Η δημοκρατία στη χώρα μας δεν κινδυνεύει. Ισως λόγω του ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής φρόντισε να την εντάξει στην Ευρώπη και ο Κώστας Σημίτης να την τοποθετήσει στον πυρήνα της. Παρά τις έκτοτε προσπάθειες πολλών – κυρίως με το δημοψήφισμα του Ιουνίου του 2015 – να βγάλουν τη χώρα από τις ράγες του ευρωπαϊκού τρένου, αυτό δεν επιτεύχθηκε. Είναι άλλο όμως να διαπιστώνεται ότι η δημοκρατία δεν κινδυνεύει και άλλο να υποστηρίζεται ότι η δημοκρατία μας είναι ώριμη. Είναι ανώριμη, και μάλιστα σε ιδιαίτερα κρίσιμους τομείς.
Ενα πρώτο παράδειγμα για την ανωριμότητα της δημοκρατίας μας είναι ο χαρακτήρας της δικής μας ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αυτή δεν προέκυψε όπως η ευρωπαϊκή αντίστοιχη από την ταυτόχρονη αμφισβήτηση πτυχών της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του κομμουνιστικού μοντέλου. Προέκυψε από τον μετά το 2008 μετασχηματισμό τμήματος του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος σε ρεύμα αριστερού ριζοσπαστισμού και από εκεί σε κόμμα σουπερμάρκετ ή κόμμα-καρτέλ. Οι κομμουνιστογενείς καταβολές του ελληνικού αριστερού ριζοσπαστισμού κάνουν ευεξήγητες απόψεις αδιανόητες για οποιοδήποτε αντίστοιχο ευρωπαϊκό κόμμα. Και τέτοιες είναι οι λενινιστικές απόψεις του τύπου «έχουμε την κυβέρνηση, όχι όμως και την εξουσία». Η ανωριμότητα της δημοκρατίας μας αντανακλάται και στην ιδεολογική ασυλία που απολαμβάνει το «σοβαρό» σταλινικό ΚΚΕ στον πυρήνα του οποίου βρίσκεται αυτή η άποψη. Μια άλλη πλευρά ανωριμότητας είναι η απουσία ενός κλασικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Το ΠαΣοΚ δεν ήταν και δεν είναι τέτοιο, παρά τις προσπάθειες της περιόδου 1996-2004. Οσοι ζητούν την επιστροφή στο ΠαΣοΚ, αναστέλλουν την εμφάνιση ενός πραγματικά ελληνικού σοσιαλδημοκρατικού πόλου. Κόντρα στη λογική πως μόνο το ΠαΣοΚ μάς έχει μείνει, νέοι άνθρωποι καλούνται να γίνουν επισπεύδοντες της διεκδίκησης αυτού του πόλου. Δεν θα χάσουν.
Αυτή η ανωριμότητα όμως φαίνεται κυρίως στον τρόπο που ακόμη και σήμερα αντιμετωπίζεται η εναλλαγή στην εξουσία. Εχει διαφύγει των αναλυτών η άποψη που διαπερνά τον ΣΥΡΙΖΑ, με τη συνεπικουρία και κάποιων όψιμων «σοσιαλδημοκρατών» που κουβαλούν τη λογική του γκρουπούσκουλου στην κεντροαριστερή παράταξη, σύμφωνα με την οποία η επερχόμενη επικράτηση της ΝΔ χαρακτηρίζεται ως παλινόρθωση. Αυτές οι φωνές ομνύουν στη δημοκρατία, αλλά στην ουσία αρνούνται το βασικό συστατικό της, που είναι η εναλλαγή στην εξουσία δημοκρατικών κομμάτων διαφορετικής ιδεολογίας. Γιατί στ’ αλήθεια τι σημαίνει δεξιά παλινόρθωση; Σημαίνει να αντιμετωπίζεις τον έναν από τους δύο πόλους της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής ευημερίας ως μοναρχικό οίκο που ανατρέπεται και επανέρχεται. Σημάδι απτής δημοκρατικής ανωριμότητας.
