Οι εκλογές της 7ης Ιουλίου σηματοδοτούν το τέλος ενός ιστορικού κύκλου για τις πολιτικές αναγνωρίσεις και σημασιοδοτήσεις που συνήθως περιγράφουμε ως Αριστερά, τουλάχιστον με τον τρόπο που η τελευταία ορίστηκε από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα.
Φαινομενικά η φράση αυτή ακούγεται κάπως οξύμωρη. Αλλωστε, ένα «κόμμα της Αριστεράς», το οποίο μάλιστα είχε την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας τα προηγούμενα τεσσεράμισι χρόνια, κατάφερε ακόμη και τη στιγμή της πιο μεγάλης πολιτικής ήττας του να διατηρεί ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό, σε κάθε περίπτωση πολύ μεγαλύτερο από αυτό των εκλογών του 1958, που αποτέλεσαν μέχρι το 2012 τη μεγαλύτερη εκλογική επιτυχία της Αριστεράς.
Μόνο που η έννοια της Αριστεράς, με την ιδιαίτερη φόρτιση που ιστορικά έχει στην Ελλάδα, ήδη από τη χρήση της ως μετωνυμίας για τις πολιτικές δυνάμεις με αναφορά στο παράνομο κομμουνιστικό κίνημα στην περίοδο μετά τον Εμφύλιο, δύσκολα μπορεί πλέον να αποδοθεί στον ΣΥΡΙΖΑ. Απουσιάζουν από τον λόγο του οι αναφορές στον μετασχηματισμό των καπιταλιστικών σχέσεων, στον περιορισμό της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και στον σοσιαλισμό ως μετακαπιταλιστικής κοινωνικής οργάνωσης.
Αντί για αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο εφάρμοσε μια επιθετική νεοφιλελεύθερη πολιτική – έστω και επειδή «υποχρεώθηκε» από τους δανειστές – αλλά και όρισε ως ορίζοντά του μια παραλλαγή «προοδευτικής πολιτικής» που εύκολα θα χαρακτηριζόταν σοσιαλδημοκρατική, ανεξαρτήτως ρητορικών εξάρσεων είτε του Αλέξη Τσίπρα είτε των αντιπάλων του που βολεύονταν να κάνουν συγκρίσεις με την Κούβα ή τη Βενεζουέλα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η επικείμενη μεταμόρφωσή του σε «Προοδευτική Συμμαχία», όποια και εάν είναι η προσωνυμία που τελικά επιλεγεί, κάθε άλλο παρά οβιδιακή θα είναι. Ολοκληρώνει μια πολιτική μετατόπιση που είχε γίνει σταδιακά εδώ και καιρό και καταδεικνύει ότι ακόμη και το καλοκαίρι του 2015 δεν ήταν ακριβώς μια παλινωδία.
Το παράδοξο είναι ότι την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας ολοκληρώνουν την πλήρη συμβολική και ουσιαστική απομάκρυνσή τους από την Αριστερά, δεν εμφανίζεται κάποια αντίρροπη δυναμική άλλων αριστερών πόλων. Με την εξαίρεση του σαφώς προσδιορισμένου χώρου του ΚΚΕ, κύριος αποδέκτης της όποιας διαμαρτυρίας ήταν το ΜέΡΑ25, ένας σχηματισμός που δεν διεκδικεί την ιστορικότητα της Αριστεράς, προκρίνοντας την ιδιότυπη πολιτική φαντασίωση ενός εναλλακτικού ευρωπαϊσμού και αποφεύγοντας παραδοσιακές σημάνσεις της Αριστεράς. Αντίθετα, χώροι με ρητή τοποθέτηση ότι διεκδικούν να είναι η Αριστερά που αντιπαρατίθεται «από τα αριστερά» στον ΣΥΡΙΖΑ πήραν εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά.
Το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό. Στη γειτονική Ιταλία η οριστική μεταλλαγή του Δημοκρατικού Κόμματος σε κόμμα του Κέντρου σήμαινε επίσης την πλήρη αποδιάρθρωση κάθε έννοια Αριστεράς, ενώ σε χώρες όπως η Γαλλία, παρότι καταγράφηκαν κοινωνικές κινητοποιήσεις με ένταση, βάθος και διάρκεια, η πολιτική Αριστερά βρίσκεται σε σημαντική εκλογική υποχώρηση.
Ηταν άραγε προδιαγεγραμμένο ένας ιστορικός κύκλος που φάνηκε να ανοίγει με το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης και κυρίως με τις κινητοποιήσεις που ακολούθησαν τη μεγάλη οικονομική κρίση του 2008-2009 και έφεραν ξανά στο προσκήνιο το αίτημα της υπέρβασης του καπιταλισμού, να φτάσει στο τέλος του με την τεράστια πολιτική υποχώρηση και οριακά εξαφάνιση αυτού που αντιμετωπίσαμε ιστορικά ως Αριστερά;
Η απάντηση δεν είναι καθόλου εύκολη, καθώς εμπεριέχει την ασυμφιλίωτη ένταση ανάμεσα στη σαφώς καταγεγραμμένη υποχώρηση του αντικαπιταλιστικού πολιτικού ριζοσπαστισμού προς όφελος ενός «ρεαλισμού» που οδηγεί ευθέως στην ενσωμάτωση και στην επίμονη διατήρηση ισχυρών «αριστερόστροφων» αξιακών και πολιτισμικών αναφορών από ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια, συχνά και με έντονη αίσθηση ενός ανεκπλήρωτου αιτήματος.
Ουσιαστικά, η ίδια η απάντηση αποτελεί ένα διαφιλονικούμενο πεδίο. Ο κυνικός θα υποδείξει όλες τις πραγματικές μετατοπίσεις και την εικόνα ενός πολιτικού χάρτη όπου η Αριστερά, στην πλήρη της έννοια, απουσιάζει. Ο αισιόδοξος θα επιμείνει ότι η ύπαρξη κοινωνικών δυναμικών και διεκδικήσεων που περιλαμβάνουν την εκ των πραγμάτων απαίτηση υπέρβασης του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού», συνηγορεί και στην αναγκαιότητα και στην επικαιρότητα του αιτήματος.
Και οι δύο, όμως, δεν μπορούν παρά να συμφωνήσουν ότι απουσιάζουν οι πολιτικές μορφές και διεργασίες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν όντως τα πεδία όπου το αίτημα και οι κοινωνικές αναφορές του θα μπορούσαν να συναντηθούν, την ίδια στιγμή που δείχνουν να περνούν κρίση και τα κινήματα που ιστορικά ταυτίστηκαν με την Αριστερά, πρώτα και κύρια το εργατικό, ως αποτέλεσμα, εκτός όλων των άλλων, και της αδυναμίας ύψωσης αποτελεσματικών αναχωμάτων σε έναν καπιταλισμό που αποδείχτηκε εκ των πραγμάτων και περισσότερο ευέλικτος και πιο ανθεκτικός.