Η Τουρκία μοιάζει αποφασισμένη να τα βάλει με όλους προκειμένου να κατοχυρώσει τις θέσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο. Είναι όμως έτσι και ποια θα πρέπει να είναι η αντίδραση Ελλάδας και Κύπρου;
Πράγματι, επί του παρόντος αψηφά τις εκκλήσεις ΕΕ και ΗΠΑ αλλά και περιφερειακών δρώντων και συνεχίζει την κατάφωρη παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Βέβαια, έχει επιλέξει ένα σημείο βορειοδυτικά της Πάφου το οποίο βρίσκεται πέραν των 30 ναυτικών μιλίων (ν.μ.) ώστε σύμφωνα με τη θεωρία της οι ενέργειές της να μην είναι εξόφθαλμα παράνομες, όπως αν βρισκόταν σε ακτίνα κάτω από τα 12,5 ν.μ.
Επιχειρεί να δημιουργήσει μία ζώνη ελέγχου, αφήνοντας το «ίχνος» της εντός της κυπριακής ΑΟΖ, ωστόσο, μέσα από μία παράνομη πράξη δεν μπορεί να παραχθεί δίκαιο. Δεν ενδιαφέρεται, πάντως, όσο και αν επικαλείται τη διεθνή νομοθεσία και το δίκαιο της θάλασσας για τη νομιμότητα, αρκείται σε πράξεις έμπρακτης αμφισβήτησης με τάσεις μονιμοποίησης της παρουσίας της (βλ. αεροναυτικές ασκήσεις, έκδοση navtex, ερευνητικά σκάφη, εσχάτως δε και πλωτά γεωτρύπανα). Αλλωστε, με την κατάθεση συντεταγμένων στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) έχει γνωστοποιήσει τις βλέψεις της στο τρίγωνο Κρήτης, Καστελλορίζου, κυπριακής ΑΟΖ.
Απώτερος στόχος της είναι να εξαναγκάσει τη Λευκωσία σε υποχώρηση από το εν εξελίξει ενεργειακό της πρόγραμμα ή/και να αποδεχθεί τη συνεκμετάλλευση με τους όρους της Αγκυρας. Συνάμα για λόγους εντυπώσεων και διαπραγματευτικής πίεσης, που ενδέχεται να υποκρύπτουν και εξέταση ενός εναλλακτικού σεναρίου που οδηγεί στη διχοτόμηση, επαναφέρει το θέμα ανοίγματος των Βαρωσίων στην Αμμόχωστο. Ενδεικτικό της αλλαγής κλίματος είναι πως στις πρόσφατες συνομιλίες πριν την αρνητική κατάληξη στο Κραν Μοντανά, η τουρκοκυπριακή πλευρά συζητούσε την επιστροφή τους στους νόμιμους ιδιοκτήτες (τους Ελληνοκύπριους) ως κίνηση που θα ξεκλείδωνε τη λύση του Κυπριακού. Εδώ, μάλιστα, χρήζει επισήμανσης ότι αν επανεκκινήσουν οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους (προϋπόθεση ασφαλώς η αποχώρηση των πλωτών γεωτρύπανων και η αποκλιμάκωση της έντασης), στο διάστημα που μεσολάβησε από το ναυάγιο του 2017 και την αποχώρηση Αϊντε, οι απόψεις του ΟΗΕ, όπως τουλάχιστον εκφράζονται από την ειδική απεσταλμένη του ΓΓ, κυρία Λουντ, κινούνται σε λάθος κατεύθυνση και εφόσον επιβεβαιωθούν θα φέρουν σε δύσκολη θέση Αθήνα και Λευκωσία.
Οι τελευταίες, αξιοποιώντας το θετικό περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον, πρέπει να προβούν σε μία συστηματική εκστρατεία ενημέρωσης σε όλα τα φόρα και τα επίπεδα (πολιτικό, διπλωματικό, στρατιωτικό) αναφορικά με τις τουρκικές συστηματικές παραβιάσεις. Στην περίπτωση της Αθήνας, αυτή η καμπάνια θα έχει και την επισήμανση πως αν επιχειρηθούν ανάλογες ενέργειες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι συντριπτική, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ελλάδα και Κύπρος πρέπει εξίσου να συντηρούν το κλίμα δικαίου και παράλληλα να υπογραμμίζουν στους εταίρους του τι ακριβώς διακυβεύεται στην Ανατολική Μεσόγειο πέραν της ασφάλειας τροφοδοσίας της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας και πως οι κινήσεις της Τουρκίας υπονομεύουν τα συμμαχικά συμφέροντα. Επειδή η κατάληξη πιθανότατα θα είναι μία συμβιβαστική λύση που θα ικανοποιεί λιγότερο ή περισσότερο τα εμπλεκόμενα μέρη, έχουμε τη δυνατότητα έγκαιρα να προσδιορίσουμε τους όρους αυτής ώστε να μη βρεθούμε προ δυσάρεστων εκπλήξεων.
Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι γενικός διευθυντής ΙΔΙΣ και συγγραφέας του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν».