Λίγες μέρες πριν από τις εκλογές και το μεγάλο άγχος των κομμάτων δεν αφορά μόνο το πώς θα συμπεριφερθούν αυτοί που θα προσέλθουν στις κάλπες αλλά και ποιοι είναι αυτοί που τελικά θα επιλέξουν να μην προσέλθουν στα εκλογικά τμήματα.
Η αίσθηση ότι η συμμετοχή στις εκλογές της 7ης Ιουλίου θα είναι μικρότερη από αυτή των ευρωεκλογών είναι κάτι που προκύπτει και από τα δεδομένα των δημοσκοπήσεων αλλά και από ορισμένα άλλα στοιχεία. Οι ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου συνέπεσαν με τον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών όταν περίπου 70.000 συμπολίτες μας ήταν υποψήφιοι και άρα κινητοποίησαν έναν προσωπικό, οικογενειακό και επαγγελματικό περίγυρο που μπορεί διαφορετικά να μην είχε πάει να ψηφίσει. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά, οι εκλογές θα γίνουν καλοκαίρι και το συνολικό κλίμα είναι αρκετά υποτονικό.
Οι παράγοντες που ενισχύουν την αποχή
Καταρχάς, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι η περίοδος που θα διεξαχθούν οι εκλογές συμπίπτει με περίοδο διακοπών αλλά και με περίοδο μετακινήσεων για επαγγελματικούς λόγους όσων απασχολούνται στη βιομηχανία του τουρισμού. Ακόμη και οι καιρικές συνθήκες μπορούν να αποτελέσουν πρόβλημα, καθώς υπάρχουν και αυτοί που θα θεωρήσουν περιττή ταλαιπωρία την αναμονή για την ψήφο.
Ας θυμηθούμε άλλωστε ότι όχι μόνο πρόσφατα, π.χ. όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου διακήρυξε ότι τα «μπάνια του λαού» πρέπει να είναι πάντα σεβαστά, αλλά και παλαιότερα η καλοκαιρινή περίοδος και δη το προχωρημένο καλοκαίρι του Ιουλίου θεωρήθηκαν απαγορευτικά για εκλογικές διαδικασίες.
Υπάρχει, βέβαια, μια εξαίρεση: το δημοψήφισμα του 2015. Όμως, μιλάμε για μια έκτακτη περίπτωση, μέσα σε οριακές πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες και μια παγκινητοποίηση της κοινωνίας σε κλίμα πόλωσης που οδήγησαν στην αύξηση της συμμετοχής. Όμως, τέσσερα χρόνια μετά το κλίμα είναι πολύ διαφορετικό. Εάν τότε είχαμε μια κορύφωση πολιτικής ενεργοποίησης, σε ένα περιβάλλον που είχε το φόβο αλλά είχε και την ελπίδα. Σήμερα το συνολικότερο κλίμα δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί με ανάλογους όρους.
Όμως, υπάρχουν και πολιτικοί λόγοι. Η προεκλογική εκστρατεία έχει υπάρξει κατά γενική ομολογία υποτονική. Αυτό οφείλεται όχι μόνο στο ότι στην πραγματικότητα τα περισσότερα επιχειρήματα κατατέθηκαν ήδη στη διαδρομή προς τις ευρωεκλογές αλλά και στο ίδιο το γεγονός ότι το αποτέλεσμα φαντάζει αρκετά προδιαγεγραμμένο μετά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και την μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Όλα αυτά έχουν να κάνουμε και με τον τρόπο που τα κόμματα κυρίως προσπαθούν να αποφύγουν τις κακοτοπιές σε αυτές τις εκλογές, παρά τα περιστασιακά φάλτσα και αυτό συντελεί στην εικόνα μιας προεκλογικής εκστρατείας σχετικά χαμηλών τόνων (σε αντίθεση με σχετικά υψηλών τόνων φραστική ρητορική των περισσότερων τοποθετήσεων), κάτι που επίσης δεν ενισχύει τη συμμετοχή.
