Στην πολιτική τα κόμματα δεν κρίνονται μόνο από το πώς κερδίζουν μάχες αλλά και από το πώς τις χάνουν.
Γιατί έχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε μια αντιμετώπιση της ήττας ως στοιχείο και ενδεχόμενο πραγματικό και στην αδυναμία συνειδητοποίησης και του πώς και του γιατί της επερχόμενης ήττας που δείχνει να διακατέχει τον Τσίπρα και την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ.
Το αποτέλεσμα είναι μια σπασμωδική πολιτική τις τελευταίες μέρες που δύσκολα μπορεί να αντιστρέψει το αρνητικό σε βάρος της κλίμα.
Μια ήττα που έρχεται από μακριά
Στον ΣΥΡΙΖΑ δείχνουν να πιστεύουν ότι όλα κρίθηκαν το τελευταίο διάστημα και ότι για αυτό το λόγο θα μπορούσαν να «γυρίσουν το παιχνίδι».
Σε αυτή την πεποίθηση οδηγήθηκαν και επειδή είχαν την εκτίμηση ότι είχαν κάνει αυτά για τα οποία είχαν δεσμευτεί τον Σεπτέμβριο του 2015: είχαν εφαρμόσει το τρίτο Μνημόνιο με –κατά τη δική τους εκτίμηση– κάπως πιο ανθρώπινο πρόσωπο, είχαν βγάλει τη χώρα από τη Μνημόνια και είχαν αρχίσει να εφαρμόζουν μέτρα ήπιας αναδιανομής.
Μόνο που αυτό που δεν αντιλαμβάνονταν ότι αυτό που αντιλαμβάνονται ως εφαρμογή του μνημονίου με λίγο ανθρώπινο πρόσωπο για την κοινωνία βιώθηκε στην καλύτερη των περιπτώσεων ως τραγική διάψευση προσδοκιών και στη χειρότερη ως ωμή επίθεση (π.χ. οτιδήποτε αφορά το ασφαλιστικό και τη φορολογία).
Γι’ αυτό το λόγο και δεν συνειδητοποίησαν ότι πολύ νωρίς διαμορφώθηκαν όροι για μια πολύ μεγάλη απομάκρυνση ψηφοφόρων από τον ΣΥΡΙΖΑ, ήδη από το 2016. Αυτή η δυσαρέσκεια διατηρήθηκε τα επόμενα χρόνια και σε μικρό βαθμό διορθώθηκε από την έξοδο από τα μνημόνια και τα όποια μεταμνημονιακά μέτρα.
Μάλιστα θα μπορούσε κανείς να πει ότι στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν δίκιο να πιστεύουν ότι είχαν κάποιο αποτέλεσμα τα μέτρα τους, μόνο που το αποτέλεσμα ήταν να μετατρέψουν μια πανωλεθρία σε μια μεγάλη ήττα.
Το κόστος από την επιλογή των εκλογών
Δεν γνωρίζουμε γιατί ο πρωθυπουργός επέλεξε να ανακοινώσει εσπευσμένα εκλογές, παρότι υπήρχαν και εισηγήσεις περί του αντιθέτου και παρότι όλα δείχνουν ότι σοβαρή συζήτηση δεν είχε γίνει προηγουμένως.
Πιθανώς να φοβήθηκε ότι εάν επέλεγε να πάει σε εκλογές τον Οκτώβρη, η χώρα θα βρισκόταν σε ένα ιδιότυπο καθεστώς ακυβερνησίας καθώς η κυβέρνηση θα είχε χάσει την ουσιώδη νομιμοποίηση.
Το σίγουρο ήταν ότι ως επιλογή σήμαινε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έστελνε το μήνυμα της σίγουρης ήττας. Ήταν επιλογή «ηρωικής εξόδου» και όχι «αλλαγής συσχετισμών».
