Η φωνή του από το Λονδίνο ακούγεται καθαρή. Μόλις έχει τελειώσει η εξεταστική του Ιουνίου και ο Τζέιμς Nτέιβιντσον έχει επιστρέψει από το Πανεπιστήμιο του Γουόρικ όπου διδάσκει Αρχαία Ιστορία. Φημισμένο για την αριστερή ιδεολογία του από τη μια, αλλά και για τη δυναμική σχέση του με την επιχειρηματική κοινότητα από την άλλη, το πανεπιστήμιο προσφέρει πτυχίο Κλασικών Σπουδών και Αρχαίας Ιστορίας «γιατί δεν θέλουμε η ελληνορωμαϊκή κουλτούρα να αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο μιας κοινωνικής ελίτ που φοιτά σε ιδιωτικά σχολεία, αλλά να είναι προσβάσιμη σε όλους». Οι φοιτητές του, που πρόσφατα αυξήθηκαν στους εβδομήντα ανά έτος, παρακολουθούν μαθήματα Αρχαίων Ελληνικών και Λατινικών από το μηδέν και καταλήγουν να διαβάσουν Ομηρο και Αισχύλο από το πρωτότυπο, «αν μελετήσουν πολύ σκληρά» μου λέει ο Ντέιβιντσον στο τηλέφωνο. Τι τους στρέφει στις Κλασικές Σπουδές; «Στα είκοσι χρόνια που διδάσκω, η απάντηση είναι πάντα η ίδια: η μυθολογία».
Οι αρχαιοελληνικοί μύθοι γοήτευσαν και τον ίδιο και στα εννιά του είπε στους γονείς του ότι θέλει να μάθει Αρχαία Ελληνικά. Φοίτησε σε ένα ιδιωτικό κλασικό σχολείο και ως ιστορικός πλέον ερευνά όχι μόνο τους μύθους, αλλά όψεις του κοινωνικού και πολιτισμικού βίου των αρχαίων Ελλήνων, τι έτρωγαν, τι έπιναν, πώς διασκέδαζαν, πώς ερωτεύονταν. Η σεξουαλικότητα των αρχαίων Ελλήνων είναι το θέμα του βιβλίου του Οι Ελληνες και ο ελληνικός έρως (μετάφραση Λύο Καλοβυρνάς, Αλεξάνδρεια, 2019), που πρωτοκυκλοφόρησε στα αγγλικά το 2007 προκαλώντας πολλές συζητήσεις για τα συμπεράσματα του Ντέιβιντσον και για ακροβασίες στη μεταχείριση των αρχαίων πηγών.
«Ενιωθα καθήκον να γράψω αυτό το βιβλίο», λέει ο ίδιος για το βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά, «γιατί ο ακαδημαϊκός λόγος για την ομοφυλοφιλία των αρχαίων Ελλήνων είχε περιοριστεί σε μια εμμονή με το σεξ: υπονοεί το τάδε κείμενο ότι αυτοί έκαναν σεξ, πώς το έκαναν, ήταν ενεργητικοί ή παθητικοί; Οταν το 1978 ο σερ Κένεθ Ντόβερ εξέδωσε τη γνωστή μελέτη του “Η ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα”, εστίαζε σε κλινικές λεπτομέρειες με τρόπο πιπεράτο, σχεδόν πορνογραφικό. Ηθελα λοιπόν να διευρύνω τη συζήτηση γι’ αυτό που αποκαλείται “ελληνικός έρως”, που δεν αφορά μόνο την αρχαιοελληνική ομοφυλοφιλία, αλλά αυτό το φαινόμενο που έχει εξυμνήσει και έχει καταδικάσει η ευρωπαϊκή Ιστορία για πάρα πολύ καιρό. Πώς είναι δυνατόν, αν δεχτούμε τον Ντόβερ, ένας ολόκληρος πολιτισμός να είναι γκέι και από την άλλη πώς είναι δυνατόν ένας τέτοιος πολιτισμός να είχε τόσο μεγάλη επίδραση πάνω στην ανθρώπινη φύση; Πολλοί, ακολουθώντας τον Μισέλ Φουκό, υποστηρίζουν ότι η σεξουαλικότητα είναι πολιτισμικά καθορισμένη. Εγώ υποστηρίζω ότι αυτό είναι αδύνατον, είναι γελοίο. Ο πολιτισμός μπορεί να δομήσει τη σεξουαλικότητα, μπορεί να την επηρεάσει, αλλά δεν τη δημιουργεί από το μηδέν».
