Στις σύγχρονες δημοκρατίες η κυβερνητική σταθερότητα θεωρείται, και ορθώς, βασική προϋπόθεση για την κοινωνική πρόοδο, την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία. Επιτρέπει σε έναν κυβερνητικό σχηματισμό να εφαρμόσει το πρόγραμμά του και στο τέλος της τετραετίας να κριθεί για τα πεπραγμένα του από το εκλογικό σώμα. Προσφέρει δε, μεταξύ άλλων, ασφάλεια προσανατολισμού σε εγχώριους και διεθνείς επενδυτές.
Από την άλλη πλευρά, προφανώς σε μία δημοκρατία η κυβερνητική σταθερότητα δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός, ούτε προκάλυμμα για κυβερνητικές αυθαιρεσίες ή ολισθηρούς «πολιτικούς μονοδρόμους». Γι’ αυτό και στις σύγχρονες δημοκρατίες υφίστανται θεσμικά και πρακτικά αντίβαρα, που διασφαλίζουν τον αυστηρό έλεγχο της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας και, έτσι, εμποδίζουν αυθαιρεσίες ή εκτροπές. Αναφέρομαι εδώ, προεχόντως, στα διάφορα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ελευθερία έκφρασης, δικαίωμα του συνέρχεσθαι, κ.ο.κ.), στον κοινοβουλευτικό έλεγχο και την υποβολή προτάσεων δυσπιστίας, καθώς και στην ελεγκτική λειτουργία της Δικαιοσύνης και του Τύπου.
Η σταθερότητα
των τελευταίων ετών
Μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 επικράτησε στη χώρα, σχεδόν επί τετραετία, μία κυβερνητική σταθερότητα πρωτοφανής για τα χρόνια της κρίσης. Δυστυχώς όμως, αναλώθηκε, ως επί το πλείστον, σε ανώριμους και επιζήμιους για τη χώρα πειραματισμούς.
Βασική αιτία της σταθερότητας αυτής υπήρξε η συνοχή που επέδειξαν οι κοινοβουλευτικές ομάδες που στήριζαν τον κυβερνητικό συνασπισμό, ψηφίζοντας κάθε κυβερνητικό μέτρο. Ετσι, με την εξαίρεση του σοβαρού ζητήματος της Συμφωνίας των Πρεσπών,δεν εκδηλώθηκαν «κοινοβουλευτικές ανταρσίες» με την πρώτη αφορμή, όπως αντιθέτως κατά την περίοδο 2012-2014 (ας θυμηθούμε λ.χ. τα επεισόδια με το γάλα). Παράλληλα, τα τελευταία έτη δεν παρεμβλήθηκαν εκλογικές διαδικασίες που θα μπορούσαν να κλονίσουν την κυβερνητική πλειοψηφία. Μέχρι που φθάσαμε στις ευρωεκλογές, οπότε και η βαριά ήττα της κυβερνητικής πλειοψηφίας πυροδότησε άμεσα πολιτικές εξελίξεις.
Οι κρίσιμες παράμετροι
της επόμενης ημέρας
Με τις επερχόμενες εθνικές εκλογές της 7ης Ιουλίου ο πολιτικός χάρτης της χώρας αναμένεται να αναδιαταχθεί. Το αν θα υπάρξει μετεκλογικά κυβερνητική σταθερότητα εξαρτάται από τις ακόλουθες δύο κυρίως παραμέτρους: (α) την εξασφάλιση αυτοδυναμίας από το πρώτο κόμμα ή, εναλλακτικά, τη δημιουργία ενός σταθερού και βιώσιμου κυβερνητικού συνασπισμού· και (β) την εκλογή νέου ΠτΔ χωρίς διάλυση της Βουλής και εκ νέου προσφυγή στις κάλπες. Ειδικότερα:
(α) Η δυνατότητα εξασφάλισης αυτοδυναμίας ή σύμπηξης ενός σταθερού κυβερνητικού συνασπισμού θα διακριβωθεί μόνο στην κάλπη της 7ης Ιουλίου. Ως γνωστόν, η αυτοδυναμία θα εξαρτηθεί από το ποσοστό του πρώτου κόμματος σε συνδυασμό με το συνολικό ποσοστό και τον αριθμό των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής. Για τις πιθανές δε πολιτικές συμμαχίες της επόμενης ημέρας οι προβλέψεις είναι ακόμη πιο επισφαλείς.
