Στις εκλογικές μάχες που οδηγούν σε κομματική διαδοχή, αυτός που κερδίζει είναι εκείνος που κατορθώνει να πείσει ότι έχει τη θέληση και τη δύναμη να πραγματοποιήσει όσα ο προκάτοχός του είτε δεν θέλησε, είτε δεν μπόρεσε να πράξει. Κάποια από αυτά, μάλιστα, δεν είναι καν αναγκαίο να αποτελούν μέρος προεκλογικών υποσχέσεων: είναι απλά αυτονόητα.
Αφήνοντας στην άκρη ζητήματα που άπτονται της οικονομίας (γι’ αυτά μπορούν να μιλήσουν αναλυτές πολύ ειδικότεροι του γράφοντος) θα επικεντρωθούμε σε θέματα καθημερινότητας στα οποία, ομολογουμένως, η απελθούσα κυβέρνηση είτε δεν έχει να επιδείξει σημαντικές επιτυχίες, είτε δεν τα θεώρησε καν ως προβλήματα. Ο πολίτης, λοιπόν, ζητά ξεκάθαρες απαντήσεις για τον τρόπο με τον οποίο η νέα εξουσία θα επιτύχει εκεί που απέτυχε η προηγούμενη. Γιατί, το να λύνεις ένα πρόβλημα στην πράξη απέχει πολύ από το να υπόσχεσαι με αυτοπεποίθηση πως έχεις τη λύση «στο τσεπάκι σου»!
Αλλά, απαντήσεις ζητά ο πολίτης και σε ερωτήματα που αφορούν όχι αναγκαίες πολιτικές που δεν υλοποιήθηκαν αλλά νέες πολιτικές που έχουν εξαγγελθεί, σύμφωνα με ένα ιδεολογικό πλαίσιο διαφορετικό από εκείνο των προκατόχων της εξουσίας. Ειδικά, αν η υποκείμενη ιδεολογία αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης για το κατά πόσον οι πολιτικές αυτές είναι απόλυτα φιλικές προς το κοινωνικό σύνολο…
Ας επιχειρήσουμε, λοιπόν, μία ενδεικτική καταγραφή πιθανών ερωτημάτων του πολίτη για το πώς η νέα κυβέρνηση προτίθεται να χειριστεί μερικά από τα σημαντικά ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία.
1. Η εικόνα εξαθλίωσης που εμφανίζουν τα ελληνικά πανεπιστήμια σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με το λεγόμενο «πανεπιστημιακό άσυλο», μία από τις μεγαλύτερες πληγές της ανώτατης παιδείας. Η νέα κυβέρνηση έχει λάβει σαφείς δεσμεύσεις για την κατάργησή του. Σε θεσμικό επίπεδο αυτό είναι εύκολο, αφού το ζήτημα επιλύεται με έναν νόμο που μετά βεβαιότητας θα ψηφιστεί στη Βουλή. Η εφαρμογή του νόμου στην πράξη, όμως, θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε βίαιες συγκρούσεις με ομάδες ανομίας που, με την πολιτική κάλυψη και ανοχή «προοδευτικών» κύκλων, έχουν μάθει να θεωρούν το πανεπιστήμιο σαν λημέρι κι ορμητήριό τους. Ως πού είναι διατεθειμένη η νέα κυβέρνηση να φτάσει ώστε να επιβάλει τον νόμο; Και, θεωρεί ότι διαθέτει τα μέσα προς τον σκοπό αυτό; (Το τελευταίο ερώτημα δεν είναι ρητορικό, ζητά πραγματική απάντηση.)
2. Στο κέντρο της Αθήνας δρουν ανεξέλεγκτα (και επίσης υπό την πολιτική κάλυψη «προοδευτικών» κύκλων) ομάδες περιθωριακών στοιχείων που θεωρούν ως κεκτημένο τους δικαίωμα να επιβάλλουν βίαια τους δικούς τους «νόμους» σε πάντες τους μη αρεστούς. Σχεδόν καθημερινές είναι οι δολοφονικές επιθέσεις τους στις αστυνομικές δυνάμεις, περιστατικά στα οποία η ειδησεογραφία αναφέρεται με την στερεότυπη κατάληξη «δεν υπήρξαν συλλήψεις ή προσαγωγές». Είναι φανερό ότι το μόνο που επιτρέπεται στις δυνάμεις της τάξης είναι να αμύνονται. Θα υπάρξουν τώρα διαφορετικές εντολές, στην κατεύθυνση της αυτονόητης επιβολής του νόμου; Και, επαρκούν οι αστυνομικές δυνάμεις της πόλης για την αντιμετώπιση των ακραία βίαιων αντιστάσεων που αναμένονται; (Να συνυπολογίσουμε εδώ και κάποιες γνωστές φωνές στο Κοινοβούλιο, που θα μιλούν για «αστυνομικό κράτος» και για κυβέρνηση που πορεύεται με γνώμονα το δόγμα «νόμος και τάξη».)
