Οι εθνικές εκλογές που επιβλήθηκαν εκ των πραγμάτων μετά τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών λαμβάνουν χώρα σε εξαιρετικά βαρύ κλίμα, που το χαρακτηρίζουν η πολιτική παρακμή, η διάλυση του κοινωνικού ιστού, η διάχυτη ανυπακοή στους νόμους και ο ευτελισμός των θεσμών, το οποίο επιδεινώνεται από τις εξελίξεις στο Αιγαίο, στην Κύπρο και ευρύτερα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Συνήθως, όσο πλησιάζουν εκλογικές αναμετρήσεις, τόσο πυκνώνουν οι επισκέψεις πολιτικών σε εκκλησιαστικούς ταγούς, κυρίως στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και στους κατά τόπους μητροπολίτες, κατά περίπτωση, προκειμένου οι υποψήφιοι προπάντων να φωτογραφηθούν και να εμπλουτίσουν το διαφημιστικό τους φυλλάδιο με αποδείξεις της προσήλωσής τους στην Εκκλησία και κατ’ επέκταση να καταδείξουν την πίστη τους στην Ορθοδοξία…
Το φαινόμενο αυτό, που ατυχώς παρουσιάζει μια κανονικότητα στον δημόσιο βίο της χώρας μας, γεννά σειρά ζητημάτων και εύλογων ερωτημάτων.
Η πίστη στην Ορθόδοξη Εκκλησία και γενικά η απόδειξη ότι κάποιος είναι θρησκευόμενος είναι ένα ενδιάθετο δικαίωμα που συνδέεται στενά με τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής του ανθρώπου και δεν χρήζει ανακοινώσεως, πόσω μάλλον επιδεικτικής προβολής. Και αυτό ισχύει είτε είναι κάποιος πολιτικός ή πολιτευτής και γενικότερα δημόσιο πρόσωπο είτε όχι.
Εάν εξαιρέσει κανείς εορτές, κατά τις οποίες απαιτείται από το πρωτόκολλο η παρουσία δημόσιων προσώπων και κρατικών αξιωματούχων σε επίσημες δοξολογίες ή λειτουργίες, ως εκ του κρατούντος συστήματος σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας στη χώρα μας, όπως για παράδειγμα την Κυριακή της Ορθοδοξίας, κατά την οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας όχι απλώς παρίσταται, αλλά είθισται και να απαγγέλλει το «Σύμβολο της Πίστεως», δεν προβλέπεται ούτε και συνιστάται η επιδεικτική εμφάνιση ως οιονεί απόδειξη του βαθμού πίστεως όποιου προσώπου.
Βέβαια ανακύπτει ένα πρώτο ερώτημα, εάν οι εκκλησιαστικοί ταγοί, που, ασφαλώς, κατ’ αρχήν καλώς δέχονται να συναντήσουν πολιτευτές, υποψηφίους και γενικώς δημόσια πρόσωπα, όπως άλλωστε θα έπρεπε να κάνουν για τον οποιονδήποτε, θα έπρεπε να ενδίδουν και στην εκφραζόμενη επιθυμία των επισκεπτών τους να φωτογραφηθούν μαζί τους. Η απάντηση είναι νομίζω προφανής. Αλλά τούτο, ατυχώς, δεν συμβαίνει!
Εξάλλου, είναι γνωστό ευρέως ότι πολιτικά πρόσωπα, αδιακρίτως κομματικής προέλευσης, οδηγούνται, ή διαγκωνίζονται μόνοι τους να φθάσουν, στα πρώτα στασίδια ή και προ της Ωραίας Πύλης, σε ειδικό χώρο, ενίοτε και επί υπερυψωμένου δίκην εξέδρας βάθρου, ή επικεφαλής λιτανειών και περιφορών εικόνων, προκειμένου ο πιστός λαός του Θεού να τους θεάται και να (συν)εκτιμήσει, όταν φθάσει μπροστά στην κάλπη, τη στενή σχέση των συγκεκριμένων προσώπων με την εκκλησιαστική διοίκηση, ακόμη και αν αυτό δεν έχει καμία σχέση με την αληθινή πίστη!
