Πριν από τέσσερα χρόνια ο θάνατος του τρίχρονου Αϊλάν από τη Συρία που πνίγηκε στα παράλια της Τουρκίας όταν η οικογένειά του έψαχνε να βρει έναν καλύτερο κόσμο ήταν άλλη μία από τις δεκάδες τραγικές ιστορίες του Προσφυγικού. Ηταν όμως και η πρώτη που είχε σοκάρει την Ευρώπη. Τις τελευταίες ημέρες η φωτογραφία του Οσκαρ Αλμπέρτο και της μικρής του κόρης Αντζι Βαλέρια από το Ελ Σαλβαδόρ που πνίγηκαν αγκαλιασμένοι στον ποταμό Ρίο Γκράντε για να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή στις Ηνωμένες Πολιτείες γεννά ακριβώς τα ίδια συναισθήματα στην αμερικανική κοινωνία.
Στο μεταξύ, η Μεγάλη Βρετανία αγωνίζεται να χαράξει μια μεταναστευτική πολιτική για τη μετά Brexit εποχή, με τον επίδοξο πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον να υπόσχεται ένα σύστημα το οποίο θα βασίζεται σε πόντους, όπως αυτό της Αυστραλίας. Οι πόντοι θα απονέμονται ανάλογα με την πλήρωση κριτηρίων, όπως η συνεισφορά των μεταναστών στη βρετανική οικονομία, ή η δυνατότητα βρετανών πολιτών να καταλαμβάνουν τις κενές θέσεις εργασίας.
Λίγα θέματα είναι τόσο πολιτικά φορτισμένα όσο το Μεταναστευτικό. «Ωστόσο – όπως το ελεύθερο εμπόριο – το θέμα ενώνει τους περισσότερους οικονομολόγους ανεξάρτητα από τα πολιτικά τους πιστεύω. Οι μετανάστες δεν παίρνουν τις δουλειές μας, ούτε επηρεάζουν πολύ τους μισθούς. Απλά κοιτάξτε το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου τα σταθερά υψηλά επίπεδα μετανάστευσης συνέπεσαν με την ανεργία, η οποία βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδό της τα τελευταία 40 χρόνια» αναφέρει σε άρθρο γνώμης ο καθηγητής Οικονομικών και Δημόσιας Πολιτικής του King’s College London, Τζόναθαν Πορτς.
Ο καθηγητής θεωρεί ότι η μετανάστευση καθιστά τις οικονομίες περισσότερο δυναμικές και έχει γενικά θετική επίδραση στην παραγωγικότητα και την ευημερία. Ακόμη και οι θεμιτές ανησυχίες σχετικά με το λεγόμενο «brain drain» (διαρροή εγκεφάλων) από τις αναπτυσσόμενες χώρες αποδεικνύονται υπερβολικές, με τις χώρες εισδοχής να βγαίνουν από τη διαδικασία κερδισμένες.
Οι οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις που ωθούν τη μετανάστευση αναμένεται να ενταθούν τόσο στην Ευρώπη όσο και στον υπόλοιπο ανεπτυγμένο κόσμο, καθώς θα τροφοδοτηθούν από τις δημογραφικές πιέσεις, όπως στην Ευρώπη, όπου η υπογεννητικότητα είναι υψηλή. Ακόμη και η Ιαπωνία αναθεωρεί τη μεταναστευτική της πολιτική, μιας και η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με σημαντική έλλειψη εργατικού δυναμικού, εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού και της μείωσης των γεννήσεων.
Εάν τα οικονομικά οφέλη είναι ξεκάθαρα, πού οφείλονται οι πρόσφατες πολιτικές αντιδράσεις; Ποια είναι η σχέση μεταξύ της εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ, της ψήφισης του Brexit και της ανόδου των ακροδεξιών λαϊκιστών στην ηπειρωτική Ευρώπη; Μια δεκαετία μετά την οικονομική κρίση, τα πολιτικά θεμέλια της μεταπολεμικής και μεταψυχροπολεμικής φιλελεύθερης τάξης φαίνεται να καταρρέουν.
Ενώ η αντιμεταναστευτική ρητορική και τα αισθήματα κατά των μεταναστών είναι κοινά, οι συνθήκες σε καθεμία χώρα είναι πολύ διαφορετικές. Στις Ηνωμένες Πολιτείες η προσοχή του Τραμπ εστιάζεται στην παράνομη μετανάστευση από το Μεξικό και την Κεντρική Αμερική και τον υποτιθέμενο αντίκτυπό της στο έγκλημα και την ασφάλεια, μολονότι υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του.
