Μπορεί η λύση της δημιουργίας μιας κεντρικής bad bank για όλο το τραπεζικό σύστημα να απορρίφθηκε στα πρώτα χρόνια της κρίσης, καθώς οι μόνοι διαθέσιμοι χρηματοδότες ενός τέτοιου εγχειρήματος, οι ευρωπαίοι εταίροι δηλαδή, την απέρριψαν εξαρχής, ωστόσο πλέον τα πράγματα κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση.
Υστερα από πολλά χρόνια αναποτελεσματικής, για διάφορους λόγους, διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων από τις ίδιες τις τράπεζες, οι συμφωνίες που υλοποιούνται αυτή την περίοδο για την αντιμετώπιση του προβλήματος θα οδηγήσουν εν τέλει στη συγκέντρωση του μεγαλύτερου μέρους των επισφαλειών υπό τον διαχειριστικό έλεγχο δύο ή το πολύ τριών εταιρειών.
Με τον τρόπο αυτόν επαγγελματίες του είδους, με αποκλειστικό αντικείμενο τις ανακτήσεις οφειλών, θα επιχειρήσουν να κάνουν καλύτερα τη δουλειά που οι ίδιες οι τράπεζες όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν πέτυχαν να φέρουν εις πέρας, τουλάχιστον στον επιθυμητό βαθμό. Και από την πλευρά τους τα πιστωτικά ιδρύματα θα επικεντρωθούν στην ανάπτυξη νέων εργασιών, δηλαδή στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Δύο συμφωνίες-κλειδί
Δύο είναι τα deals του εφετινού καλοκαιριού που θα ανατρέψουν πλήρως τους έως σήμερα συσχετισμούς. Το πρώτο αφορά την πώληση από την Τράπεζα Πειραιώς του 80% της εσωτερικής μονάδας επισφαλειών του ομίλου στην πολυεθνική Intrum και την υπογραφή 10ετούς αποκλειστικής σύμβασης διαχείρισης όλων των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων της ύψους περίπου 27 δισ. ευρώ.
Το δεύτερο υλοποιείται από τη Eurobank με τη διάθεση ενός ανάλογου ποσοστού της θυγατρικής της στη διαχείριση επισφαλειών, Financial Planning Services (FPS), σε έναν από τους μεγαλύτερους διαχειριστές παγκοσμίως, την Pimco, με την οποία έχει ξεκινήσει αποκλειστικές συζητήσεις. Η εταιρεία θα πάρει «προίκα» το σύνολο των «κόκκινων» χαρτοφυλακίων της Eurobank ύψους 25 δισ. ευρώ.
Την ίδια στιγμή, η Alpha Bank έχει ήδη αναθέσει στην εταιρεία Cepal, όπου συμμετέχει με 45%, τη διαχείριση δανείων λιανικής ύψους 7 δισ. ευρώ περίπου. Παράλληλα, η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας εξετάζει το ενδεχόμενο να αναθέσει σε ανεξάρτητο διαχειριστή στεγαστικά δάνεια ύψους περίπου 1 δισ. ευρώ, ώστε να δοκιμάσει την αποτελεσματικότητα αυτής της στρατηγικής.
Συγκέντρωση
Αυτό σημαίνει ότι έως το τέλος του χρόνου από τα περίπου 80 δισ. ευρώ «κόκκινων» δανείων που βρίσκονται σήμερα στους ισολογισμούς των τραπεζών, με τον έναν (απλές αναθέσεις) ή τον άλλον τρόπο (πωλήσεις, τιτλοποιήσεις), περισσότερα από 70 δισ. ευρώ δεν θα τους απασχολούν σε καθημερινή βάση.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτών δε, περί τα 52 δισ. ευρώ, θα βρίσκεται υπό τη διαχείριση δύο εταιρειών.
Επιπλέον, οι μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου θα επιχειρήσουν τα επόμενα χρόνια να κλέψουν μερίδια από μικρότερους παίκτες, οι οποίοι λόγω αντιοικονομιών κλίμακας δεν θα καταφέρουν να επιβιώσουν. Οπως επισημαίνει σχετικά κορυφαίο τραπεζικό στέλεχος, η αλήθεια είναι πως είναι λίγοι οι διαχειριστές που έχουν σήμερα τη δυνατότητα να «σηκώσουν» εργασίες υψηλού όγκου.
«Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμώ ότι τα επόμενα χρόνια θα υπάρξει συγκέντρωση στην αγορά, καθώς εταιρείες με μικρότερα χαρτοφυλάκια δεν θα μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στο αναπόφευκτα υψηλό μισθολογικό και λειτουργικό κόστος» τονίζει σχετικά η ίδια πηγή. Και συμπληρώνει πως «μικρότερες εταιρείες θα μπορούσαν να δραστηριοποιηθούν αποτελεσματικά σε niche αγορές, όπως στα ξενοδοχεία ή στον χώρο της ναυτιλίας».