Ο πιστός – ψηφοφόρος έχει, όμως, κατά νου και ότι οι στενοί δεσμοί πολιτικών προσώπων με την τοπική εκκλησιαστική αρχή μπορεί να του φανούν πολύτιμοι, αν θελήσει να κάνει χρήση ενός των πολλών ευαγών ιδρυμάτων της Εκκλησίας (γηροκομείων, ασύλων ανιάτων, ορφανοτροφείων κ.λπ.), στα οποία η είσοδος προϋποθέτει απόφαση των διοικήσεών τους, δηλαδή της Εκκλησίας, αφ’ ης αυτή έχει υποκαταστήσει σχεδόν πλήρως τον προνοιακό ρόλο του κράτους.
Παρατηρείται, προσθέτως, τα τελευταία ιδίως έτη, μια προνομιακή μεταχείριση, από υψηλά ιστάμενους εκκλησιαστικούς ταγούς, πολιτικών ηγετών, οι οποίοι ενώ δηλώνουν άθεοι και παραβιάζουν την εκκλησιαστική διδασκαλία, εξαιρούνται της εφαρμογής του επιτιμιακού κώδικα που θα ίσχυε για κάθε άλλον πιστό, προκειμένου, προφανώς, να μη διαταραχθεί η προνομιακή τους σχέση με τη διοίκηση της Εκκλησίας που αποβλέπει στην παντοειδή κρατική στήριξη.
Η ευχή και ευλογία δίνεται, λοιπόν, προκειμένου η διοίκηση της Εκκλησίας να επιτύχει την προώθηση των όποιων εκκρεμών ζητημάτων της σε επίπεδο δημόσιας διοίκησης ή νομοθετικό. Και το έχει επιτύχει, αφού έχει κατορθώσει, ως εκ των στενών σχέσεων με την κρατική εξουσία, να τροποποιήσει ακόπως περισσότερες από τριάντα φορές τον Καταστατικό της Χάρτη, που είναι νόμος του κράτους, παρακάμπτοντας πλήρως τα όσα προβλέπουν διατάξεις του κανονικού και εκκλησιαστικού δικαίου…
Ενα άλλο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι αν όντως αυτή η θρυλούμενη επιρροή της ποιμαίνουσας Εκκλησίας στο εκλογικό σώμα είναι πραγματική ή ένας μύθος που συντηρείται καθώς εξυπηρετεί τη σχέση οιονεί συγκοινωνούντων δοχείων μεταξύ πολιτικών και εκκλησιαστικών ηγεσιών.
Ασφαλείς μετρήσεις δεν μπορούν να υπάρξουν. Ομως, οι κατ’ έτος επαναλαμβανόμενες πανελλαδικές μετρήσεις του έγκυρου ερευνητικού οργανισμού διαΝΕΟσις για το «τι πιστεύουν οι Ελληνες» οδηγούν, φρονώ, σε κάποια πρώτα συμπεράσματα. Συγκεκριμένα, τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για το 2018, που δεν διαφέρουν σημαντικά από τα προηγούμενα έτη, ενώ εμφανίζουν ένα ευανάγνωστο αποτέλεσμα στο ερώτημα αν πιστεύει κανείς στον Θεό, στο οποίο το 85% απαντά θετικά, μόνο περίπου 28% δηλώνει ότι εμπιστεύεται πολύ την Εκκλησία, ποσοστό που υπολείπεται εντυπωσιακά από αυτούς που δηλώνουν ότι εμπιστεύονται πολύ την οικογένεια (81%) και τις Ενοπλες Δυνάμεις (περίπου 49%).
Συνεπώς, φαίνεται η διοικούσα Εκκλησία εν δυνάμει να επηρεάζει μόνο τον πολύ στενό πυρήνα των πιστών της, πράγμα που μπορεί ίσως να αποδειχθεί, κάποιες φορές, κρίσιμο για έναν υποψήφιο, αλλά δεν μπορεί να επηρεάσει εκλογικές αναμετρήσεις.
Ο κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης είναι ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.