Το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων έχει πολιτικά και νομικά οριστικά διευθετηθεί, επανέλαβε σήμερα στο Βερολίνο η αναπληρώτρια κυβερνητική εκπρόσωπος Ουλρίκε Ντέμερ απαντώντας σε σχετική ερώτηση της Deutsche Welle. Αφορμή για την ερώτηση ήταν πόρισμα της επιστημονικής υπηρεσίας της γερμανικής βουλής που είδε σήμερα το φως της δημοσιότητας. Απαντώντας σε επερώτηση της αντιπροέδρου της Κ.Ο. του κόμματος Η Αριστερά, Χάικε Χένσελ, η γνωμοδότηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η θέση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης είναι βάσιμη από την άποψη του Διεθνούς Δικαίου, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι δεσμευτική».
Σε αντίθεση με τη γερμανική κυβέρνηση η επιστημονική υπηρεσία της Bundestag εκφράζει την άποψη ότι στη βάση του διεθνούς δικαίου δεν μπορεί να τεκμηριωθεί ότι τα ελληνικά αιτήματα έχουν παραγραφεί – ούτε στο θέμα των επανορθώσεων και ούτε στο θέμα του κατοχικού δανείου. Το πόρισμα αμφιβάλλει επίσης για το κατά πόσον λόγω υπογραφής της «Συνθήκης δύο συν τέσσερις» το 1990 (γερμανική ενοποίηση) δεν υφίσταται πλέον το ζήτημα των ελληνικών αξιώσεων. Στην έκθεση αναφέρεται ότι δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν συμμετείχε στη σύναψη αυτής της Συνθήκης δεν προκύπτουν για αυτή ούτε υποχρεώσεις, ούτε δικαιώματα. Συνεπώς, ακόμη κι αν το ζήτημα των επανορθώσεων δεν αναφέρεται στη Συνθήκη αυτή, με την οποία οριστικοποιήθηκε το τελικό μεταπολεμικό καθεστώς της Γερμανίας, δεν σημαίνει ότι το θέμα δεν υφίσταται.
Οι διαφορές να λυθούν στη Χάγη
Πέραν αυτού η επιστημονική επιτροπή της γερμανικής βουλής επισημαίνει ότι η Ελλάδα ουδέποτε παραιτήθηκε από τις αξιώσεις της – ούτε με δήλωσή της και ούτε σιωπηρά. Η έκθεση αναφέρει τις κατά καιρούς ρηματικές διακοινώσεις των ελληνικών κυβερνήσεων με τις οποίες καθιστούσαν σαφές ότι το ζήτημα των επανορθώσεων παραμένει ανοιχτό και ότι θα πρέπει να επιλυθεί. Η τελευταία ρηματική διακοίνωση έγινε μόλις πρόσφατα. Μάλιστα, η επιστημονική υπηρεσία της βουλής και προκειμένου να υπάρξει «νομική σαφήνεια» προτείνει η Γερμανία και η Ελλάδα να αποταθούν στο Διεθνές Δικαστήριο στη Χάγη. Ένα τέτοιο βήμα προϋποθέτει όμως τη σύμφωνη γνώμη και της Γερμανίας, πράγμα που απορρίπτει η γερμανική κυβέρνηση.
Η επερώτηση της βουλευτή του κόμματος Η Αριστερά αφορούσε και τις αξιώσεις της Πολωνίας για επανορθώσεις. Σε αυτή την περίπτωση οι εμπειρογνώμονες της βουλής καταλήγουν στο συμπέρασμα πως στο πολωνικό αίτημα «δεν μπορεί να διαπιστωθεί έγκυρη νομική επιχειρηματολογία». Σε αντίθεση με την Ελλάδα η Πολωνία δήλωσε δύο φορές επίσημα, το 1953 και το 1970, πως δεν επιθυμεί αποζημιώσεις. Αντιδρώντας σήμερα ο εντεταλμένος της πολωνικής κυβέρνησης Αρκάντιους Μουλάρτσυκ διέψευσε την επιστημονική υπηρεσία της γερμανικής βουλής. Σύμφωνα με το Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων υποστήριξε πως δεν υπάρχει κανένα έγγραφο, από το οποίο να προκύπτει ότι η Πολωνία δεν επιθυμεί αποζημιώσεις. «Αν οι Γερμανοί έχουν ένα τέτοιο έγγραφο θα πρέπει να το δείξουν», δήλωσε ο κ. Μουλάρτσυκ. Παράλληλα διατύπωσε την κατηγορία ότι με το πόρισμα «οι εμπειρογνώμονες προσπαθούν κατά κάποιο τρόπο να διαφοροποιήσουν τα ζητήματα Πολωνίας και Ελλάδας».
Παναγιώτης Κουπαράνης, Βερολίνο