Στις 29 Ιουνίου είναι η επέτειος των 100 χρόνων από την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών που σήμανε το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά μία έννοια, έναν αιώνα μετά οι ρόλοι αντιστράφηκαν. Ενώ η Συνθήκη επέβαλε τεράστιες αποζημιώσεις στη Γερμανία, σήμερα η ίδια χώρα έχει ενορχηστρώσει την επιβολή μεγάλων δανειακών υποχρεώσεων στην Ελλάδα, που είναι εταίρος της στην ευρωζώνη.
Από το 1919 η τράπουλα στο παιχνίδι πιστωτών – δανειζομένων έχει ανακατευτεί πολύ. Αλλά το παιχνίδι παραμένει το ίδιο. Οι πιστωτές απαιτούν το μερίδιό τους από τη σάρκα όσων τους χρωστούν. Και οι δανειζόμενοι πασχίζουν να μην τους το δώσουν. Οι δανειζόμενοι ζητούν διαγραφή των χρεών τους, ενώ οι πιστωτές ανησυχούν για το «ηθικό παράδειγμα» που θα έδινε μια τέτοια κίνηση, αδιαφορώντας για τις αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις και για τον κίνδυνο μετάδοσης της κρίσης που έχει ο εξαναγκασμός των χρεωμένων χωρών για να γίνουν φτωχότερες.

Δυστυχώς η ευρωζώνη δεν έμαθε τα μαθήματα για τη διαχείριση των χρεών που απορρέουν από τις Βερσαλλίες και αγνόησε τις προειδοποιήσεις του Τζον Μέιναρντ Κέινς.

Τα λάθη του Μεσοπολέμου

Οταν τερματίστηκε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι νικητές Σύμμαχοι ήταν αποφασισμένοι να υποχρεώσουν τη Γερμανία να «επανορθώσει» τη ζημιά που είχε κάνει στον πόλεμο, εν μέρει αποπληρώνοντας τα χρέη που όφειλε στον καθένα τους. Αλλά απέτυχαν να συμφωνήσουν στις Βερσαλλίες σε ένα τελικό ποσό αποζημίωσης, αναθέτοντας σε μια Επιτροπή Επανορθώσεων την αποστολή να καθορίσει το ποσό έως το έτος 1921.

Το μείζον ερώτημα που έπρεπε να απαντηθεί ήταν πώς η Γερμανία θα αναγκαζόταν να πληρώσει δίχως να υφίσταται μια στρατιωτική κατοχή στο έδαφός της από τους Συμμάχους. Παρεμβαίνοντας στην προβληματική αυτή με το βιβλίο του «Οι οικονομικές επιπτώσεις της ειρήνης», ο Κέινς σημείωσε ότι αν η Γερμανία περιόριζε την κατανάλωσή της, θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα ετήσιο εμπορικό πλεόνασμα 250 εκατ. δολαρίων, που αντιστοιχεί στο 2% του ΑΕΠ της. Σε βάθος 30ετίας θα μπορούσε να συγκεντρώσει 7,5 δισ. δολάρια.
Τον Μάιο του 1921 η Επιτροπή Επανορθώσεων καθόρισε το ύψος των αποζημιώσεων που όφειλε η Γερμανία στα 33 δισ. δολάρια. Αλλά το ποσό αυτό μειώθηκε στα μόλις 12,5 δισ. δολάρια, περιορίζοντας τις ετήσιες υποχρεώσεις πληρωμών της στα 350 εκατ. δολάρια. Προϋπόθεση για τη μείωση του αρχικού ποσού ήταν η Γερμανία να εκδώσει τρεις σειρές ομολόγων, αλλά να πληρώσει τόκους και το κεφάλαιο μόνο στις δύο πρώτες («A», «B» bunds). Η τρίτη έκδοση («C» bunds) θα ήταν χάρισμα των πιστωτών της.

