Παρότι η προσοχή όλων είναι στραμμένη στην μονομαχία, έστω και με άνισους όρους, ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, ένα σημαντικό ερώτημα είναι τα εκλογικά αποτελέσματα που θα έχουν τα μικρότερα κόμματα.
Ας μην ξεχνάμε ότι το ποσοστό που θα λάβουν δεν είναι σημαντικό μόνο για το πώς θα διαμορφωθούν οι συνολικοί συσχετισμοί αλλά και με τα ιδιαίτερα μαθηματικά του εκλογικού νόμου. Το ποια κόμματα θα καταφέρουν να περάσουν το κρίσιμο κατώφλι 3% και ποια όχι και κυρίως το άθροισμα των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής καθορίζει και το που θα κινηθεί το αναγκαίο ποσοστό που θα πρέπει να έχει το πρώτο κόμμα για να έχει αυτοδυναμία στη Βουλή.
Θυμίζουμε ότι εάν υποθέσουμε ότι στις εκλογές όλα τα κόμματα που συμμετέχουν μπαίνουν στη Βουλή τότε χρειάζεται 40,4% για να είναι ένα κόμμα αυτοδύναμο. Από εκεί και πέρα κάθε 1% που πηγαίνει σε κόμματα εκτός κοινοβουλίου, σημαίνει ότι μειώνεται κατά 0,4% το ποσοστό που απαιτείται για την αυτοδυναμία.
Ανακατατάξεις στην άκρα δεξιά
Στον ευρύτερο χώρο της άκρας δεξιάς, η πιο ενδιαφέρουσα τάση είναι η διαφαινόμενη υποχώρηση της Χρυσής Αυγής. Η νεοναζιστική οργάνωση είχε σημαντική υποχώρηση στις ευρωεκλογές όπου πήρε 4,87%. Οι δημοσκοπήσεις μπροστά στις βουλευτικές εκλογές τη δίνουν ακόμη πιο χαμηλά και έχουν υπάρξει και προβλέψεις ότι θα μπορούσε να υποχωρήσει ακόμη και κάτω από το όριο του 3%.
Παρότι το φαινόμενο να υποεκπροσωπείται σε δημοσκοπήσεις έχει καταγραφεί στο παρελθόν, το σίγουρο είναι υπάρχει μια κάμψη στην πολιτική της απήχηση, που συμπίπτει μάλιστα και με τον τρόπο που η μεγάλη δίκη βαίνει προς ολοκλήρωση και είναι πολύ πιθανό να υπάρξει καταδίκη της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής ως ηγεσίας εγκληματικής οργάνωσης, καθώς παρουσιάστηκαν συντριπτικά στοιχεία και μαρτυρίες που το αποδεικνύουν.
Από την άλλη, η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου, παρότι αποτέλεσε με έναν τρόπο την έκπληξη των ευρωεκλογών αφού κατάφερε να εκλέξει ευρωβουλευτή τώρα τα πράγματα δείχνουν αρκετά πιο δύσκολα και αρκετές δημοσκοπήσεις θεωρούν δεδομένο ότι δεν θα μπορέσει να περάσει το όριο του 3%. Αυτό οφείλεται σε μια σειρά από λόγους. Οι ευρωεκλογές προσφέρονται περισσότερο για πρακτικές «ψήφου διαμαρτυρίας» σε αντίθεση με τις εθνικές εκλογές όπου οι ψηφοφόροι σταθμίζουν περισσότερο το τι επιλέγουν. Αυτό ενισχύεται και από το ότι πλέον ο Κυριάκος Βελόπουλος έχει πολύ μεγαλύτερη «ορατότητα» και το μίγμα συνωμοσιολογίας και εθνικισμού που πρεσβεύει μπορεί να μην είναι το ίδιο θελκτικό. Και βέβαια υπάρχει και το παρατηρημένο σε άλλες περιπτώσεις αντανακλαστικό των παραδοσιακών «δεξιών ψηφοφόρων» να στηρίζουν τον σχηματισμό που τείνει να διεκδικήσει την κυβερνητική εξουσία. Αυτό εξηγεί και γιατί διάφοροι μικρότεροι σχηματισμοί του ευρύτερου δεξιού χώρου επέλεξαν να μην κατέβουν καν στις εκλογές, όπως για παράδειγμα η Νέα Δεξιά του Φαήλου Κρανιδιώτη.
Στον ευρύτερο χώρο της Κεντροδεξιάς θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον το πώς θα κινηθεί εκλογικά η Ένωση Κεντρώων. Το κόμμα του Βασίλη Λεβέντη φαίνεται ότι εξακολουθεί να παλεύει για την είσοδό του στη Βουλή παρά τα σχετικά απογοητευτικά αποτελέσματα των ευρωεκλογών. Πάντως οι περισσότεροι δημοσκόποι εκτιμούν ότι δεν θα τα καταφέρει.
