Υποθέτουμε ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα αναπολεί μάλλον με αμηχανία την εποχή που έλεγε ότι «όποιος κερδίσει την Κωνσταντινούπολη, κερδίζει την Τουρκία», έχοντας στο νου τη δική του άνοδο στην εξουσία που ξεκίνησε από την νίκη του ακριβώς στις δημοτικές εκλογές της μεγαλύτερης τουρκική πόλης.
Άλλωστε, δεν είναι μικρό πράγμα να χάνει το κυβερνών AKP για δεύτερη φορά τις δημοτικές εκλογές της Κωνσταντινούπολης και αυτή τη φορά μάλιστα με καθαρή διαφορά και όχι οριακά όπως την προηγούμενη φορά, παρότι επιστρατεύτηκαν όλα τα μέσα μέχρι και οι επαφές με τον έγκλειστο Οτσαλάν που έβγαλε μήνυμα προς τους Κούρδους (ένα διόλου ευκαταφρόνητο 8% των ψηφοφόρων της Κωνσταντινούπολης) να κρατήσουν θέση ουδετερότητας στις εκλογές.
Στη νίκη του Ιμάμογλου συνέβαλαν και διάφορα τακτικά λάθη του AKP, όπως ήταν για παράδειγμα οι υπαινιγμοί για την ποντιακή καταγωγή του νικητή των εκλογών, που μάλλον συσπείρωσαν τους ποντιακής καταγωγής ψηφοφόρους υπέρ του. Ωστόσο, το αποτέλεσμα και η διαφορά των 773.000 ψήφων στέλνουν ένα ιδιαίτερα σαφές πολιτικό μήνυμα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το AKP δεν τα πηγαίνει και τόσο καλά στις εκλογές. Αρκεί να θυμηθούμε τις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2015 όταν είχε πάρει το απογοητευτικό 40,87% και ως αποτέλεσμα χρειάστηκαν οι εκλογές του Δεκεμβρίου 2015 για να ενισχυθεί η πλειοψηφία του κυβερνώντος κόμματος, παρότι ο Ερντογάν είχε κερδίσει από τον πρώτο γύρο τις προεδρικές εκλογές του 2014. Όμως, τώρα δεν έχουμε να κάνουμε με ένα χαμηλότερο ποσοστό, αλλά με μια πραγματική πολιτική ήττα, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι μιλάμε για μια εκλογική μάχη στην οποία συμμετείχαν 8,86 εκατομμύρια ψηφοφόροι.
Παρότι πολλοί έσπευσαν να μιλήσουν για την «αρχή του τέλους» για τον Ερντογάν, τα πράγματα είναι κάπως πιο σύνθετα. Ο Ερντογάν αυτή τη φορά δεν έχει κάποια μεγάλη εκλογική μάχη μπροστά του πριν το 2023 και μέχρι τότε μπορεί να αξιοποιήσει τις υπερεξουσίες του νέου Συντάγματος που εγκρίθηκε στο δημοψήφισμα του 2017.
Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Ερντογάν κέρδισε τις προεδρικές εκλογές το 2018 κυρίως γιατί δεν μπόρεσε να υπάρξει μια ενωτική υποψηφιότητα της αντιπολίτευσης, παρότι είχαν υπάρξει οι σχετικές διεργασίες, ενώ και τότε το αποτέλεσμα, όπως και στο δημοψήφισμα, αποτύπωνε μια χώρα διαιρεμένη με τα παράλια και τα δυτικά αστικά κέντρα να είναι σαφώς αντιπολιτευόμενα προς τον τούρκο πρόεδρο.
Επιτάχυνση πολιτικών εξελίξεων
Το ποιες θα είναι οι πολιτικές εξελίξεις μένει να το δούμε. Από τη μια το κεμαλικό CHP εμφανίζεται ενισχυμένο, ενώ στο πρόσωπο του Ιμάμογλου βρίσκει και μια επιπλέον ισχυρή προσωπικότητα. Το προφίλ του, που συνδυάζει την ηπιότητα με την αποφασιστικότητα και τις σοσιαλδημοκρατικές αναφορές με την ικανότητα απεύθυνσης και σε άλλα στρώματα (ας μην ξεχνάμε ότι αυτή τη φορά κέρδισε όχι μόνο τις «κοσμοπολίτικες» αλλά και τις πιο συντηρητικές συνοικίες της Κωνσταντινούπολης), θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο αναφοράς απέναντι στον Ερντογάν. Δικαιωμένη εμφανίζεται παράλληλα και η συνεργασία των κεμαλικών με το «Καλό Κόμμα» της Μεράλ Ακσενέρ.
Ωστόσο, οι πιο σημαντικές πολιτικές εξελίξεις και δη αυτές που θα μπορούσαν να διαμορφώσουν πραγματικά άλλο πολιτικό συσχετισμό είναι αυτές που αφορούν το ίδιο το εσωτερικό του AKP και του ευρύτερου χώρου του «πολιτικού Ισλάμ».
