Τον Οκτώβριο του 1965, ένα αποτρόπαιο έγκλημα συγκλόνισε τις ΗΠΑ. Θύμα η 16χρονη Sylvia Likens, που έχασε τη μάχη με τον θάνατο αφού υπέστη φρικιαστικά βασανιστήρια για τρεις ολόκληρους μήνες, κλεισμένη στο βρώμικο υπόγειο ενός σπιτιού στην Indiana. Στον φόνο συμμετείχε η ιδιοκτήτρια του σπιτιού, Gertrude Baniszewski (στην οποία οι γονείς της Sylvia είχαν εμπιστευτεί την προσωρινή φιλοξενία της κόρης τους και της μικρότερης αδελφής της έναντι 20 δολαρίων την εβδομάδα), τα έξι παιδιά τής Baniszewski, καθώς και μερικά γειτονόπουλα, φίλοι των παιδιών. Όπως κυνικά ομολόγησαν κάποια παιδιά στη δίκη, απλά «διασκέδαζαν» πάνω στο κορμί μιας απροστάτευτης έφηβης που σε τίποτα δεν τους είχε πειράξει. Η Sylvia Likens πλήρωσε με την ίδια της τη ζωή το μοναδικό της «κρίμα»: πως ήταν πολύ μόνη και πολύ αδύναμη για να αντισταθεί στα τέρατα!
Την θλιβερή αυτή ιστορία θυμήθηκα καθώς ξαναδιάβαζα πρόσφατα τις ανατριχιαστικές μαρτυρίες για τον φόνο του Βαγγέλη Γιακουμάκη. Σύμφωνα με το δικαστήριο, ως φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί κρίθηκαν τα μέλη μίας ομάδας (θα αντισταθώ στον πειρασμό της χρήσης διαφορετικής λέξης) συμφοιτητών και συντοπιτών του Βαγγέλη. Και αυτοί είναι που τιμωρήθηκαν κατά τον νόμο (έστω και αν – το λέω δίχως κριτική διάθεση – η τιμωρία για την αφαίρεση μιας ζωής ισοδυναμεί, τελικά, με την αξία ενός καφέ την ημέρα, για μερικούς μήνες…). Είναι όμως αρκετοί;
Κατά τη γνώμη μου, έχουμε να κάνουμε εδώ με ένα κατά βάση ρατσιστικό έγκλημα. Μία μικρή κοινότητα «μάτσο» νταήδων, εκπρόσωπων μιας κουλτούρας που ελαφρά τη καρδία ρίχνει στον Καιάδα κάθε έκφανση αδυναμίας, ευαισθησίας ή μετριοπάθειας εκ μέρους του παραδοσιακού αρσενικού, οδήγησε στην απόγνωση και, τελικά, στην αυτοκτονία έναν νέο άνθρωπο που απλά δεν ταίριαζε στο «μπρουτάλ» στερεότυπό τους.
Κατηγορούμενη, εν τούτοις, δεν θα ‘πρεπε να είναι μόνο η συγκεκριμένη ομάδα των αυτουργών του εγκλήματος αλλά, ευρύτερα, ένα ακραία συντηρητικό και εσωστρεφές κοινωνικό υποσύνολο ενός λαού με μεγάλη ιστορία και παράδοση. Το οποίο υποσύνολο, ακόμα και την δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα εξακολουθεί να κυριαρχείται από πρωτόγονες αντιλήψεις και να διακατέχεται από βάρβαρα ένστικτα.
Μερίδιο ευθύνης, όμως, αναλογεί και στην υπόλοιπη τοπική κοινωνία, η οποία (ίσως και για λόγους μη διατάραξης της κοινωνικής συνοχής) αποφεύγει να απομονώσει ηθικά εκείνους που βάναυσα την δυσφημούν, και να αποκηρύξει εμφατικά και ξεκάθαρα την νοοτροπία τους που πόρρω απέχει από τα ιδεώδη του σύγχρονου πολιτισμού. Και, ο λαός που έβγαλε έναν Καζαντζάκη δεν επιτρέπεται να μένει σιωπηλός μπροστά στον άδικο θάνατο!
Από σεβασμό στη μνήμη ενός νέου ανθρώπου που έφυγε τόσο φριχτά και τόσο παράλογα, δεν θα πλατειάσω στο παρόν σημείωμα. Άλλωστε, τα δικά μου φτωχά λόγια εδώ περιττεύουν…