Ντόβερ και Φουκό
Αρχισε να ερευνά το θέμα γύρω στο 2000, χωρίς να έχει έτοιμα κάποια συμπεράσματα, και το βιβλίο είναι «το χρονικό αυτής της πορείας διερεύνησης του θέματος». Δεν ήταν εύκολο να αμφισβητήσει παραδομένες απόψεις και θεωρίες. «Ο Κένεθ Ντόβερ είναι σήμερα κατά κάποιον τρόπο παρωχημένος, η σκέψη του στενή, και το βιβλίο του ήδη από το 1980, όταν ήμουν φοιτητής, προκαλούσε γέλια. Μελετούσε αρχαιοελληνικά αγγεία που εικόνιζαν συνευρέσεις ανδρών με εταίρες και αναρωτιόταν αν επρόκειτο για κολπική ή πρωκτική συνουσία, για να καταλήξει ότι οι γυναίκες σε αυτές τις απεικονίσεις σοδομισμού δήλωναν νεαρά αγόρια που θα ήταν απεχθές και ανεπίτρεπτο να απεικονίσει ο αγγειογράφος. Ο Ντόβερ θεωρούνταν σπουδαίος φιλόλογος, αλλά ήταν επίσης για γέλια. Από την άλλη πλευρά, έχουμε τον Φουκό, έναν τεράστιο, επιδραστικό στοχαστή, μελετητή της ιστορίας της σεξουαλικότητας, ένα μέγεθος που περιβάλλεται από θρησκευτικό σεβασμό. Οταν είπα ότι ο Φουκό βασιζόταν στα συμπεράσματα του Ντόβερ, αυτό προκάλεσε σύγχυση. Ο ήρωας συμμαχούσε με τον κακό της υπόθεσης; “Λατρεύω τον Φουκό, πώς τολμάτε να τον αμφισβητείτε;” μου είπε μια φοιτήτρια σε μια διάλεξη».
Ελληνικότητα και παιδεραστία
Του λέω ότι το βιβλίο του κυκλοφορεί στην Ελλάδα σε μια χρονική στιγμή που αρχίζουν να αναπτύσσονται ένας θεωρητικός λόγος και μια βιβλιογραφία για ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας, στο πλαίσιο του λεγόμενου έμφυλου λόγου. «Δεν θέλω το βιβλίο μου να τοποθετηθεί σε ένα κουτάκι, σε μια εξειδικευμένη περιοχή του ακαδημαϊκού λόγου, θέλω να το διαβάσουν όλοι όσοι μελετούν αρχαία ελληνικά, γιατί καταπιάνεται και με τη φιλοσοφία, τον αθλητισμό, τη θρησκεία, τη φιλία, τον πόλεμο, τα έθιμα των αρχαίων Ελλήνων. Οπως υποδηλώνει και το πρώτο μέρος του τίτλου, είναι ένα βιβλίο για τους Ελληνες, για τον ελληνικό πολιτισμό». Στις οκτακόσιες σελίδες του βιβλίου ο αναγνώστης θα περιηγηθεί από την Αθήνα του Πλάτωνα ως τη Θήβα και τους στρατώνες της Σπάρτης, την Κρήτη και τη Λέσβο της Σαπφώς, θα διαβάσει για την αρπαγή του ωραίου νεαρού Γανυμήδη από τον Δία και τις ποικίλες αναπαραστάσεις της στις τέχνες.
Ο Ντέιβιντσον υποστηρίζει ότι πρέπει να μελετήσουμε τον έρωτα μεταξύ ομοφύλων στην αρχαιότητα στο πλαίσιο της εποχής, στο πλαίσιο της ελληνικότητας, ξεχνώντας σύγχρονες θεωρίες, και ανατρέχει στο πώς ορίζονταν στην αρχαία Ελλάδα οι ηλικιακές τάξεις για να καταρρίψει την άποψη ότι οι αρχαίοι Ελληνες ήταν παιδεραστές. «Κρίσιμο ζήτημα για την κατανόηση της αρχαιοελληνικής ομοφυλοφιλίας είναι η κατανόηση του όρου “παις”. Δήλωνε το μικρό αγόρι ή κάποιον μεγαλύτερης ηλικίας; Αποδεικνύω, νομίζω, ότι ο όρος χρησιμοποιείται με δύο διαφορετικούς τρόπους: ως στενός τεχνικός όρος δηλώνει μια αθηναϊκή ηλικιακή τάξη, αναφέρεται δηλαδή στα Αγόρια, που ήταν κάτω των 18 ετών, ενώ ως γενικός όρος δηλώνει το σε πανελλήνια κλίμακα αγόρι, που ήταν δηλαδή κάτω των 20 ετών, όχι ακόμα άνδρας.