Με τον τρόπο αυτόν μέσα στο 2020 αναμένεται η διαχείριση της συντριπτικής πλειονότητας των «κόκκινων» δανείων, τόσο αυτών που θα έχουν πουληθεί ή τιτλοποιηθεί όσο και εκείνων που θα παραμείνουν εντός τραπεζικών ισολογισμών, να περάσει στα χέρια λίγων ανεξάρτητων εταιρειών. Μπορεί να μη μιλάμε λοιπόν για μία κεντρική «κακή τράπεζα», ωστόσο επιτυγχάνεται ο στόχος της συγκέντρωσης των επισφαλειών στον έλεγχο μετρημένων στα δάχτυλα του ενός χεριού διαχειριστών.
Παράλληλα, οι μεγαλύτερες εταιρείες του χώρου θα επιχειρήσουν την επέκταση και σε άλλους τομείς που αντιμετωπίζουν προβλήματα καθυστερήσεων και αναζητούν εξειδικευμένες λύσεις.
Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα των ασφαλειών, του leasing και του factoring, καθώς θα συνέφερε υπό όρους τις επιχειρήσεις των κλάδων αυτών η ανάθεση της διαχείρισης των οφειλών των πελατών τους σε τρίτους.
Φυσικά, οι διαχειριστές θα κονταροχτυπηθούν και για δουλειές που θα ανοίξουν εφόσον εφαρμοστούν τα σχέδια του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και της Τράπεζας της Ελλάδος, που θα βοηθήσουν στην υλοποίηση τιτλοποιήσεων ύψους 20 και 40 δισ. ευρώ αντίστοιχα.
Περισσότερο αποτελεσματικές οι νέες ρυθμίσεις
Κεντρικό στόχο των ανεξάρτητων διαχειριστών αποτελεί η βελτίωση των οργανικών επιδόσεων. Δηλαδή η οριστική θεραπεία όσο το δυνατόν περισσότερων ανοιγμάτων τα επόμενα χρόνια, που αποτελεί και το κλειδί για τη μείωση των δεικτών καθυστερήσεων σε βιώσιμα επίπεδα, με ανεκτό πιστωτικό κόστος.
Μέχρι στιγμής τα αποτελέσματα των τραπεζών σε αυτό το κομμάτι είναι μάλλον απογοητευτικά. Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε την περασμένη εβδομάδα η Τράπεζα της Ελλάδος, στο τέλος του περασμένου Μαρτίου τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ανήλθαν σε 80 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 1,8 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2018 και κατά περίπου 27,2 δισ. ευρώ έναντι του Μαρτίου 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο.
Ωστόσο, η βελτίωση καταγράφηκε κυρίως λόγω των διαγραφών και των πωλήσεων χαρτοφυλακίων σε τρίτους και όχι στις επιτυχημένες ρυθμίσεις. Για παράδειγμα, η μείωση του α’ τριμήνου του 2019 προήλθε κατά 95% από τις δύο προαναφερθείσες πηγές.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι, παρά τις βελτιώσεις στο οικονομικό και θεσμικό περιβάλλον, οι εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης, δηλαδή μέσω είσπραξης καθυστερούμενων οφειλών, αναδιαρθρώσεων δανείων, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων, παραμένουν περιορισμένες.
Ως εκ τούτου, οι νέοι διαχειριστές των εγχώριων δανείων καλούνται με την εμπειρία και την τεχνογνωσία τους να πετύχουν καλύτερα αποτελέσματα.
Το υπόλοιπο
Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση τα τελευταία επίσημα στοιχεία, το υπόλοιπο των ρυθμισμένων δανείων ανερχόταν σε 29,4 δισ. ευρώ, ποσοστό 37% επί του συνόλου των ανοιγμάτων. Ως εκ τούτου υπάρχουν περιθώρια σημαντικής αύξησης των σχετικών μεγεθών.
Επιπλέον, θα πρέπει οι νέες ρυθμίσεις που θα εφαρμοστούν να είναι περισσότερο αποτελεσματικές, αντιστρέφοντας τις τρέχουσες τάσεις. Κι αυτό διότι το ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης, αλλά εμφάνισαν και πάλι καθυστέρηση, παραμένει σε ανησυχητικά υψηλό επίπεδο. Μάλιστα, σε μεγάλο μέρος των ρυθμίσεων η καθυστέρηση εμφανίζεται μόλις ένα τρίμηνο μετά την εφαρμογή της αναδιάρθρωσης.