Θέατρο του παραλόγου

Το παιχνίδι της διατήρησης ενός τεράστιου εικονικού γερμανικού χρέους, ενώ η χώρα προσπαθούσε να αποπληρώσει ένα μικρότερο «ρεαλιστικό» μέρος του, διήρκεσε καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920. Αλλά στην πραγματικότητα η Γερμανία δεν μπορούσε να αποπληρώσει ούτε το «ρεαλιστικό» μέρος του χρέους της, το οποίο εξυπηρετούσε μόνο παίρνοντας νέα δάνεια. Το 1926 ο Κέινς σχολίασε δηκτικά: «Οι ΗΠΑ δανείζουν χρήματα στη Γερμανία, η Γερμανία πληρώνει τα αναλογούντα στους Συμμάχους, οι Σύμμαχοι τα επιστρέφουν πίσω στην αμερικανική κυβέρνηση. Δηλαδή τίποτα στην ουσία δεν συμβαίνει».

Υστερα ήρθε το Κραχ της Wall Street και η Μεγάλη Υφεση και οι ροές δανειακών κεφαλαίων από το εξωτερικό προς τη Γερμανία σταμάτησαν. Ανεβάζοντας τους φόρους και περιορίζοντας τις κοινωνικές δαπάνες, η Γερμανία κατάφερε να δημιουργήσει τα πλεονάσματα που απαιτούνταν για να εκπληρώσει τις δανειακές υποχρεώσεις της από το 1929 έως το 1931, με κόστος όμως να διολισθήσει πιο βαθιά στην ύφεση. Η γερμανική οικονομία υποχώρησε κατά 25% και η ανεργία εκτινάχθηκε στο 35%. Η πολιτική της «εκπλήρωσης» που άσκησε ο καγκελάριος Χάινριχ Μπρούνινγκ άνοιξε τον δρόμο στον Αδόλφο Χίτλερ, ο οποίος απλά αποκήρυξε το χρέος.

Επανάληψη σαν τραγωδία

Η σημερινή κατάσταση με τα χρέη στην ευρωζώνη έχει πολλές ομοιότητες με την Ευρώπη μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Προτού ξεσπάσει η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008, οι χώρες της Νότιας Ευρώπης συσσώρευαν συστηματικά χρέη δανειζόμενες από τράπεζες του Βορρά, κυρίως της Γερμανίας, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν επισφαλή κατασκευαστικά σχέδια. Οσο η οικονομία κάλπαζε, το χρήμα έρεε άφθονο. Αλλά όταν ξέσπασε η κρίση, οι βόρειες τράπεζες έκλεισαν τις στρόφιγγες αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις του Νότου να διασώσουν τον τραπεζικό τους τομέα.

Η Ελλάδα ήταν το προφανέστερο θύμα αυτής της αλλαγής. Το 2009 το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας έφθασε στο 15% του ΑΕΠ, το δημόσιο χρέος ξεπερνούσε το 100% και οι αποδόσεις των δεκαετών ελληνικών ομολόγων εκτινάχθηκαν πάνω από το 35%.

Το 2010 η ελληνική κυβέρνηση απείλησε με στάση πληρωμών. Οι βόρειες τράπεζες συμφώνησαν να αναδιαρθρώσουν εν μέρει το χρέος – κυρίως παρατείνοντας την περίοδο αποπληρωμής – συμφωνώντας σε μια πιστωτική γραμμή 240 δισ. ευρώ από την τρόικα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Η χρηματοδότηση έδωσε τη δυνατότητα στην ελληνική κυβέρνηση να πληρώνει τους τόκους που όφειλε, αλλά υπό συνθήκες αυστηρής λιτότητας: υψηλότεροι φόροι, περικοπές δημοσίων δαπανών (ιδιαίτερα των συντάξεων), κατάργηση του κατώτατου μισθού, πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων και κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Θεωρητικά τα μέτρα αυτά θα δημιουργούσαν ένα πλεόνασμα που θα επέτρεπε στην Ελλάδα να αποπληρώνει το χρέος της.

Δώρον άδωρον

Από το 2010 έως το 2015 η ελληνική κυβέρνηση, όπως η κυβέρνηση του Μπρούνινγκ κατά τη Μεγάλη Υφεση στη Γερμανία, εφάρμοσε μια πολιτική «εκπλήρωσης» των υποχρεώσεών της.