Αυτή η διπλή χρήση του όρου εξηγεί αυτό που πολλοί αντιλαμβάνονται ως σύγχυση και ως αντιφατική στάση των αρχαίων Ελλήνων απέναντι σε αυτό που θα λέγαμε σήμερα παιδοφιλία. Ναι, είναι σοκαριστικό ότι πολύ νεαρά αγόρια θαυμάζονται και εξυμνούνται, όχι σε κρυφά ημερολόγια και επιστολές, αλλά σε αγάλματα και δημοσιευμένα κείμενα, σε δημόσια τεκμήρια. Υπήρχε κάτι σαν λατρεία για τα όμορφα άμουσα αγόρια. Οι παιδεραστές είναι θαυμαστές αγοριών. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ήθελαν να συνδεθούν σεξουαλικά μαζί τους, σημαίνει ότι τα θαύμαζαν αισθητικά. Επομένως, ένα μεγάλο μέρος αυτού που ο Μπουρντιέ θα αποκαλούσε “συμβολικό κεφάλαιο” συνδέεται με το κάλλος και τη νεότητα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχουμε μια κοινωνία παιδόφιλων. Από την άλλη, υπάρχουν αγγειογραφίες που παριστάνουν ώριμους γενειοφόρους άνδρες να συνουσιάζονται με άμουσα αγόρια. Πώς συμβιβάζονται αυτά τα δύο; Η άποψή μου είναι ότι τα κείμενα δεν αντιφάσκουν, οι Ελληνες ήταν ασυνήθιστα προστατευτικοί όσον αφορά τους γιους τους. Στην Αθήνα οι εύποροι είχαν δούλους, τους παιδαγωγούς, που συνόδευαν και επέβλεπαν τα αγόρια κάτω των 18 ετών. Εκτιμώ ότι τα αγγεία δείχνουν τι δεν έπρεπε να κάνουν αυτά τα αγόρια, τι δεν ήταν αποδεκτό από την κοινωνία. Λέγοντας ότι οι Ελληνες δεν ήταν παιδόφιλοι δέχτηκα πολλή κριτική. Είναι ίσως το πιο επίμαχο ζήτημα του βιβλίου μου, γιατί αντιβαίνει σε στερεότυπες απόψεις: πολλοί ετεροφυλόφιλοι πιστεύουν ότι είναι συνηθισμένο πράγμα οι ομοφυλόφιλοι να είναι παιδόφιλοι, και πολλοί παιδόφιλοι της σύγχρονης εποχής χρησιμοποιούν την αρχαία Ελλάδα ως παράδειγμα για να υποστηρίξουν ότι η Ιστορία δεν ήταν πάντοτε εναντίον τους».
Ομόφυλα ζευγάρια
Οι σχέσεις μεταξύ ομόφυλων ανδρών και γυναικών στην αρχαιότητα δεν ήταν απαραίτητα σεξουαλικής φύσης, υπογραμμίζει. Ηταν πολύπτυχες, λέει, και αναφέρει διάσημα ζευγάρια (Ηρακλής και Ιόλαος, Ορέστης και Πυλάδης, Αχιλλέας και Πάτροκλος, Αρμόδιος και Αριστογείτων) και τελετές ζευγαρώματος, «ομόφυλους γάμους», στην Κρήτη και στη Θήβα. Αυτό ήταν ένα άλλο επίμαχο σημείο της μελέτης του. «Μια μερίδα της κριτικής ισχυρίστηκε ότι είμαι πολύ ρομαντικός, ότι παρουσιάζω τα πράγματα από μια “ροζ” οπτική και μια άλλη, βασιζόμενη στο ποιος είμαι, ισχυρίστηκε ότι έγραψα ένα βιβλίο για να υποστηρίξω τη δική μου θεώρηση των πραγμάτων. Οταν γράφω λοιπόν για τους γάμους ομοφύλων στην αρχαιότητα, το επιχείρημα είναι ότι “ο συγγραφέας είναι ένας ομοφυλόφιλος άνδρας που βλέπει γάμους ομοφυλοφίλων ακόμη και στην αρχαιότητα”, παρότι οι γάμοι ήταν ήδη εκεί, απαντούν στον Ξενοφώντα».
Το θέμα είναι αβανταδόρικο και είναι αναμενόμενο να προκαλεί συζητήσεις, λέει. «Ως επιστήμονες, αναζητούμε την αλήθεια. Υπάρχουν καλά και κακά επιχειρήματα. Στο τέλος θα επικρατήσουν τα καλύτερα».