Εκείνο, όμως, που ήδη φαίνεται ότι ευνοεί, σε κάποιον βαθμό, τη δημοσκοπικά προπορευόμενη ΝΔ είναι το ενδεχόμενο εισόδου της χώρας σε περίοδο ακυβερνησίας και αστάθειας λόγω εφαρμογής της απλής αναλογικής σε τυχόν σύντομη μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση. Φαίνεται, δηλαδή, ότι η προοπτική αυτή φοβίζει κάποιο μέρος του εκλογικού σώματος. Την εξέλιξη αυτή πιθανόν να μην είχε προβλέψει ο απερχόμενος κυβερνητικός σχηματισμός. Βεβαίως, αρχική επιδίωξή του ήταν η υπερψήφιση της απλής αναλογικής με πλειοψηφία 200 βουλευτών, ώστε να ισχύσει από την αμέσως επόμενη, δηλαδή την τωρινή, εκλογική αναμέτρηση. Στην προσπάθεια αυτή ακόμη και οι ψήφοι της ΧΑ θεωρήθηκαν αρχικά ευπρόσδεκτες. Το εγχείρημα ωστόσο δεν ευοδώθηκε, καθώς δεν έστερξαν η (τότε) Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι – μολονότι η άμεση ισχύς της απλής αναλογικής ήταν μάλλον προς το συμφέρον τους.
Μετά τις εκλογές, πάντως, αναμένεται να ψηφιστεί νέος εκλογικός νόμος, ώστε η απλή αναλογική να προλάβει να εφαρμοστεί μόνο μία φορά. Το ενδεχόμενο να ψηφιστεί ο νέος εκλογικός νόμος με πλειοψηφία 200 βουλευτών και, έτσι, να μην ισχύσει ποτέ η απλή αναλογική, μοιάζει ελάχιστα πιθανό.
(β) Το ζήτημα της εκλογής του ΠτΔ είναι αλληλένδετο με το πρώτο. Μόνο που εδώ προστίθεται και η κρίσιμη διάσταση της συνταγματικής αναθεώρησης. Αξίζει να θυμηθούμε ότι στη διαλυθείσα πλέον Βουλή ψηφίστηκε ως αναθεωρητέα, και δη με αυξημένη πλειοψηφία 224 βουλευτών, η διάταξη του άρ. 32 (ιδίως παρ. 4) Σ., που αναφέρεται στον τρόπο εκλογής του ΠτΔ. Αντιθέτως, δεν συμπεριελήφθη στις αναθεωρητέες διατάξεις εκείνη του άρ. 30 παρ. 1 Σ., που προβλέπει την εκλογή του ΠτΔ από τη Βουλή. Η (συν)αναθεώρηση της τελευταίας γενικής διάταξης είχε κριθεί αναγκαία από την ίδια την κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να καταστεί δυνατή η εκλογή του ΠτΔ από τον λαό (βλ. σ. 10 της σχετικής πρότασης).
Συνεπώς, η επόμενη Αναθεωρητική Βουλή μπορεί, με απλή πλειοψηφία 151 βουλευτών, να αποσυνδέσει την εκλογή του ΠτΔ από τη διάλυση της Βουλής και να προβλέψει λ.χ. ότι ο ΠτΔ θα εκλέγεται σε (τρίτη) τελική ψηφοφορία με 151 βουλευτές. Ζήτημα τυχόν δέσμευσης της Αναθεωρητικής Βουλής από κάποια συγκεκριμένη αναθεωρητική κατεύθυνση της πρώτης Βουλής δεν τίθεται εδώ, ιδίως εν όψει της μη συμπερίληψης του άρ. 30 παρ. 1 Σ. στις αναθεωρητέες διατάξεις – βλ. και την αγόρευση του Ευ. Βενιζέλου στη σχετική συζήτηση στη Βουλή.
Πρακτικώς, λοιπόν, η επόμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία μπορεί να ολοκληρώσει την αναθεωρητική διαδικασία πριν από την προεδρική εκλογή και εν συνεχεία να εκλέξει ΠτΔ με 151 βουλευτές. Ακόμη όμως και υπό αυτή την εκδοχή, καλό είναι να επιδιωχθεί η ευρύτερη δυνατή συναίνεση στην εκλογή του ΠτΔ, καθώς κάτι τέτοιο συνάδει με τον ρόλο του ως ρυθμιστή του πολιτεύματος. Αλλωστε, στο παρελθόν αυτό έχει ήδη επιτευχθεί αρκετές φορές.
Τα παθήματα
έγιναν μαθήματα;
Στην κρίσιμη φάση που διανύει η πατρίδα μας η κυβερνητική σταθερότητα είναι πράγματι αναγκαία. Σε αυτήν προσβλέπουν, ευλόγως, οι επενδυτές και οι αγορές. Συγχρόνως, η σταθερότητα δίνει το απαραίτητο χρονικό περιθώριο προκειμένου να καρποφορήσουν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Εντός ενός τέτοιου πλαισίου μπορούμε να επιτύχουμε σταθερούς υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, κυρίως δε δραστική μείωση της ανεργίας. Αρκεί, βεβαίως, και οι βουλευτές της επόμενης πλειοψηφίας να αντιληφθούν ότι προέχει το συλλογικό καλό, και όχι η διαρκής πρόταξη συντεχνιακών ή τοπικιστικών συμφερόντων, που θα συνδέεται κάθε φορά με απειλή κυβερνητικής ανατροπής. Ας ελπίσουμε ότι κάποια παθήματα του παρελθόντος έγιναν μαθήματα.
Ο κ. Αντώνης Γ. Καραμπατζός είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή ΕΚΠΑ.