επιχειρείται για πρώτη φορά επικράτηση αρχών και κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης στη λειτουργία της κυβέρνησης και του κράτους, δηλαδή αυτών που εφαρμόζονται εδώ και δεκαετίες στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.
Αυτό ακριβώς υπηρετεί εξάλλου η επιλογή πλήθους εξωκοινοβουλευτικών τεχνοκρατικών στελεχών, με εμπειρίες και δοκιμασμένες δυνατότητες στο άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Η διακυβέρνηση της χώρας θα ενσωματώσει κατά βάση στοιχεία της εταιρικής διακυβέρνησης, ώστε να καταστεί αποτελεσματική και αποδοτική.
Με σκοπό να ξεπεραστούν σταδιακά οι συνήθεις κυβερνητικές καθυστερήσεις και πολιτικές περιπλοκές που δεσμεύουν τη χώρα, ακινητοποιούν τη διοίκηση και επιτρέπουν σε κάθε λογής συμφέροντα και ομάδες επιρροής να επεμβαίνουν κατά τρόπο απολύτως στρεβλωτικό και προβληματικό. Στόχος δε είναι να συγκροτηθεί και στην Ελλάδα αυτό που οι προηγμένες χώρες του πλανήτη περιγράφουν ως «επιτελικό κράτος» ή ως «κράτος-στρατηγείο», που ξέρει τι θέλει και πώς να το πετύχει.
Με άλλα λόγια το επιλεγέν σχήμα δεν είναι κάτι σπάνιο, εφαρμόζεται συστηματικά στις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης και αποτελεί πυξίδα για όλες τις οργανωμένες και θεσμικά ώριμες Δημοκρατίες του πλανήτη.
Η αλήθεια είναι ότι ο Πρωθυπουργός ήλθε καλά προετοιμασμένος. Το σχήμα ήταν προσεκτικά μελετημένο, τα πρόσωπα επιλεγμένα στον μέγιστο βαθμό και η σύλληψη από νωρίς επεξεργασμένη. Ουσιαστικά στήνει ένα σύνθετο σχήμα παραγωγής, συντονισμού, παρακολούθησης και αξιολόγησης του κυβερνητικού έργου, βάσει συγκεκριμένων προεπιλεγμένων, μετρήσιμων και συμφωνημένων στόχων με τους υπουργούς.
Μια πρώτη ιδέα εξαμηνιαίων στόχων και προτεραιοτήτων πήραμε ήδη από τους «μπλε φακέλους» που παρέλαβαν οι υπουργοί στην πρώτη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Σε επόμενο στάδιο, πάντα σε συνεργασία με τους υπουργούς, τους συντονιστές και τους συνδέσμους με το πρωθυπουργικό γραφείο, θα προσδιοριστούν ετήσιοι στόχοι για το 2020.
Κεντρική επιδίωξη είναι να λειτουργήσει τάχιστα το νέο σχήμα διεύθυνσης και διοίκησης της κυβέρνησης και του κράτους και βεβαίως να καταστεί συμμέτοχη η δημόσια διοίκηση, να αποκτήσουν ρόλο οι γενικοί διευθυντές, οι διευθυντές και οι προϊστάμενοι των κρατικών υπηρεσιών.
Το όλο σχέδιο φαντάζει μεγαλεπήβολο και σπουδαίο. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν αντίστοιχες, μικρότερης έντασης, απόπειρες στο παρελθόν απέτυχαν παταγωδώς. Εξ ου και η διάχυτη καχυποψία με την οποία περιβάλλουν ορισμένοι την όλη αλλαγή. Ωστόσο, όλοι οφείλουν να γνωρίζουν ότι έπειτα από δέκα χρόνια κρίσης και εφαρμογής αποτυχημένων και ανεπεξέργαστων μοντέλων δεν υπάρχουν περιθώρια αποτυχίας.
Η Ελλάδα είναι ώριμη για αλλαγές και η ελληνική κοινωνία έτοιμη να αποδεχθεί μοντέρνα και δοκιμασμένα σχήματα διακυβέρνησης.
Η προσήλωση και η εμμονή άλλωστε σε άθλια παλαιοκομματικά σχήματα δεν συνάδει ούτε με την εποχή ούτε με τις πολλές δοκιμασίες που έζησε ο ελληνικός λαός την τελευταία δεκαετία.
Ολα αυτά τα χρόνια οι απόψεις άλλαξαν, οι συνειδήσεις μετεβλήθησαν και οι πολίτες δεν αντέχουν πλέον ατελή σχήματα σαν αυτά που δοκιμάστηκαν την παρελθούσα πενταετία.
Μια απλή σύγκριση των πολλών διδύμων της προηγούμενης και της νέας κυβέρνησης αρκεί για να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα. Δεν αντέχει σε καμία σύγκριση π.χ. το ατυχές δίδυμο των κυριών Γεροβασίλη – Παπακώστα με εκείνο των Χρυσοχοΐδη – Οικονόμου. Οι πολίτες θέλουν σε καίριες θέσεις πρόσωπα επαγγελματικά επαρκή και πολιτικά ικανά να διαχειριστούν τις τύχες τους.
Αυτή ακριβώς άλλωστε η νέα συνειδητοποίηση έφερε και την πολιτική αλλαγή. Την οποία η νέα κυβέρνηση οφείλει να υπηρετήσει με πίστη και επιμονή. Αλλιώς απλώς θα αποτύχει και θα περιπέσει στην ίδια κατάσταση με την προηγούμενη.