Ποια τα χαρακτηριστικά της αποχής;
Όμως το βασικό πολιτικό ερώτημα δεν είναι μόνο εάν θα υπάρξει αποχή ή σε ποιο ποσοστό θα φτάσει. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν και σε ποιο βαθμό η αποχή θα είναι αντιπροσωπευτική του εκλογικού σώματος, δηλαδή αυτοί που θα απέχουν θα ψήφιζαν λίγο πολύ όπως και αυτοί που τελικά θα κάνουν την επιλογή να συμμετάσχουν ή εάν είναι διαφορετικό το σώμα αυτών που θα ψηφίσουν και αυτών που θα απέχουν. Στη δεύτερη περίπτωση η αποχή γίνεται μια πολιτική συμπεριφορά και αντανακλά συγκεκριμένες πολιτικές στάσεις.
Για παράδειγμα είναι διαφορετικό εάν οι ψηφοφόροι που απέχουν τελικά προέρχονται αναλογικά από όλους τους πολιτικούς χώρους και άλλο εάν π.χ. ανάμεσά τους υπερτερούν αυτοί που είχαν ψηφίσει στις προηγούμενες εκλογές ΣΥΡΙΖΑ και σήμερα εξακολουθούν να αισθάνονται απογοητευμένοι (χωρίς να πείθονται από την πολιτική πρόταση της ΝΔ) και σε αυτό το πλαίσιο επιλέγουν την αποχή.
Οι διαφορετικές αντιμετώπισης της αποχής
Στην περίπτωση που η αποχή κυρίως αντανακλά την απογοήτευση ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ η πίεση είναι μεγάλη πάνω κυρίως στο επιτελείο του κυβερνώντος κόμματος να δει εάν έχει κάποιον τρόπο να αντιστρέψει αυτή την τάση και να μπορέσει να πείσει έστω και την τελευταία στιγμή, π.χ. μέσα από τη «στρατηγική του φόβου», αυτούς τους ψηφοφόρους να επανακάμψουν.
Αντίστοιχα σε μια τέτοια περίπτωση, η ΝΔ θα ήθελε, στο βαθμό που έχει γίνει σαφές ότι δεν μπορεί να κερδίσει αυτούς τους ψηφοφόρους, να εξασφαλίσει ότι όντως θα παραμείνουν αποθαρρυμένοι και δεν θα προσέλθουν στην κάλπη.
Όμως, εάν καταγραφεί ότι η αποχή είναι πιο οριζόντια και αντανακλά εκτός όλων των άλλων και μια συνολικότερη επανάπαυση του εκλογικού σώματος που επηρεάζει και τα δύο κόμματα στον ίδιο βαθμό, τότε πρέπει και η ΝΔ κυρίως να προσπαθήσει να εξασφαλίσει ότι δεν έχει απώλειες.
Αγώνας δρόμου για τους απέχοντες
Εάν πάλι εκτιμήσουμε – που είναι και το πιο πιθανό – ότι στην αποχή θα συναντήσουμε την ιδιαίτερη αποθάρρυνση των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ όσο όμως και μια πιο οριζόντια επανάπαυση ή χαλάρωση, τότε στην πραγματικότητα η τελική ευθεία των εκλογών γίνεται ένας αγώνας δρόμου όχι μόνο για αυτούς που τελικά θα συμμετέχουν στις εκλογές, κύρια ως προς τις μετακινήσεις από μικρότερα κόμματα προς τους δύο μονομάχους, αλλά και ως προς αυτούς που δεν προτίθενται να συμμετέχουν, δηλαδή μια μάχη των δύο μεγάλων κομμάτων ταυτόχρονα να αντλήσουν ψηφοφόρους τους από τη δεξαμενή της αποχής αλλά και ταυτόχρονα να συμβάλουν στην αποκαρδίωση των ψηφοφόρων του αντίπαλου κόμματος ώστε να προτιμήσουν κάποια από τις κοντινές παραλίες.