3. Όμως, τα προβλήματα της Αθήνας δεν περιορίζονται στη δράση ακραίων ομάδων με (ας τα ονομάσουμε έτσι) «πολιτικά» κίνητρα. Όσοι έχουμε την «κακή» συνήθεια να περπατούμε στο κέντρο της πόλης (ειδικά, σε μεγάλη ακτίνα γύρω από την πλατεία Ομονοίας) παρατηρούμε με αίσθημα δέους μία βαθιά πολιτισμική αλλοίωση του τοπίου. Και, δεν θα τολμούσα να θίξω την ιερή πολυπολιτισμικότητα αν το φαινόμενο δεν συνδεόταν άμεσα με ένα κλίμα γενικευμένης ανομίας. Χρήστες ουσιών παίρνουν ελεύθερα τη δόση τους μπροστά στα μάτια των διερχομένων, την οποία δόση αγόρασαν πριν λίγο από αλλοδαπούς εμπόρους που κάνουν χρυσές δουλειές στα πέριξ… Κλεφτρόνια με δεξιότητες ταχυδακτυλουργού είναι έτοιμα ανά πάσα στιγμή να σου ανοίξουν την τσάντα χωρίς καν να το πάρεις είδηση, ενώ άλλοι «επιχειρηματίες» πουλούν κλεμμένα κινητά σε τιμή ευκαιρίας… Αν είναι κάποιος «τυχερός», μπορεί ακόμα και να δει ανθρώπους να σφάζονται στη μέση του δρόμου! (Τα παραπάνω δεν μου τα αφηγήθηκαν, υπήρξα αυτόπτης μάρτυς τους – σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, και παρ’ ολίγον θύμα.) Ερώτηση: Υπάρχει σχέδιο για την αποκατάσταση της ομαλότητας στο κέντρο της πόλης, χωρίς να απειληθεί η ασφάλεια των κατοίκων και (ας το πούμε κι αυτό) η κατεστημένη, πλέον, πολυπολιτισμικότητα;
4. Μία από τις πλέον δυσάρεστες παρενέργειες της πολυπολιτισμικότητας είναι η κατακόρυφη αύξηση της εγκληματικότητας στη χώρα. Και δεν αναφέρομαι τόσο στον αριθμό των εγκλημάτων, όσο στα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους. Ειδικά όταν τα θύματα είναι ηλικιωμένα και ανήμπορα άτομα που βασανίζονται απάνθρωπα – και συχνά δολοφονούνται με τρόπο άγριο – για την ευτελή λεία μερικών δεκάδων ευρώ. Υπάρχει σχέδιο πρόληψης της εγκληματικότητας, ή θα αρκούμαστε πάντα στην εκ των υστέρων ταυτοποίηση των δραστών (εδώ η αστυνομία έχει πράγματι να επιδείξει σημαντικές επιτυχίες);
5. Σε συνέχεια της προηγούμενης παρατήρησης θα πρέπει να πούμε ότι η Ελλάδα είναι – οφείλει να είναι – μία φιλόξενη χώρα. Ειδικά για εκείνους που καταφεύγουν εδώ για να σώσουν τις ζωές τους από τη φρίκη του πολέμου ή την απειλή τυραννικών καθεστώτων. Είναι αναγκαίο, λοιπόν, ένα πολύ προσεκτικό «φιλτράρισμα» όσων περνούν τα σύνορα της χώρας δηλώνοντας «πρόσφυγες» ή επιδιώκοντας να αποκτήσουν την ιδιότητα του μετανάστη. Ο τόπος πλήρωσε και εξακολουθεί να πληρώνει την αδυναμία ουσιαστικού ελέγχου στις μεταναστευτικές ροές, αφού ανάμεσα σε ανθρώπους με αγαθές προθέσεις παρεισφρέουν και κοινοί τυχοδιώκτες και σκληροί κακοποιοί που έρχονται με κίνητρο το εύκολο χρήμα (ακόμα κι αν χρειαστεί να το αρπάξουν βίαια), ενισχύοντας το οργανωμένο έγκλημα. Θα μπορέσει η νέα κυβέρνηση να ανακόψει την ανεξέλεγκτη είσοδο τέτοιων κακοποιών στοιχείων στη χώρα; Και, θα κατορθώσει τελικά να απαλείψει τις επιπτώσεις από την άφρονα και εθνικά επικίνδυνη «πολιτική ανοιχτών συνόρων» που με ιδεολογική συνέπεια εφάρμοσε το προηγούμενο σύστημα εξουσίας;
