Οι εκλογές τελείωσαν, οι πολίτες ψήφισαν, τα αποτελέσματα καταγράφηκαν και ανήκουν στην Ιστορία.
Οι ερμηνείες τους δεν έχουν τόση σημασία και πάντως δεν είναι μονοσήμαντες.
Το θέμα είναι ότι έπειτα από δέκα χρόνια κρίσης εκλέγεται, με τους όρους που εκλέγεται, μία κυβέρνηση και ένας πρωθυπουργός ο οποίος έχει μία ευκαιρία. Μία.
Δεν είναι αναγκαστικά ευχάριστη συνθήκη, αλλά το να έχεις μία ευκαιρία, αντί να έχεις ένα πιστόλι στον κρόταφο, είτε το κρατάς ο ίδιος για να αυτοκτονήσεις, είτε στο βάζει κάποιος άλλος επειδή του χρωστάς, έχει μία κάποια διαφορά.
Η ευκαιρία του Μητσοτάκη συνίσταται στο ότι είναι εκείνος ο οποίος εκλέγεται με μετρημένες προσδοκίες και παραλαμβάνει μία κατάσταση, η οποία είναι δύσκολο να χειροτερέψει.
Δεν είναι όσο απλό ακούγεται. Την ίδια στιγμή, καλείται να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, οι οποίες δεν έγιναν στα δέκα τραυματικά χρόνια που προηγήθηκαν. Μεταρρυθμίσεις χωρίς ιδεολογικά φορτία και εμμονές, αλλά τέτοιες που θα επιτρέψουν στην χώρα να καλύψει την άβυσσο που την χωρίζει από τον προηγμένο κόσμο. Αν δεν το κάνει, η άβυσσος είναι εκεί και περιμένει.
Η σύνθεση της νέας κυβέρνησης έχει μία διαφορά από πολλές της προηγούμενης περιόδου. Δεν περιλαμβάνει δυσάρεστες εκπλήξεις και εν πολλοίς αποτελείται από ανθρώπους με κάποια εμπειρία – όχι κατ’ ανάγκη στις υπουργικές θέσεις, αλλά και στα χαμηλότερα και κρίσιμα επίπεδα.
Το κρισιμότερο πεδίο αυτήν την φορά – και παραδόξως – δεν είναι αυτό της Οικονομίας. Όχι επειδή τα προβλήματα είναι λυμένα, ούτε επειδή έχει την τύχη αυτή η κυβέρνηση να μην είναι με το χέρι απλωμένο και να παρακαλά για δόσεις και εκταμιεύσεις. Πολύ περισσότερο επειδή οι κινήσεις της σε άλλους τομείς μπορούν να λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά εν γένει.
Το κρισιμότερο πεδίο είναι αυτό του ψηφιακού μετασχηματισμού του κράτους. Ο φέρων την ευθύνη του συγκεκριμένου χαρτοφυλακίου, Κυριάκος Πιερρακάκης, έχει μπροστά του μία πρόκληση μεγαλύτερη και από εκείνην του θεωρητικώς προκατόχου του Νίκου Παππά, ο οποίος ήθελε να κατακτήσει την Σελήνη. Πρέπει σε χρόνο σύντομο (όσο σχετικό και αν είναι αυτό…) να δημιουργήσει υποδομές και μηχανισμούς ή/και να αξιοποιήσει ό,τι ήδη υπάρχει, προκειμένου να περιοριστεί η αλληλεπίδραση πολίτη-κράτους και η γραφειοκρατία, με ό,τι αυτά συνεπάγονται.
Αν μιλάμε για την δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους, η βασική προϋπόθεση βρίσκεται σε αυτό το πεδίο, όπου παρεμπιπτόντως η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των σχετικών κατατάξεων της Ενωσης ως προς τις ψηφιακές επιδόσεις των κρατών – μελών.
Από τις βελτιώσεις σε αυτές τις προκλήσεις εξαρτάται η πρόοδος σε μία σειρά πεδίων. Μεταξύ αυτών και στο πολιτικό. Όσο περιορίζεται η αναγκαστική και εξοντωτική επαφή του πολίτη με το βραδύ και αναποτελεσματικό κράτος, τόσο μειώνεται και ο διαβρωτικός ρόλος του δημοσίου, η κατασπατάληση πόρων, το πελατειακό νταραβέρι και, εν τέλει, ο δεσποτικός ρόλος του δημοσίου και η αναποτελεσματική και κοστοβόρος λειτουργία του σε βάρος του ιδιωτικού τομέα. Είναι η μεγαλύτερη και βαθύτερη πληγή του ελληνικού κράτους και πρέπει να κλείσει.
Κατά τα άλλα, οι προκλήσεις δεν σταματούν εκεί. Μπορεί η απερχόμενη κυβέρνηση να ισχυρίζεται ότι δεν παραδίδει καμένη γη, αλλά η άποψή της δεν έχει και τόση σημασία. Η κατάσταση στην Παιδεία για παράδειγμα θυμίζει όχι απλώς καμένη γη, αλλά βομβαρδισμένο τοπίο.
Απλώς η ανοικοδόμηση μετά την καταστροφή πάντοτε δημιουργεί εξ ορισμού μία συνθήκη προόδου. Απαιτείται όμως θάρρος, ταχύτητα και αποφασιστικότητα. Ειδάλλως, το κόστος των χαμένων ευκαιριών αρχίζει και γίνεται αβάσταχτο.