Ύστερα από μια ιδιαίτερα μακρά προεκλογική εκστρατεία, που ξεκίνησε αρκετά πριν και από τις ευρωεκλογές (θα μπορούσε κανείς να πει ότι η εκδήλωση στο Ζάππειο τον Αύγουστο του 2018 για το «τέλος των μνημονίων» ήταν η ανεπίσημη έναρξη), πλέον ήρθε η ώρα της κάλπης.
Αυτή τη φορά οι εκλογές δεν δείχνουν να εκφράζουν τις ισχυρές μετατοπίσεις και ανατροπές της περιόδου των μνημονίων όπως έγινε το 2012 και το 2015, αλλά περισσότερο το κλείσιμο του ιστορικού κύκλου που άνοιξε πολιτικά με τις εκλογές του 2009 (κοινωνικά θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι ξεκίνησε με τις συγκρούσεις του Δεκεμβρίου του 2008).
Ενός ιστορικού κύκλου όπου κλονίστηκαν οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα μιας ολόκληρης περιόδου και όπου η ελληνική κοινωνία πέρασε μέσα από την εναλλαγή μεγάλων κινητοποιήσεων, διεκδίκησης αλλαγής και τελικά διάψευσης και στροφής προς τις «τεχνολογίες επιβίωσης» σε ένα περιβάλλον σαφώς δυσμενέστερο.
Η διαφαινόμενη πολιτική κυριαρχία της ΝΔ
Όλα τα δημοσκοπικά δεδομένα παραπέμπουν σε μια σαφή πολιτική κατίσχυση της ΝΔ. Η διαφορά με τον ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να έχει τάσεις ακόμη και να διευρυνθεί σε σχέση με τις Ευρωεκλογές, ενώ το τελικό ποσοστό της ΝΔ έχει τάση να πλησιάσει το 40% (σύμφωνα με ορισμένες εταιρείες και να το ξεπεράσει).
Αυτό με τη σειρά του έχει και ένα απτό πολιτικό συνεπακόλουθο: η ΝΔ βλέπει να εξασφαλίζει την αυτοδυναμία στα περισσότερα εκλογικά σενάρια, ακόμη και σε επτακομματική Βουλή.
Ωστόσο, η πολιτική κυριαρχία δεν αφορά απλώς και μόνο την «αριθμητική» διάσταση των εκλογών. Ο συνδυασμός ανάμεσα στην εκλογική πρωτιά, τη μεγάλη διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ και την κατίσχυση στις 12 από τις 13 περιφέρειες της χώρας διαμορφώνει μια θέση πολιτικής κυριαρχίας που έχει πολλά χρόνια να απολαύσει πολιτικός σχηματισμός της χώρας.
Αυτό δεν ακυρώνει το γεγονός ότι ένας βαθμός πολιτικής ρευστότητας θα συνεχίσει να υπάρχει, προϊόν της προηγούμενης ρευστοποίησης των πολιτικών εκπροσωπήσεων, η Νέα Δημοκρατία θα μπορεί να διεκδικήσει ότι κατεξοχήν εκπροσωπεί τη «νέα κανονικότητα».
Ο νέος δικομματισμός
Με βάση τις δημοσκοπικές προβλέψεις τα δύο πρώτα κόμματα θα πλησιάσουν το αθροιστικά ένα ποσοστό 65-70%. Παρότι μη συγκρίσιμο με άλλες εποχές όταν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ μπορεί και να ξεπέρναγαν αθροιστικά το 80% δεν παύει να παραπέμπει σε ένα νέο δικομματισμό που σταδιακά παγιώνεται. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι κατά πάσα πιθανότητα ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ θα είναι τα μόνα κόμματα με διψήφιο ποσοστό ψήφων.
