Οι έλληνες εκλογείς προσερχόμενοι, εν μέσω καύσωνος, την περασμένη Κυριακή στις εθνικές κάλπες απέδωσαν απολύτως σαφές και καθαρό εκλογικό αποτέλεσμα.
Επέλεξαν, χωρίς ενδοιασμούς και επιφυλάξεις, κυβέρνηση και αντιπολίτευση μαζί.
Εδωσαν στον Κυριάκο Μητσοτάκη ισχυρή εντολή, του προσέφεραν διάδρομο τετραετίας με άνετη αυτοδυναμία και με τη δυνατότητα να εφαρμόσει απερίσπαστος το πρόγραμμά του.
Είναι η πρώτη φορά στα χρόνια της υπερδεκαετούς οικονομικής κρίσης που εκλέγεται κυβέρνηση κοινοβουλευτικά ασφαλής, η οποία δεν θα χρειάζεται δάνειες ψήφους και δυνάμεις, προκειμένου να κυβερνήσει κατά το σχέδιό της.
Ταυτόχρονα όμως κατέστησαν τον Αλέξη Τσίπρα ισχυρό και αδιαφιλονίκητο ηγέτη της αντιπολίτευσης. Το υψηλό ποσοστό που έλαβε δεν αφήνει περιθώρια αμφισβητήσεων, ούτε εντός του κόμματός του, ούτε εκτός.
Χωρίς αμφιβολία, θα ηγεμονεύει της αντιπολίτευσης και θα οδηγεί τις όποιες αντιδράσεις εναντίον της κυβερνητικής πολιτικής. Επιπλέον, διατηρώντας εκλογικά ποσοστά υψηλότερα του 30% τού επιτρέπεται να διεκδικεί με αξιώσεις τον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς και να προσδοκά ότι κάποια στιγμή θα τον ενοποιήσει και θα τον εκπροσωπήσει μόνος.
Διεκήρυξε άλλωστε τον σκοπό του ήδη από το βράδυ της Κυριακής. Στις προθέσεις του είναι να μετεξελίξει το κόμμα του, να το μετασχηματίσει από ένα αμιγώς αριστερό κόμμα σε μια έκφραση της ριζοσπαστικής Σοσιαλδημοκρατίας ώστε να το ανοίξει στην κοινωνία και σταδιακά να διαμορφώσει συνθήκες εκπροσώπησης της ευρύτερης δημοκρατικής παράταξης.
Πράγμα που σημαίνει ότι ο κ. Τσίπρας θα επιχειρήσει στον καιρό της αντιπολίτευσης να απλώσει δίχτυα στη ζώνη του ΚΙΝΑΛ της κυρίας Γεννηματά, το κόμμα της οποίας έχασε το τρένο της μετεξέλιξης, δεν κατάφερε να αναγεννηθεί και αντιθέτως εγκλωβίστηκε σε όρια στενά και παλαιοκομματικά, με αποτέλεσμα ο χώρος του να καταστεί διεκδικήσιμος.
Μπορεί να μην εχάθη σε τούτες τις εκλογές, να διατήρησε κάποιες δυνάμεις, αλλά είναι φανερό ότι στο εξής θα κινδυνεύει με λεηλασία από δεξιά και αριστερά.
Κοινή είναι η πεποίθηση μετά το αποτέλεσμα της περασμένης Κυριακής και ιδιαιτέρως μετά τον κοινοβουλευτικό εξοβελισμό της Χρυσής Αυγής και την περιχαράκωση της εθνικιστικής Δεξιάς, ότι η πολιτική μάχη θα μετατεθεί στο Κέντρο.
Κατά βάση εγκαταστάθηκε και πάλι στην πολιτική σκηνή ο δικομματισμός. Ασθενέστερος μεν εκείνου που είχε επικρατήσει στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, αλλά δικομματισμός.
Στη βάση αυτών των προοπτικών ο κ. Μητσοτάκης κατάφερε όλο το προηγούμενο διάστημα, με την οικοδόμηση μιας άτυπης κοινωνικής αντισυριζαϊκής συμμαχίας, να κερδίσει το μεγαλύτερο μέρος των εκσυγχρονιστών ψηφοφόρων, οι οποίοι ασφυκτιούσαν στους κόλπους του ΚΙΝΑΛ μετά τον εξοστρακισμό του Ευάγγελου Βενιζέλου.
Κάτι ανάλογο θα επιχειρήσει από εδώ και πέρα ο κ. Τσίπρας διεκδικώντας τούς εναπομείναντες κεντροαριστερούς ψηφοφόρους που παραμένουν συναισθηματικά συνδεδεμένοι με το κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, αλλά αναζητούν πάντα ένα αντίστοιχο όραμα ηγεσίας.
Βάσει των παραπάνω, δεν χωρεί αμφιβολία ότι το αποτέλεσμα των εκλογών της περασμένης Κυριακής είναι ξεχωριστό.
Το νέο πολιτικό τοπίο είναι καθαρό, αλλά πολύ διαφορετικό από εκείνο που έτεινε να επικρατήσει μετά τις ευρωεκλογές.
Οπως είπαμε, ο κ. Μητσοτάκης έχει μεν την άνεση να κυβερνήσει κατά το σχέδιό του, αλλά θα ακούει τον κ. Τσίπρα να τον ακολουθεί κατά πόδας.
Ας μην έχουν αυταπάτες στη Νέα Δημοκρατία, ο Αλέξης Τσίπρας έχει στη διάθεσή του το αποτέλεσμα που του επιτρέπει να διεκδικεί μια ρεβάνς από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Και κατά πάσα βεβαιότητα θα ονειρεύεται μια αντιπολίτευση σαν εκείνη που άσκησε ο ασθενής Ανδρέας Παπανδρέου μεταξύ 1990 -1993 διεκδικώντας την εξουσία από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.