Δεν είναι τυχαίο ότι επανήλθαν οι συζητήσεις για το ενδεχόμενο να κινηθούν στην κατεύθυνση της δημιουργίας νέων κομμάτων, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών και πρώην πρωθυπουργός Αχμέντ Νταβούτογλου, ο πρώην πρόεδρος τη Δημοκρατίας Αμπντουλάχ Γκιούλ ή ο επίσης πρώην υπουργός Εξωτερικών Αλί Μπαμπατζάν, σημείο ενδεικτικό μιας ευρύτερης αναζήτησης όρων για μια «επόμενη μέρα».
Βέβαια, η εμπειρία έχει δείξει ότι μέχρι στιγμή το πολιτικό μίγμα Ισλάμ και οικονομικού φιλελευθερισμού που πρότεινε ο Ερντογάν παραμένει το συγκριτικά ισχυρότερο πολιτικό ρεύμα στην Τουρκία, την ίδια ώρα που η εξωτερική πολιτική του δεν συναντά σοβαρές αντιδράσεις στο εσωτερικό, πλην του φιλοκουρδικού HDP, με την κεμαλική αντιπολίτευση συχνά να υιοθετεί ακόμη πιο εθνικιστικές θέσεις.
Ωστόσο, είναι προφανές ότι τα «βοναπαρτιστικά» στοιχεία στον τρόπο που ασκεί την εξουσία ο Ερντογάν προκαλούν μια εντεινόμενη αποξένωση τμημάτων του εκλογικού σώματος, που θα επιθυμούσαν μια λιγότερο αυταρχική άσκηση της εξουσίας, όπως και μια εξασφάλιση ότι συνολικά η Τουρκία δεν θα κινηθεί σε μια πιο συντηρητική κατεύθυνση, μια σύγκρουση ανοιχτή ήδη από τις μεγάλες διαδηλώσεις ενάντια στο Πάρκο Γκεζί στην Κωνσταντινούπολη.
Ο πονοκέφαλος της οικονομίας
Ωστόσο, οι μπελάδες του Ερντογάν δεν περιορίζονται μόνο στα ζητήματα των εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών. Η οικονομία παραμένει ένας βασικός παράγοντας ανησυχίας. Μπορεί, η Τουρκία να μην είναι σε ύφεση, εφόσον καταγράφηκαν αύξηση του ΑΕΠ 1,3% κατά το πρώτο τρίμηνο του 2019, εν μέρει και ως αποτέλεσμα διάφορων προεκλογικών οικονομικών ενισχύσεων, ωστόσο οι αντιφάσεις του τουρκικού μοντέλου ανάπτυξης παραμένουν ενεργές παρά τις προσπάθειες της τουρκικής Κεντρικής Τράπεζας να συγκρατήσει τις πληθωριστικές τάσεις. Ο κίνδυνος μιας νέας κρίσης δεν έχει αποσοβηθεί, ιδίως εάν η παγκόσμια οικονομία συνεχίσει να δείχνει τάσεις επιβράδυνσης. Δεν είναι τυχαίο ότι εμφανίζονται πιέσεις ακόμη και σε ιδιαίτερα σημαντικούς κλάδους όπως είναι η αυτοκινητοβιομηχανία.
Τα διαρκή σύννεφα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις
Από εκεί και πέρα το μεγάλο ερωτηματικό είναι η κατεύθυνση που θα πάρουν οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Η πλευρά Ερντογάν, που επιμένει ότι προχωρά κανονικά η διαδικασία παραλαβής των εξαρτημάτων για τους S-400, έχει επενδύσει αρκετά στη συνάντηση Τραμπ και Ερντογάν στην Οσάκα στο περιθώριο της Συνόδου των G20 στις 28-29 Ιουνίου. Η προσπάθεια είναι ο αμερικανός πρόεδρος να βγάλει έναν ηπιότερο τόνο και να μην αφήσει να γίνουν πράξη οι κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας που μεθοδεύονται στο αμερικανικό Κογκρέσο.
Ωστόσο, εάν δεν ευοδωθεί αυτή η ιδιότυπη διαπραγμάτευση και η Τουρκία βρεθεί αντιμέτωπη με ισχυρότερες κυρώσεις και δη με αποκλεισμό ουσιαστικά της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F35 τότε τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Πάντως, η τουρκική κυβέρνηση κάνει κινήσεις ενημέρωσης της αντιπολίτευσης σε μια προσπάθεια να παρουσιάσει και εικόνα αρραγούς εθνικού μετώπου ενόψει της συνάντησης Τραμπ – Ερντογάν.
Την ίδια ώρα, η κατάσταση στη Συρία επίσης παραμένει αρκετά αντιφατική για την Τουρκία. Η πρόσφατη ένταση στην Ιντλίμπ όπου η Τουρκία κατηγόρησε τις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις ότι επιτέθηκαν σε ένα τουρκικό στρατιωτικό φυλάκιο και χρειάστηκε για άλλη μια φορά η ρωσική παρέμβαση για να αποφευχθεί μια κλιμάκωση της αντιπαράθεσης ήρθε να θυμίσει την κλίμακα της τουρκικής εμπλοκής στη συριακή κρίση αλλά και τη δυσκολία να διαφανεί ακόμη ένας δρόμος διεξόδου.