Το τοπίο στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ
Στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ το τοπίο δείχνει να ξεκαθαρίζει. Το ΚΚΕ παρότι κάνει μια ιδιαίτερα συστηματική προεκλογική εκστρατεία και έχει πλήρως ενεργοποιήσει τον εκλογικό του μηχανισμό δεν δείχνει να μπορεί να ξεφύγει τα όρια της τέταρτης θέσης, παρότι είναι σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει διαρροές προς τα αριστερά.
Οι σχηματισμοί που προέκυψαν από τις διασπάσεις του ευρύτερου χώρου του ΣΥΡΙΖΑ δεν δείχνουν να έχουν δυναμική. Η Λαϊκή Ενότητα είχε ένα κακό αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές και στις εθνικές εκλογές, είχε την παραίτηση του Παναγιώτη Λαφαζάνη και την ανάληψη ευθύνης για το κακό αποτέλεσμα και τώρα επιλέγει τη συμμετοχή περισσότερο με όρους συνέπειας σε αρχές και καταγραφής παρά εκλογικής δυναμικής. Η Πλεύση Ελευθερίας επίσης δεν δείχνει να μπορεί να ξεπεράσει το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και βλέπει παράλληλα τα όρια μιας ιδιαίτερα προσωποπαγούς προεκλογικής εκστρατείας. Με τη σειρά της η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν δείχνει να ξεφεύγει επίσης τα όριά της.
Ο μόνος χώρος που δείχνει να έχει μια σημαντική δυναμική είναι το ΜέΡΑ25, ο σχηματισμός που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του Γιάνη Βαρουφάκη. Φαίνεται ότι κατορθώνει να είναι ο βασικός χώρος υποδοχής μιας αριστερόστροφης διαμαρτυρίας απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και να έχει μια απήχηση στο χώρο της νεολαίας. Ίσως σε αυτό να συνεισφέρει και το γεγονός ότι ο Γιάνης Βαρουφάκης είναι ο μόνος που δείχνει να πιστεύει ότι μπορεί να επαναληφθεί το αρχικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή η ανυπακοή στο χρέος και τη λιτότητα εντός Ευρωζώνης, κάτι βέβαια που θα μπορούσε να θεωρηθεί και το δικό του όριο.
Νέο τοπίο υπό διαμόρφωση
Είναι σαφές ότι είμαστε σε φάση διαμόρφωσης ενός νέου πολιτικού τοπίου. Από τη μια σταθεροποιείται ένας νέος δικομματισμός. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι πλέον μόνο δύο κόμματα θα έχουν διψήφιο ποσοστό. Ωστόσο απέχουμε από την εποχή που το ποσοστό των δύο πρώτων κομμάτων ξεπερνούσε ακόμη και το 80%.
Από την άλλη τα μικρότερα κόμματα, που σε μεγάλο βαθμό ενισχύθηκαν από τη ρευστοποίηση των παραδοσιακών σχέσεων εκπροσώπησης στην περίοδο της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, υφίστανται πίεση με αποτέλεσμα κάποια να υποχωρούν και κάποια να ενισχύονται.
Όλα αυτά θα εξαρτηθούν και από τη συμμετοχή και κυρίως από την πολιτική σύνθεση του τμήματος των ψηφοφόρων που θα επιλέξουν να μην προσέλθουν στις κάλπες. Εάν για παράδειγμα ένα μέρος της ψήφου διαμαρτυρίας μεταφραστεί σε αποχή, τότε αρκετά από τα μικρότερα κόμματα θα πιεστούν προς τα κάτω, εάν πάρει χαρακτηριστικά συμμετοχής θα τα ενισχύει.
Όλα αυτά πάντα σε συνάρτηση και με το τι θα κάνουν και τα μεγάλα κόμματα σε σχέση με την αποχή, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι έχουμε εκλογές κατακαλόκαιρο, με μια υποτονική προεκλογική εκστρατεία που σε μεγάλο βαθμό εξάντλησε τη δυναμική της στην πορεία προς τις ευρωεκλογές και μια εκλογική μάχη όπου θεωρείται δεδομένη η πρωτιά της ΝΔ.
Η ΝΔ προσπαθεί να σπάσει ένα κλίμα επανάπαυσης που γνωρίζει ότι μπορεί να της στοιχίσει ως προς την αυτοδυναμία και αυτό μπορεί να εξηγήσει και μια σειρά από παρεμβάσεις που θέλουν να πιέσουν στην κατεύθυνση αυτή, όπως ήταν η δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη για εκλογές το Δεκαπενταύγουστο εάν δεν υπάρξει αυτοδυναμία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη προσπαθεί να αντιπαλέψει την αποκαρδίωση των ψηφοφόρων του όπως και την απογοήτευση από το κυβερνητικό έργο, επενδύοντας στη «στρατηγική του φόβου» για αυτά που θα φέρει μια ενδεχόμενη κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και προσπαθώντας έστω και την τελευταία στιγμή να πετύχει μια αυξημένη συσπείρωση.