Οξείες αντιδράσεις έχει προκαλέσει στις διοικήσεις των ΑΕΙ της χώρας η απόφαση του υπουργείου Παιδείας για αντιστοιχήσεις τμημάτων ενόψει μετεγγραφών μεταξύ των ανωτάτων Ιδρυμάτων της χώρας που έγιναν σε συνέχεια της «πανεπιστημιοπoίησης» των ΤΕΙ. Μάλιστα η Σύγκλητος του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης προειδοποιεί «ότι θα προβεί σε κάθε νόμιμη ενέργεια και θα λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για το θέμα των μετεγγραφών, με στόχο τη διασφάλιση της αρτιότερης υλοποίησης των προγραμμάτων σπουδών στα Τμήματα του ΑΠΘ».
Μετά από πρόσφατη συνεδρίασή τους τα μέλη της Συγκλήτου του ΑΠΘ δήλωσαν ότι οι σχετικές αποφάσεις του υπουργείου Παιδείας «θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ομαλή και ποιοτική λειτουργία του Αριστοτελείου».
«Το ισχύον, ιδιαίτερα ‘χαλαρό’ σύστημα μετεγγραφών και η προσθήκη ειδικών κατηγοριών εισακτέων οδηγούν σε σημαντική αύξηση των εγγεγραμμένων φοιτητών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, η οποία σε ορισμένα Τμήματα έφτασε το 2018 στον διπλασιασμό των εισακτέων. Η κατάσταση αυτή αναμένεται να επιδεινωθεί περαιτέρω στο άμεσο μέλλον με τη μαζική μετακίνηση φοιτητών προς τα κεντρικά Πανεπιστήμια από τα περιφερειακά νέα Τμήματα που ιδρύθηκαν στο πλαίσιο της πανεπιστημιοποίησης των ΤΕΙ» αναφέρει σε ανακοινωση της η Σύγκλητος του Ιδρύματος.
«Η Σύγκλητος διαπιστώνει ότι η πρόσφατη απόφαση του Υπουργού Παιδείας που καθορίζει τις αντιστοιχίες των Τμημάτων των ΑΕΙ για τις μετεγγραφές του ακαδημαϊκού έτους 2019-2020, σε πολλές περιπτώσεις αντιστοιχίζει με Τμήματα του ΑΠΘ έναν μεγάλο αριθμό νέων Τμημάτων που προέκυψαν από τη διαδικασία συγχωνεύσεων Πανεπιστημίων-ΤΕΙ. Πολλά από αυτά τα Τμήματα είτε δεν έχουν ακόμα εγκεκριμένο πρόγραμμα σπουδών και διδακτικό προσωπικό είτε προέκυψαν από τη μετονομασία υπάρχοντος Τμήματος ΤΕΙ χωρίς καμμία ουσιαστική ακαδημαϊκή διαδικασία» τονίζει στην ανακοίνωση της.
Και συνεχίζει: «Επιπρόσθετα, η Σύγκλητος με λύπη διαπιστώνει ότι η πρόσφατη απόφαση για την κατανομή 500 νέων θέσεων ΔΕΠ σε ΑΕΙ αγνοεί την ομόφωνη πρόταση της πρόσφατης Συνόδου Πρυτάνεων και αδικεί κατάφωρα το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι σε προηγούμενη κατανομή 500 θέσεων το 2016, που συμπεριελάμβανε όλα τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ, το Αριστοτέλειο έλαβε 67 θέσεις, ενώ σήμερα παίρνει μόνο 45, παρά τις συγχωνεύσεις και με λιγότερα ΑΕΙ στη χώρα.
Έχουμε τονίσει πολλές φορές ότι η ανάπτυξη των νέων Τμημάτων δεν μπορεί να γίνεται εις βάρος των ήδη λειτουργούντων. Το ΑΠΘ χάνει κάθε χρόνο περίπου 100 Καθηγητές λόγω συνταξιοδότησης, με αποτέλεσμα, τα τελευταία 10 χρόνια να έχει μειωθεί ο αριθμός των διδασκόντων από 2.300 στους 1.740, ενώ ο αριθμός των φοιτητών συνεχίζει να αυξάνει.
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι η διάκριση εις βάρος του Αριστοτελείου δεν οφείλεται στον προβληματισμό που έχουμε εκφράσει για τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για την κατάργηση-πανεπιστημιοποίηση των ΤΕΙ.
Η Σύγκλητος του ΑΠΘ ζητά:
• Την αλλαγή του ισχύοντος ελαστικού συστήματος μετεγγραφών και τον καθορισμό άνω ορίου 15% στο ποσοστό επί των εισακτέων ανά Τμήμα, για τις μετεγγραφές, ώστε να αποφευχθεί η μαζική μετακίνηση φοιτητών από τα περιφερειακά νέα Τμήματα προς τα κεντρικά Πανεπιστήμια λόγω της δημιουργίας πολλών νέων ομοειδών Τμημάτων.
• Την επανεξέταση της κατανομής των 500 θέσεων Καθηγητών σε ΑΕΙ, προς την κατεύθυνση της πρότασης της Συνόδου Πρυτάνεων.
Η Σύγκλητος υπενθυμίζει την πάγια θέση της ότι ο αριθμός των εισακτέων πρέπει να καθορίζεται σε συνεργασία με τα Πανεπιστήμια, με βάση σαφή, τεκμηριωμένα και ορθολογικά κριτήρια, τα οποία θα λαμβάνουν υπόψη τις οικονομικές και λειτουργικές δυνατότητες των Πανεπιστημίων, με σεβασμό στο συνταγματικά κατοχυρωμένο αυτοδιοίκητό τους.
H διεύρυνση της δυνατότητας πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και η άσκηση ανέξοδης κοινωνικής πολιτικής με μοχλό τις μετεγγραφές των φοιτητών/τριών μπορεί να συνεισφέρει στην ανύψωση του μορφωτικού επιπέδου και να αποσκοπεί στην ικανοποίηση του κοινωνικού συνόλου, θα πρέπει όμως να συνοδεύεται απαραίτητα από αντίστοιχη ενίσχυση των δημόσιων Πανεπιστημίων με οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους και υποδομές για να ανταποκριθούν στο πρόσθετο έργο που τους επιβάλλεται, διαφορετικά αυτά οδηγούνται νομοτελειακά σε παροχή ποιοτικά υποβαθμισμένης εκπαίδευσης».