Αρχίζει η παράλληλη ζωή του καλοκαιριού. Η ευλογία αυτού του καιρού σε αυτό το κομμάτι του πλανήτη είναι πως μπορείς έστω για λίγο να ζεις αλλιώς. Η διάθλαση των γραμμών μέσα στο νερό, οι απάτες από το φως του ήλιου φτιάχνουν έναν κόσμο πολύ πιο υποφερτό. Ανάλαφρος, με ένα Τ-shirt και τα κλειδιά του σπιτιού, εκτεθειμένος στη ραστώνη, στη βραδύτητα, στην ομορφιά που αποκαλύπτεται στα ξένα σώματα. Δεν είναι ρόλος. Είναι μια πραγματικότητα. Δεν ακυρώνει τα βαριά κομμάτια που κουβαλάμε τον χειμώνα, δεν λύνει κανένα πρόβλημα, αλλά μαλακώνει τους πανικούς μας απέναντι στο απρόβλεπτο, στο ακανόνιστο, σε εκείνο που δεν ξέρουμε πώς φτιάχνεται όταν στραβώσει.
Το καλοκαίρι στην Ελλάδα είναι ένα από τα ελάχιστα βιωμένα όνειρα. Αισθάνεσαι πως ακόμη περισσότερα μπορεί και να εκπληρωθούν. Σαν να ονειρεύεσαι για εννέα μήνες μια απλησίαστη ζωή και ξαφνικά γίνεται. Μια επιστροφή στο λούνα παρκ της ελαφρότητας, με τις ηδονές πιο προσιτές και απελευθερωμένες από ενοχές και κορεκτίλες, με όλους τους σπασμούς τους εκεί, παρόντες.
Ακόμη και ορισμένα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα που έχουν γίνει αυτούς τους μήνες – κυρίως τον Αύγουστο – ίσως είναι αποτέλεσμα και των παραπάνω. Δηλαδή της διάθλασης – η οποία δεν είναι πάντα για καλό – και της αίσθησης πως όλα γίνονται πιο εύκολα. Μέσα στο μυαλό σου ατροφούν οι σκέψεις των συνεπειών, η τιμωρία παύει να είναι φόβητρο. Αυτή η τελευταία παράγραφος πιθανά να είναι μνημείο αντιεπιστημονικότητας, αλλά είναι στο πλαίσιο της καλοκαιρινής αποθέωσης των αισθήσεων κόντρα στη γνώση. Φαντάσου την εικόνα ενός σπουδαίου επιστήμονα να περπατάει ξυπόλυτος σε μια παραλία την ώρα που γεννιέται στο μυαλό του μια πραγματικά πρωτοποριακή σκέψη για κάποιον νόμο της Φυσικής. Με τι θα άλλαζες τη θέση σου, τη ζωή σου; Με το να γίνεις κοινωνός αυτής της σκέψης ή με το να είσαι απλά ο άνθρωπος που περπατάει ξυπόλυτος σε μια παραλία;
Θα μου αντιτείνεις πως ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για να σκέφτεται, να στοχάζεται, να δημιουργεί, να παλεύει, όχι μόνο να αισθάνεται. Μπορεί, μπορεί και όχι. Μπορεί όλα αυτά να είναι κάτι που στράβωσε στην πορεία. Ισως όλες αυτές οι επιταγές να είναι απλά κακοφορμισμένη πραγματικότητα, αλλιώς να ξεκίνησε και αλλού να κατέληξε.
Και τα όνειρά μας να μην είναι τίποτα άλλο από την ανάμνηση μιας τελειότητας που χάλασε. Και η φύση να μας έχει προικίσει με την «ποιότητα» να ονειρευόμαστε για να μη χάσουμε τελείως το νήμα με την αρχή μας.
Να είναι ο κρυπτονίτης μας που μαρτυρά την καταγωγή μας. Ή τα συντρίμμια της καταγωγής μας. Οτι προερχόμαστε από καλύτερες προοπτικές.
Από την άλλη, σε δύο εβδομάδες έχουμε εκλογές. Σημαντικές, στον βαθμό που τους αναλογεί. Και όλα αυτά πρέπει να συνδυαστούν σε ένα μυαλό, σε ένα σώμα. Γιατί αυτό που υπάρχει είναι αμείλικτο, ενώ εκείνο που δεν υπάρχει θα περιμένει πάλι, θα μπει σε αναστολή. Μάλλον για πάντα.