Βέβαια, ο δικομματισμός αυτός είναι κάπως άνισος στο εσωτερικό του. Ο ένας πόλος, αυτός της κεντροδεξιάς είναι σαφώς πιο συμπαγής. Αντίθετα, ο κεντροαριστερός πόλος έχει μεν ως κυρίαρχο φορέα το ΣΥΡΙΖΑ αλλά το ΚΙΝΑΛ εξακολουθεί να διεκδικεί να είναι τμήμα του (τη μάχη να διεκδικήσει την ηγεμονία την έχασε προ πολλού).
Το βασικό στοιχείο της ανάδειξης και σταθεροποίησης ενός νέου δικομματισμού ότι διαμορφώνει μια άλλη πλευρά της «νέας κανονικότητας». Την αίσθηση ότι η πολιτική αφορά την εναλλαγή ανάμεσα σε δύο βασικούς πολιτικούς χώρους που ανεξαρτήτως ρητορικής εκφράζουν διαφορετικές παραλλαγές μιας πολιτικής που έχει κοινό πυρήνα, στην προκειμένη περίπτωση το «μνημονιακό κεκτημένο».
Η μάχη του ΣΥΡΙΖΑ να πλησιάσει το 30% και η πρόκληση της αξιωματικής αντιπολίτευσης
Στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δεν αναφέρονται φυσικά στην «ανατροπή», αλλά σε δύο συμπληρωματικούς στόχους: να ξεπεράσει ο ΣΥΡΙΖΑ το ποσοστό των βουλευτικών εκλογών του 2012 (26,89%) –και ει δυνατόν να πλησιάσει το 30% (κάτι μάλλον δύσκολο με βάση τα τωρινά δεδομένα)– και να έχουν μονοψήφια διαφορά από τη ΝΔ.
Ο δεύτερος στόχος δείχνει δύσκολος εάν συνεχιστεί η ανοδική τάση της ΝΔ. Ο στόχος να ξεπεράσει το ποσοστό του 2012 φαντάζει πιο εφικτός.
Στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ σε αυτές τις εκλογές θα επιδείξει μεγάλη πολιτική αντοχή και θα υποστεί μεγάλη πολιτική ήττα. Το φαινομενικά οξύμωρο αυτό σχήμα περιγράφει δύο πλευρές της πραγματικότητας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με το πραγματικό πολιτικό κόστος των μέτρων που πήρε και του βαθμού που αυτά αποξένωσαν μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του, θα δείξει πολιτική αντοχή. Άλλα κόμματα στη θέση του, όπως το ΠΑΣΟΚ το 2012, αποσαθρώθηκαν πολιτικά και εκλογικά.
Από την άλλη, το αποτέλεσμα είναι μια μεγάλη ήττα γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να ολοκληρώσει το πρόγραμμα και να μην έχει την κατάρρευση που είχαν άλλες κυβερνήσεις, χωρίς όμως να μπορέσει να αντιστρέψει το πολιτικό κλίμα σε βάρος του.
Τώρα η πρόκληση είναι η θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αυτή θα μπορούσε να είναι και ένα αναγκαίο πέρασμα για την ανασυγκρότηση, τη διαμόρφωση κομματικού μηχανισμού, την εκ νέου συνάντηση με τα κοινωνικά κινήματα και φυσικά την εμπέδωση της κυρίαρχης θέσης ως προς τον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς.
Παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα αντιμετωπίσει πρόβλημα αμφισβήτησης της ηγεσίας (αν και γκρίνιες για το πώς διαμορφώθηκε μια ντε φάκτο ηγετική ομάδα στο Μέγαρο Μαξίμου θα υπάρξουν), υπάρχει ο κίνδυνος ένα κλίμα απογοήτευσης και αποκαρδίωσης από την απώλεια της κυβερνητικής εξουσίας να μεταφραστεί και σε συνολικότερη πολιτική υποχώρηση.
