«Ο Μητσοτάκης θέλει να ενεργήσει διαφορετικά από τον Τσίπρα. Αλλά όχι εντελώς διαφορετικά- για παράδειγμα στην ευρωζώνη», υποστηρίζει η Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ). Από τη μία πλευρά η γερμανική εφημερίδα φαίνεται να δείχνει κατανόηση για το αίτημα της νέας ελληνικής κυβέρνησης να μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα που ζητούν οι δανειστές, καθώς επισημαίνει τα εξής: «Έως το 2022 η Αθήνα θα πρέπει να επιτυγχάνει (πρωτογενές) πλεόνασμα 3,5% (του ΑΕΠ) και για πολλά ακόμη χρόνια 2,2%. Ο Μητσοτάκης θεωρεί υπερβολικά υψηλούς τους στόχους. Για να τους εκπληρώσει το ελληνικό κράτος θα έπρεπε να παρατείνει τα συντριπτικά φορολογικά βάρη για τους πολίτες του – η τουλάχιστον για εκείνους που πράγματι πληρώνουν φόρους. Επιπλέον, η επιβολή των πλεονασμάτων δεν αφήνει χώρο για επενδύσεις. Ο Μητσοτάκης δεν είναι ο μόνος που εκφράζει αυτή την άποψη. Συμφωνούν μαζί του το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και επιφανείς οικονομολόγοι».
Όπως αναφέρει η DW από την άλλη πλευρά η εφημερίδα της Φρανκφούρτης επισημαίνει ότι η αναθεώρηση δημοσιονομικών στόχων θα ανάγκαζε τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης να παράσχουν νέα βοήθεια στην Ελλάδα, κάτι που δύσκολα θα συμβεί. Συμπέρασμα: «Και στο μέλλον δεν θα είναι εύκολες οι σχέσεις της Αθήνας με την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Πάντως το Eurogroup ξεκαθάρισε γρήγορα ότι δεν γίνονται εκπτώσεις στον διάδοχο του Τσίπρα. Καλά-καλά δεν είχε προλάβει να αναλάβει καθήκοντα ο Μητσοτάκης, όταν ο υπ. Οικονομικών της Πορτογαλίας, Μάριο Σεντένο, υπό την ιδιότητα του ως επικεφαλής του Eurogroup, υπενθύμισε δημοσίως ότι και η νέα ελληνική κυβέρνηση πρέπει να τηρήσει παλαιότερες δεσμεύσεις. Παράλληλα ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του ESM, τόνισε ότι οι καθορισμένοι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο του προγράμματος για την Ελλάδα. Σε αντίθεση με τον Τσίπρα του 2015 ο Μητσοτάκης δεν έσπευσε να απορρίψει εξαγριωμένος και δημοσίως την υπενθύμιση. Αλλά η μείωση πρωτογενών πλεονασμάτων και οι εκτεταμένες φοροαπαλλαγές αποτελούν βασικές προεκλογικές υποσχέσεις του νέου Έλληνα πρωθυπουργού. Εάν δεν καταφέρει να τις τηρήσει, θα μπορούσε να βρεθεί αντιμετώπος με τη μήνιν των ψηφοφόρων».
«Επιφυλάξεις» για τις αποζημιώσεις
Το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων αναδεικνύει η ελβετική εφημερίδα Neue Zürcher Zeitung (NZZ) μετά την πρόσφατη γνωμοδότηση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της γερμανικής βουλής, η οποία δεν επιβεβαιώνει την επίσημη στάση του Βερολίνου πως έχει «ρυθμιστεί οριστικά το ζήτημα». Μετά την αναλυτική παρουσίαση νομικών επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων τίθεται το ερώτημα για το «διά ταύτα» και η εφημερίδα επισημαίνει τα εξής: «Πώς θα μπορούσε να διασαφηνιστεί το νομικό πλαίσιο; Κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο. Η Ελλάδα θα μπορούσε να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Αλλά η Γερμανία θα έπρεπε να αποδεχθεί, εθελοντικά, τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Διότι η αποδοχή της δικαιοδοσίας ισχύει από το 2008 και κατά συνέπεια, σύμφωνα με τη γερμανική ανάγνωση, δεν εφαρμόζεται σε παλαιότερες νομικές διαφορές».
«Είναι η Γερμανία διατεθειμένη να ξεπεράσει τον εαυτό της και να κάνει αυτό το βήμα;», διερωτάται ο αρθρογράφος. «Στην ενημέρωση της Τετάρτης η εκπρόσωπος της Αγκ. Μέρκελ παρέμεινε στην παραδοσιακή γραμμή: Το ζήτημα των επανορθώσεων, ανέφερε, έχει ρυθμιστεί νομικά και πολιτικά. Ο εκπρόσωπος του υπ. Εξωτερικών πρόσθεσε ότι από καμία πλευρά δεν τίθεται ζήτημα να ασχοληθεί το Διεθνές Δικαστήριο με την υπόθεση. Για τη Γερμανία δεν υφίσταται καμία ασάφεια επ’ αυτού, ανέφερε. Όλα αυτά μάλλον σημαίνουν, σε τελική ανάλυση, ότι δεν υπάρχει συναίνεση για διασαφήνιση από το Διεθνές Δικαστήριο. Επομένως το ζήτημα θα συνεχίσει να επιβαρύνει τις ελληνογερμανικές σχέσεις».
Σύμπλευση Μακρόν και Όρμπαν στην ΕΕ;
Την επόμενη εβδομάδα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καλείται να εκλέξει νέο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για την ακρίβεια να εγκρίνει το πρόσωπο που επέλεξαν οι ευρωπαίοι ηγέτες: την υπουργό Άμυνας της Γερμανίας Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Ο «μεγάλος χαμένος» της υπόθεσης Μάνφρεντ Βέμπερ, κοινός υποψήφιος της Κεντροδεξιάς στις ευρωεκλογές που αναγκάστηκε να αποκηρύξει τις φιλοδοξίες του για την προεδρία της Κομισιόν, μιλάει σήμερα στην οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt. Στο ερώτημα κατά πόσον έχει «επιβαρυνθεί» η σχέση του με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος απέρριπτε εξ΄αρχής την υποψηφιότητά του, ο Μάνφρεντ Βέμπερ απαντά: «Δεν τίθεται κατ’ αυτόν τον τρόπο το ερώτημα. Ο πρόεδρος Μακρόν απέρριπτε την αρχή των ‘κορυφαίων υποψηφίων’. Και μαζί με τις χώρες του Βίζεγκραντ, και κυρίως τον Βίκτορ Όρμπαν, ο Μακρόν κατάφερε να αποκλείσει τους κορυφαίους υποψήφιους».
Στο ερώτημα, αν ο ίδιος θα ψηφίσει την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για πρόεδρο της Κομισιόν, ο Μάνφρεντ Βέμπερ απαντά μονολεκτικά «ναι». Ποιά είναι η άποψή του για τον αποκαλούμενο «διάλογο με τους πολίτες» που θέλουν τώρα να οργανώσουν ο Εμανουέλ Μακρόν και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν; Εδώ ο Μάνφρεντ Βέμπερ είναι ξεκάθαρος: «Κάθε διάλογος είναι σωστός και εποικοδομητικός, αλλά ο πιο αποφασιστικός διάλογος είναι οι ευρωεκλογές. Οι πολίτες δεν πρέπει απλώς να λένε τη γνώμη τους, αλλά πρέπει να έχουν την ισχύ να αποφασίζουν».
Γιάννης Παπαδημητρίου