Αρχαιότητες και έργα τέχνης που είχαν λεηλατηθεί από το Ιράκ και το Αφγανιστάν και κατασχέθηκαν στη Βρετανία θα επιστραφούν στις χώρες προέλευσής τους, όπως ανακοίνωσε σήμερα το Βρετανικό Μουσείο.
«Το Βρετανικό Μουσείο συνεργάστηκε στενά με τα βρετανικά τελωνεία, τη Σκότλαντ Γιαρντ και άλλους κυβερνητικούς οργανισμούς, για να εντοπίσει και να αποκαταστήσει αυτά τα αντικείμενα που τα άρπαξαν από το Ιράκ και το Αφγανιστάν στους πρόσφατους πολέμους» εξήγησε στους δημοσιογράφους ο διευθυντής του, Χάρτβιγκ Φίσερ, κάνοντας λόγο για «μερικά υπέροχα δείγματα».
Μεταξύ των αντικειμένων αυτών περιλαμβάνονται γλυπτά της Γκαντάρα (αρχαία ονομασία μιας περιοχής που σήμερα καλύπτει μέρος του Αφγανιστάν και του Πακιστάν), τα οποία εξήχθησαν παράνομα και κατασχέθηκαν από τις βρετανικές Αρχές το Σεπτέμβριο του 2002.
Υπάρχουν επίσης πήλινες δέλτοι του 6ου-4ου αιώνα π.Χ., που κατασχέθηκαν το Φεβρουάριο του 2011.
Σε αυτές τις δέλτους, μεγέθους μόλις μερικών εκατοστών, είναι γραμμένα 154 κείμενα, με σφηνοειδή γραφή, όπως επιστολές, ένα μαθηματικό κείμενο και διάφορα οικονομικά στοιχεία.
Οι περισσότερες προέρχονται από την περιοχή Ιρισαγκρίγκ, η οποία λεηλατήθηκε μετά την αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ και την ανατροπή του Σαντάμ Χουσέιν, το 2003.
Οι δέλτοι θα δοθούν στο Εθνικό Μουσείο του Ιράκ στη Βαγδάτη.
Στα γλυπτά περιλαμβάνονται επίσης μια προτομή του Μποντισάτβα (Βούδα) από γκρίζο σχιστόλιθο και εννέα πήλινες, ζωγραφισμένες κεφαλές.
Τα αντικείμενα αφίχθησαν από το Αφγανιστάν στη Βρετανία μέσα σε δύο ξύλινα κουτιά, που κίνησαν τις υποψίες των τελωνειακών.
«Με την άδεια του Εθνικού Μουσείου του Αφγανιστάν, θα εκθέσουμε ορισμένα στο Βρετανικό Μουσείο, μέχρι να τα στείλουμε πίσω, μέσω της πρεσβείας» πρόσθεσε ο Φίσερ.
Το Βρετανικό Μουσείο προωθεί επίσης ένα σχέδιο συνεργασίας με τη συμμετοχή υπηρεσιών αρχαιότητων, συλλεκτών και πωλητών έργων τέχνης, ώστε να εντοπιστούν και να επιστραφούν αντικείμενα που έχουν κλαπεί από την Αίγυπτο και το Σουδάν.
Μόνο πέρσι, χάρη σε αυτό το πρόγραμμα, εντοπίστηκαν περίπου 700 αντικείμενα από αυτές τις δύο χώρες.
(Πηγή πληροφοριών: ΑΠΕ – ΜΠΕ)