Αυτό το κατάλαβε η κυβέρνηση και προσπάθησε να εκμεταλλευτεί περίπου και το τελευταίο δευτερόλεπτου ενεργού κοινοβουλευτικού χρόνου για να μπορέσει να περάσει μέτρα και ρυθμίσεις με σκοπό να ενισχύσει τη θέση της ενόψει των εκλογών.
Μόνο που σε επίπεδο εικόνας το αποτέλεσμα ήταν το ακριβώς αντίθετο: μια κυβέρνηση που προσπαθεί τελευταία στιγμή να αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο και να κάνει όσα δεν έκανε τα προηγούμενα χρόνια αποπνέει πολιτικαντισμό και όχι αξιοπιστία.
Η εξάντληση των στρατηγικών αφηγημάτων
Ο ΣΥΡΙΖΑ κινήθηκε με δύο βασικά στρατηγικά αφηγήματα σε αυτές τις εκλογές τα οποία νωρίς εξάντλησαν τη δυναμική τους.
Το ένα ήταν ότι πλέον θα μπορούσε να ασκήσει «προοδευτική πολιτική». Υποτίθεται ότι αυτή τη θέση την υποστήριξαν αφενός με τα μέτρα τα οποία θέσπισαν το τελευταίο διάστημα, αφετέρου με τις υποσχέσεις που έδωσαν.
Μόνο που αποδείχτηκε ότι οι προτάσεις για σταδιακή μείωση της φορολογίας, για σταδιακή αύξηση των κατώτατων μισθών και για αύξηση των θέσεων εργασίας δεν ήταν ακριβώς αποκλειστικότητα του ΣΥΡΙΖΑ, αφού ανάλογο ήταν στις διακηρύξεις του και το πρόγραμμα της ΝΔ.
Επιπλέον, δεν έπαυε να αποπνέει και το χαρακτήρα προεκλογικών υποσχέσεων εκ του ασφαλούς δεδομένου ότι η ελληνική κοινωνία είναι συνηθισμένη σε όλη την μνημονιακή περίοδο να βλέπει την Τρόικα να ακυρώνει μέτρα ή να επιβάλει ακόμη πιο σκληρή λιτότητα.
Άλλωστε, όσο παραμένει ενεργή η απαίτηση για εξαιρετικά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα δύσκολα μπορούν να υπάρξουν μεγάλες αποκλίσεις ως προς την ασκούμενη πολιτική.
Το δεύτερο στρατήγημα ήταν αυτό της «στρατηγικής του φόβου». Εδώ ο στόχος ήταν η ΝΔ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο τρόπος που θα αναιρέσουν κατακτήσεις και θα περιορίσουν δικαιώματα.
Η στρατηγική αυτή παρότι έδειχνε να μπορεί να διαμορφώσει μια διαχωριστική γραμμή, τελικά δεν μπόρεσε να αποδώσει όχι μόνο γιατί η ΝΔ έσπευσε να καθησυχάσει για τα βασικά θέματα του προγράμματός της αλλά και γιατί μεγάλο μέρος της κοινωνίας έχει σχεδόν αποδεχτεί μοιρολατρικά ότι τα πράγματα θα πάνε προς το χειρότερο.
H αποδιάρθρωση της ηγετικής ομάδας
Ένα από τα χαρακτηριστικά των εκλογών είναι η αποδιάρθρωση της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Χριστόφορος Βερναρδάκης χρεώθηκε τις δημοσκοπήσεις, ο Νίκος Παππάς διάφορες επιλογές όπως π.χ. την κατάσταση στην ΕΡΤ ένα προηγούμενο διάστημα, ο Δημήτρης Τζανακόπουλος στάλθηκε να κυνηγήσει το σταυρό στην πιο «βαριά» από άποψη στελεχών περιφέρεια του ΣΥΡΙΖΑ, ο Παύλος Πολάκης υποχρεώθηκε σε σιωπητήριο ως προς τα κεντρικά και περιφέρεται από καφενείο σε καφενείο το νομό Χανίων και μόνο η Έφη Αχτσιόγλου έχει μείνει προσπαθεί να δώσει ένα πιο άφθαρτο προφίλ σε ένα κόμμα με έντονη τη φθορά της εξουσίας.