Τα υπόλοιπα κόμματα
Με βάση τις περισσότερες έρευνες στις εκλογές θα επαναληφθεί το σενάριο των εθνικών εκλογών. Το ΚΙΝΑΛ θα διατηρήσει την τρίτη θέση (αν και δεν θα βρεθεί αντιμέτωπο με την «τρίτη εντολή»), αλλά το ποσοστό του θα παραμείνει σχετικά χαμηλό και σίγουρα δεν θα φτάσει στην κλίμακα εκείνη που θα του επέτρεπε να διεκδικήσει ξανά την ηγεμονία στο χώρο της κεντροαριστεράς.
Μένει να δούμε ποιες θα είναι οι μετεκλογικές διεργασίες και εάν θα υπάρξουν κριτικές για μια προεκλογική εκστρατεία που σφραγίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις προσωπικές επιλογές της κ. Φώφης Γεννηματά, ξεκινώντας από την αποπομπή ουσιαστικά του κ. Ευάγγελου Βενιζέλου.
Το ΚΚΕ θα διατηρήσει τις δυνάμεις του, όμως και αυτή τη φορά δεν θα μπορέσει να κερδίσει ένα κρίσιμο κομμάτι αριστερόστροφης διαμαρτυρίας απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ παρότι αυτή τη φορά έχει δώσει μεγάλη έμφαση στις δηλώσεις υποστήριξης από ανθρώπους που είχαν περάσει από τον ευρύτερο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ στο παρελθόν.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν επίσης ότι η Χρυσή Αυγή θα συνεχίσει να έχει υποχώρηση. Η εκλογική αυτή κάμψη του ακροδεξιού σχηματισμού είναι μια σημαντική πλευρά των πολιτικών εξελίξεων και συμπίπτει με την ολοκλήρωση της δίκης και τη διαφαινόμενη καταδίκη της ηγεσίας ως «εγκληματικής οργάνωσης».
Τι θα κάνουν Ελληνική Λύση και ΜέΡΑ25
Το μεγάλο εκλογικό ερώτημα των εκλογών και ίσως το μόνο που μπορεί να πάρει χαρακτηριστικά «θρίλερ» κατά την καταμέτρηση των αποτελεσμάτων είναι το τι θα γίνει με την Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου και το ΜέΡΑ25 του Γιάνη Βαρουφάκη.
Οι δημοσκοπήσεις τους δείχνουν να κινούνται οριακά γύρω από το 3%. Σε μια αντιστροφή του αποτελέσματος των ευρωεκλογών πιο πιεσμένη φαίνεται η Ελληνική Λύση, αντιμέτωπη τόσο με την σαφή προσπάθεια της ΝΔ για τον επαναπατρισμό δυσαρεστημένων δεξιών ψηφοφόρων ενόψει της επιστροφής της στην κυβερνητική εξουσία, όσο και με την ιδιαίτερα επικριτική στάση της Εκκλησίας που στο συγκεκριμένο τμήμα του εκλογικού σώματος παίζει σημαντικό ρόλο.
Αντίθετα, ο Γιάνης Βαρουφάκης που σε μεγάλο βαθμό τροφοδοτείται από μια πιο αποφασισμένη δυσαρέσκεια απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και από ένα πιο διάχυτο κοινό που έλκεται από το σχήμα της «υπεύθυνης ανυπακοής» που προτείνει ο πρώην υπουργός Οικονομικών, δείχνει να έχει μια πιο σταθερή εκλογή βάση.
Όμως και στην περίπτωση του δικού του σχηματισμού η πίεση από τον ΣΥΡΙΖΑ εντάθηκε τελευταίο διάστημα, ιδίως μέσα από τη «στρατηγική του φόβου» σε σχέση με την επερχόμενη κυβέρνηση Μητσοτάκη που καλλιέργησε η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ.
Μπορεί τα ποσοστά της Ελληνικής Λύσης και του ΜέΡΑ25 να μην επηρεάζουν την αυτοδυναμία της ΝΔ, όμως το εάν θα περάσουν το όριο του 3% είναι σημαντικό για το εύρος της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που θα έχει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.