Υπάρχουν όμως και αυτοί οι «κεντροαριστεροί» που διαβλέπουν στον επερχόμενο δεξιό λαϊκισμό τον μέγα κίνδυνο. Τέτοιες αντιλήψεις είναι τόσο κοινότοπες και έωλες που δύσκολα αποκρύπτουν πως πίσω τους κρύβεται ένα σχέδιο συνεργασίας της Κεντροαριστεράς με τον ΣΥΡΙΖΑ. Η διαφορά αυτών με όσους πήγαν ήδη στον ΣΥΡΙΖΑ είναι στο πότε θα πάνε. Πριν ή μετά τις εκλογές. Αυτές οι προσωπικές στρατηγικές στέκονται μεγάλο εμπόδιο στη συγκρότηση ενός ισχυρού ελληνικού σοσιαλδημοκρατικού πόλου. Παρ’ όλα αυτά, η στροφή της ηγεσίας του Κινήματος Αλλαγής υπέρ μιας πολιτικής που εγγυάται την πολιτική και κυβερνητική σταθερότητα και η «κρυφή» εγκατάλειψη της αυτοκαταστροφικής θεωρίας της τρίτης εντολής είναι καλοδεχούμενη, έστω και καθυστερημένη, μετατόπιση. Μακάρι να γίνει πιστευτή.
Είναι αλήθεια ότι ο Πρωθυπουργός από το 2017 και ύστερα αναφέρεται σε δύο μοντέλα πολιτικών, το κεντροαριστερό και το κεντροδεξιό, όπου αυτός και ο ΣΥΡΙΖΑ εκπροσωπούν το πρώτο. Οντως υπάρχουν δύο μοντέλα πολιτικών. Είναι αυτό μεταξύ της αντιπαράθεσης του προγράμματος ενιαίων μειωμένων συντελεστών φορολογίας με αυτό της προοδευτικής φορολογίας, της καχυποψίας έναντι του συνδικαλισμού ή των συλλογικών εργασιακών συμβάσεων, της αυτόματης σύνδεσης της χαμηλής φορολογίας με την ανάπτυξη και τις επενδύσεις ή της προτεραιότητας του κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ εργασίας, κράτους και επιχειρηματικότητας-κεφαλαίου, της ανεξέλεγκτης ροής των χρηματοοικονομικών κεφαλαίων ή του ελέγχου των, της ανάγκης το βάρος να πέφτει στις δαπάνες ή στα έσοδα, ενός δικτύου ασφαλείας που προσφέρει η αγορά με κουπόνια κοινωνικών υπηρεσιών από ιδιωτικούς φορείς ή της λειτουργίας ενός κράτους παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, του ελάχιστου ή του στοχευμένου κοινωνικά κράτους, κ.λπ. Ολα αυτά είναι προγραμματικές και πολιτικές διαφορές. Υπάρχουν φυσικά και τα ιδεολογικά διλήμματα. Πατρίς – έθνος κράτος ή ενωμένη Ευρώπη, θρησκεία ή Διαφωτισμός, οικογένεια ή ατομική αυτοτέλεια. Το πρώτο σκέλος αυτών των διλημμάτων στη μεταπολιτευτική Ελλάδα δεν εκπροσωπήθηκε μόνο από τη ΝΔ αλλά και από το λεγόμενο «πατριωτικό» ΠαΣοΚ. Το δεύτερο εκπροσωπήθηκε από τον Κώστα Σημίτη.
Σήμερα όμως για όσους ονειρεύονται μετεκλογικές προοδευτικές συνεργασίες, δεν βρισκόμαστε εκεί. Είμαστε πολύ πίσω. Οι διαφορές της ελληνικής Κεντροαριστεράς με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο πολιτικές και ιδεολογικές, είναι διαφορές ήθους, ύφους και αισθητικής (με τον κ. Τσίπρα κυρίως, αλλά όχι μόνο). Διαφορές μεταξύ της πολιτικής μετριοπάθειας και του πολιτικού κυνισμού. Μια τέτοια προοπτική συνεργασίας θα εμποδίσει την κανονικοποίηση της χώρας. Μόνο ο εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ τρόπος άσκησης αντιπολίτευσης θα δείξει αν θα μπορέσει κάποτε και αυτός να κινηθεί στον άξονα της αντιπαράθεσης των δύο μεγάλων πόλων της μεταπολεμικής Ευρώπης και της ελληνικής μεταπολίτευσης. Σήμερα πάντως κινείται στον άξονα μιας αήθους εξουσίας.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας. Το βιβλίο του «Το πρωτείο της Δημοκρατίας. Η σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.