6. Οι προθέσεις ως προς την εξυγίανση του δημόσιου συστήματος Υγείαςπεριγράφονται με όμορφα λόγια που υποκρύπτουν θολά νοήματα. Ακούμε για το «πάντρεμα» του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα, σαν έναν εξασθενημένο οργανισμό που του χορηγείς βιταμίνες για να δυναμώσει. Ακούμε επίσης ότι τα έξοδα του «γάμου» δεν θα βαρύνουν τον πολίτη. Η τελευταία αυτή διαβεβαίωση, εν τούτοις, ηχεί πολύ καλή για να είναι αληθινή, και ευλόγως οι ασφαλισμένοι την υποδέχονται με έναν βαθμό δυσπιστίας. Ο λόγος είναι ότι, σε αντίθεση με το δημόσιο (με τις όποιες γνωστές παθογένειές του) ο ιδιωτικός τομέας δεν εμφορείται από αίσθημα επιτέλεσης λειτουργήματος: τα κίνητρά του είναι αμιγώς επαγγελματικά. Θα είναι πάντοτε σε θέση το δημόσιο να ανταποκρίνεται απόλυτα στις απαιτήσεις της συνεργασίας με τους ιδιώτες, ή θα αναγκαστεί κάποια στιγμή να στραφεί στους ασφαλισμένους; Και, αν τούτο συμβεί, υπάρχει ή όχι περίπτωση de facto δημιουργίας υπηρεσιών ασφάλισης δύο ταχυτήτων, όπου ποιοτική περίθαλψη θα απολαμβάνουν μόνο όσοι ασφαλισμένοι θα έχουν να πληρώσουν το «κάτι παραπάνω»; Αυτά τα ερωτήματα δεν θα θέτει η Αριστερά, τα θέτει η κοινή λογική!
7. Υπάρχει διάχυτη στην κοινωνία η εντύπωση ότι το λεγόμενο κοινωνικό κράτος δεν βρίσκεται ανάμεσα στους πρωταρχικούς οραματισμούς της παρούσας κυβέρνησης. Για την ακρίβεια, δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι κορυφαία πρόσωπα της κυβέρνησης απεχθάνονται αυτή τούτη την ιδέα του κοινωνικού κράτους. Και, ειδικότερα, ελάχιστη ευαισθησία διαθέτουν για το ζήτημα της προστασίας της εργασίας. Όσο και αν η επίκληση του ονόματος «Πινοσέτ» από την Αριστερά θα μπορούσε, με βάση το πνεύμα του λόγου, να θεωρηθεί και ως υβριστική, το γεγονός παραμένει ότι ο δικτάτορας Πινοσέτ ήταν εκείνος που πρώτος πειραματίστηκε με τις ιδέες του οικονομικού φιλελευθερισμού στην ακραιφνή τους εκδοχή – την ίδια εκείνη εκδοχή που εκπροσωπεί η σχολή σκέψης στην οποία είναι ιδεολογικά ενταγμένος ο πρωθυπουργός. Όλα αυτά δημιουργούν εύλογες ανησυχίες σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού, το οποίο ζητά σαφείς απαντήσεις ως προς τις προθέσεις της κυβέρνησης σε θέματα κοινωνικής πολιτικής. Θα δοθούν;
Θα αρκεστούμε στα λίγα ερωτήματα που παραθέσαμε πιο πάνω. Άλλωστε, όπως αναφέραμε στην αρχή, η επιλογή τους είναι καθαρά ενδεικτική, δεν καλύπτει ολόκληρο το φάσμα των απαντήσεων που εξαρχής οφείλονται στην κοινωνία από την νέα κυβέρνηση. Σε κάθε περίπτωση, η συμβατότητα των διακηρυγμένων θέσεων με την πολιτική που θα ασκηθεί στη συνέχεια, θα κρίνει την συνέπεια της κυβέρνησης στο τέλος της τετραετίας.
Μικρές αποκλίσεις είναι φυσικό να συμβούν, στο βαθμό που κυβερνούν άνθρωποι και όχι ηλεκτρονικοί υπολογιστές. Μία μόνο ανθρώπινη αδυναμία είναι αδύνατο να γίνει αποδεκτή, και οι όποιες αποκλίσεις πολιτικής λόγω αυτής θα είναι καταδικαστικές για την κυβέρνηση στη συνείδηση της κοινωνίας: H αλαζονεία. Από την οποία χορτάσαμε τα τεσσεράμισι χρόνια που προηγήθηκαν. Έστω και αν – κακώς κατά τη γνώμη μου – στείλαμε στη Βουλή κάποιους κορυφαίους εκπροσώπους της με επιτηδευμένα ανορθόγραφα ονόματα…