Την ίδια ώρα οι υψηλόβαθμοι υπουργοί, που γνωρίζουν καλά ότι εάν πρόκειται να εκλεγούν 75-80 βουλευτές κάθε άλλο παρά βέβαιες είναι και οι δικές τους έδρες έχουν ξαμολυθεί να κυνηγούν ατομικά το σταυρό.
Το αποτέλεσμα είναι το κυβερνών κόμμα λίγες μέρες πριν τις εκλογές να μην αποπνέει την εικόνα ενός συγκροτημένου μηχανισμού που δίνει μια μάχη με όλες τις δυνάμεις του, αλλά περισσότερο ενός συνόλου πολιτευτών που δίνει μια εξατομικευμένη μάχη για την εκλογική επιβίωση.
Το μικρό καλάθι της «προοδευτικής συμμαχίας»
Την ίδια ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ διαπιστώνει, όπως φάνηκε ήδη στις ευρωεκλογές, πόσο μικρά ήταν τα οφέλη από την συγκρότηση της «προοδευτικής συμμαχίας». Δεν μπόρεσε να προσελκύσει πραγματικές κοινωνικές δυνάμεις, ούτε προσωπικότητες που να σηματοδοτούν άνοιγμα στην κοινωνία, κάτι που φάνηκε και στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας, ούτε μπόρεσε να κερδίσει σημαντικές εκπροσωπήσεις.
Στην πραγματικότητα απλώς διατηρεί τις εκπροσωπήσεις που είχε ούτως ή άλλως αποκτήσει σε ψηφοφόρους της κεντροαριστεράς, χωρίς να μπορεί να τις διευρύνει και χωρίς να ανακόπτει τις διαρροές π.χ. προς τον Γιάνη Βαρουφάκη και το ΜέΡΑ25.
Οι σπασμωδικές κινήσεις
Ενδεικτικό της αδυναμίας της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ να κάνει ακόμη και ένα σχεδιασμό της τελευταίας στιγμής για να βελτιώσει το αποτέλεσμα είναι οι σπασμωδικές κινήσεις που γίνονται. Από την διαχείριση του debate που τελικά άφησε την αίσθηση ότι ούτε ο Αλέξης Τσίπρας το ήθελε, μέχρι τη κωμικοτραγική και φανφαρόνικη ανακοίνωση ότι ο Αλέξης θα σπάσει το εμπάργκο που ο Τσίπρας είχε επιβάλει στον Σκάι, όλα αυτά παραπέμπουν σε μια κόμμα που αδυνατεί να κάνει σχεδιασμό, που έχει παραδεχτεί την ήττα, που αδυνατεί να χειριστεί την απομάκρυνση από την εξουσία.
Η αδυναμία αποχωρισμού από την εξουσία
Τα κόμματα εξουσίας γνωρίζουν ότι ήττα είναι κομμάτι του πολιτικού κύκλου. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό είναι μηχανισμός ανανέωσης των ίδιων των κομμάτων.
Στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι για κάποιο λόγο θεωρούσαν ότι είχαν ένα δικαίωμα στην εξουσία που υπερέβαινε τους τυπικούς κοινοβουλευτικούς περιορισμούς. Ότι ήταν ένα είδος ιστορικής δικαίωσης ή και πεπρωμένου.
Αντιμέτωποι με την προοπτική ήττας αντιδρούν με τρόπο σπασμωδικό και χωρίς οποιοδήποτε σχέδιο για τη διαχείρισή της.
Μόνο που αυτό μπορεί μεσοπρόθεσμα να αποτελέσει το πραγματικό πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ. Εάν αποτύχει στο να χειριστεί τη μετάβαση στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τότε δεν θα μπορέσει να διεκδικήσει ξανά και την εξουσία.