Τον Ιανουάριο του 2015 οι ψηφοφόροι τελικά εξεγέρθηκαν εκλέγοντας μια αριστερή κυβέρνηση με επικεφαλής το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ, που είχε υποσχεθεί να επαναδιαπραγματευθεί τις περικοπές. Αλλά τον Αύγουστο της χρονιάς εκείνης η Ελλάδα υπέκυψε στους δανειστές της, υιοθετώντας τα απαραίτητα μέτρα λιτότητας προκειμένου να εξασφαλίσει ένα νέο δάνειο 85 δισ. ευρώ. Από το 2010 η Ελλάδα έχει δανειστεί πάνω από 300 δισ. ευρώ. Τον Ιανουάριο του 2019 είχε αποπληρώσει 41,6 δισ. ευρώ στη βάση ενός σχεδίου αποπληρωμής των δανείων της που επεκτείνεται πέραν του έτους 2060. Οι επίσημοι δανειστές της δεν πρόκειται να εισπράξουν τίποτα από τα χρήματα αυτά επειδή το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών ομολόγων είναι εικονικά, όπως τα ομόλογα της τρίτης έκδοσης («C» bunds) του Μπρούνινγκ τη δεκαετία του 1920. Αντ’ αυτών, οι φορολογούμενοι των πιστωτριών χωρών θα πρέπει να αρκεστούν στην αύξηση των φόρων και στη μείωση των δημοσίων δαπανών των δανειζομένων.

Το κόστος της λιτότητας

Η ορθόδοξη άποψη είναι ότι η λιτότητα απέδωσε στην Ελλάδα. Στερούμενη τον ιδιωτικό δανεισμό, η χώρα κατάφερε να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της μετατρέποντάς τον μέσα σε έξι χρόνια από ελλειμματικό σε πλεονασματικό. Αλλά η λιτότητα είχε ένα τρομακτικό κόστος. Περίπου 300.000 έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι απολύθηκαν, η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 25% και το ποσοστό ανεργίας εκτινάχθηκε στο 25% (η ανεργία των νέων ξεπέρασε το 60%). Οι άστεγοι, οι μετανάστες στο εξωτερικό και οι αυτοκτονίες αυξήθηκαν. Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε από το 100% στο 170% και το καρτέλ των πιστωτών θα συνεχίσει να ελέγχει την οικονομική πολιτική της χώρας μέχρι να ξεπληρώσει τα χρέη της.

Οπως έγραψε ο Κέινς το 1919, «η πολιτική υποβάθμισης της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων και της στέρησης της ευτυχίας ενός ολόκληρου έθνους πρέπει να είναι αποτρόπαια και απεχθής». Αργότερα υποστήριξε ότι η επιβολή λιτότητας είναι και από θεωρητικής απόψεως λανθασμένη: περικόπτοντας τα εισοδήματα σε μια χώρα προκαλείς συρρίκνωση των εισοδημάτων και αλλού, διασπείρεις την οικονομική δυσπραγία και το μόνο που διασφαλίζεις είναι ότι η ανάκαμψη θα έρθει καθυστερημένη και αδύναμη. Το ηθικό δίδαγμα από τις δύο αυτές ιστορίες, που τις χωρίζει ένας αιώνας, είναι ότι οι χώρες θα πρέπει να αποφεύγουν να εγκλωβίζονται σε μια σχέση δανειστή – δανειζομένου. Αν δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, τότε μια δίκαιη συμφωνία μεταξύ πιστωτών και χρεωστών είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της κοινωνικής και της πολιτικής ειρήνης. Η ευρωζώνη πρέπει να διδαχθεί ξανά από την αρχή το ίδιο μάθημα.

• Ο Ρόμπερτ Σκιντέλσκι είναι μέλος της βρετανικής Βουλής των Λόρδων και επίτιμος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Warwick. Είναι συγγραφέας μιας τρίτομης βιογραφίας του Τζον Μέιναρντ Κέινς. Ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα στο Εργατικό Κόμμα, αλλά έγινε εκπρόσωπος του Συντηρητικού Κόμματος για οικονομικά θέματα στη Βουλή των Λόρδων. Διεγράφη από το Συντηρητικό Κόμμα λόγω της αντίθεσής του στη νατοϊκή επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία το 1999.