Στις δυτικές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Σουηδία, η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία, οι ακροδεξιοί λαϊκιστές ενισχύθηκαν από την αντίδραση του κόσμου ενάντια στις ροές προσφύγων και μεταναστών από τη Συρία και την Αφρική. Στην Πολωνία και στην Ουγγαρία ενώ τα μεταναστευτικά ρεύματα είναι πολύ μικρά, τα κόμματα της εξουσίας έχουν μεγάλη απήχηση, καθώς μιλούν για την απειλή της χριστιανικής ταυτότητας από τους μουσουλμάνους.
Το Twitter είναι γεμάτο παράφρονες που μιλούν για «λευκή γενοκτονία». Το ίδιο επιχείρημα, πιο συγκεκαλυμμένο υπάρχει στον Τύπο, διατυπώνεται από επιστήμονες και ακαδημαϊκούς. Ο γνωστός οικονομολόγος Πολ Κολιέ ισχυρίζεται ότι οι «αυτόχθονες Βρετανοί έχουν γίνει μειονότητα στη δική τους πρωτεύουσα». Ο συγγραφέας του περιοδικού «Spectator» Ντάγκλας Μουρέι λέει ότι το Λονδίνο έχει γίνει μια «ξένη χώρα».
Ο Ερικ Κάουφμαν, πολιτικός επιστήμονας και συγγραφέας, δηλώνει ότι οι μετανάστες που είναι ευκολότερο να αφομοιωθούν στη λευκή πλειοψηφία πρέπει να ευνοούνται. Ο αγαπημένος φιλόσοφος ορισμένων Συντηρητικών, Ρότζερ Σκράτον, πιστεύει ότι είναι αδύνατο για τα παιδιά των μουσουλμάνων μεταναστών που έχουν γεννηθεί στη Βρετανία να είναι «πιστοί» βρετανοί πολίτες. Ετσι, η άποψη ότι μόνο οι λευκοί μπορούν να είναι «πραγματικοί» Βρετανοί, και ότι οι μαύροι ή οι ασιάτες Βρετανοί είναι κατά κάποιον τρόπο ξένοι και αποτελούν απειλή, παραμένει διαδεδομένη.
Την ίδια ώρα, χώρες όπως η Ιρλανδία, ο Καναδάς και η Ισπανία έχουν συνδυάσει σχετικά ανοικτές πολιτικές με τη συναίνεση του κόσμου, δημιουργώντας ένα κλίμα υπέρ της μετανάστευσης. Η Γερμανία προσφέρει ένα εντυπωσιακό παράδειγμα. Ενώ το 2015 πολλοί είχαν ισχυριστεί ότι θα ήταν αδύνατο από οικονομική, κοινωνική ή πολιτική άποψη, να απορροφηθούν τόσοι πολλοί άνθρωποι από τόσο διαφορετικούς πολιτισμούς, τέσσερα χρόνια μετά – αν και τα πράγματα δεν είναι τέλεια — ο ισολογισμός φαίνεται να είναι ως επί το πλείστον θετικός. Οι πρόσφυγες μαθαίνουν γερμανικά και παίρνουν θέσεις εργασίας και μολονότι η ακροδεξιά εξακολουθεί να δαιμονοποιεί τη μετανάστευση, η εγκληματικότητα βρίσκεται στο κατώτατο επίπεδό της εδώ και 30 χρόνια.
Για τον Πορτς το Brexit, παραδόξως, προσφέρει ένα παράθυρο ευκαιρίας. Η ανησυχία του κόσμου για τη μετανάστευση έχει μειωθεί δραματικά και η στάση του είναι πιο θετική από ό,τι εδώ και πολλά χρόνια. Τόσο ο Τζόνσον όσο και ο Τζέρεμι Χαντ καθώς και ο υπουργός Εσωτερικών Σατζίντ Τζαβίντ επιθυμούν μια πολιτική μετανάστευσης καλύτερα προσαρμοσμένη στις ανάγκες της οικονομίας του Ηνωμένου Βασιλείου.
Τι παραπάνω θα μπορούσαν να κάνουν; Να εφαρμόσουν μια φιλελεύθερη μεταναστευτική πολιτική, όχι μόνο σε ό,τι αφορά την οικονομία, αλλά ευρύτερα και σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα των μεταναστών, όπως για τους πολίτες της ΕΕ που κατοικούν στο Ηνωμένο Βασίλειο, ή για τα παιδιά μεταναστών που στερούνται τη βρετανική ιθαγένεια.
«Υπάρχει μια ευκαιρία για μια νέα αφετηρία, όχι μόνο στην πολιτική, αλλά και στην ευρύτερη δημόσια και πολιτική μας στάση απέναντι στη μετανάστευση και τους μετανάστες: δεν πρέπει να την αφήσουμε να μας ξεφύγει» καταλήγει ο Πορτς.