Παρότι δεν πήρε μεγάλη δημοσιότητα, πρόσφατα υπήρξε ένας διάλογος ανάμεσα στον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη και την Πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα. Αφορμή ήταν το άρθρο του κ. Σημίτη στην «Καθημερινή» της 9ης Ιουνίου 2018 με τίτλο «Αιγιαλίτιδα ζώνη – ΑΟΖ – Υφαλοκρηπίδα: Προσοχή τώρα». Εκεί ανάμεσα στα άλλα υπήρχε και η ακόλουθη αναφορά:
«Είναι ενδεικτική η τοποθέτηση του πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα, που σε ερωτήσεις σχετικά με “τις προκλήσεις της Τουρκίας” στην κυπριακή ΑΟΖ, “σημείωσε την ανάγκη σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο” και “μίλησε για συμφωνίες εξίσου επωφελείς για τα εμπλεκόμενα μέρη”, μία απάντηση που υποδηλώνει πρωτοβουλίες που ίσως δεν θα είναι συμφέρουσες για τη χώρα μας».
Στην αναφορά αυτή απάντησε με επιστολή του ο Ακόλουθος Τύπου της Πρεσβείας των ΗΠΑ Μπιλ Μιούραντ ο οποίος υποστήριξε ότι ο πρώην πρωθυπουργός δεν περιέγραψε με ακρίβεια την απάντηση του πρέσβη κ. Πάιατ στην ερώτηση στο Air Power Conference στις 15 Μαΐου στην Ακαδημία Πολεμικής Αεροπορίας. Μάλιστα ο κ. Μιούραντ προς επίρρωση του ισχυρισμού του παρέθεσε το ακριβές κείμενο της απάντησης του κ. Πάιατ σε ερώτηση που του έγινε από το ακροατήριο:
«Όσον αφορά συγκεκριμένα την κυπριακή ΑΟΖ και τις τουρκικές δραστηριότητες γεώτρησης, διαπιστώσατε την πολύ γρήγορη και σαφή αντίδραση της κυβέρνησής μου μέσω του εκπροσώπου μας στην Ουάσιγκτον και ειδικότερα της έμφασης που αποδίδουμε στην αποφυγή προκλητικών και κλιμακωτών ενεργειών. Από αυτή την άποψη, θα ήθελα επίσης να επισημάνω ότι η μακροπρόθεσμη ελπίδα μας –και αυτό εμπνέεται και πάλι από την υποστήριξή μας στην τριμερή Ελλάδα – Ισραήλ – Κύπρος– είναι ότι τα ενεργειακά ζητήματα στην Ανατολική Μεσόγειο θα πρέπει να αποτελέσουν κινητήρια δύναμη συνεργασίας, ένα win-win, σε αντίθεση με έναν οδηγό για συγκρούσεις. Είναι πολύ σημαντικό από την άποψη αυτή ότι ο πρόεδρος Αναστασιάδης πρότεινε ρητώς τη δημιουργία λογαριασμού μεσεγγύησης, ώστε οι πόροι που προέρχονται από κυπριακές δραστηριότητες γεώτρησης να μοιράζονται εξίσου μεταξύ των κοινοτήτων».
Ο ίδιος ο κ. Σημίτης θα περιοριστεί να απαντήσει ότι αναφορά του ήταν το ρεπορτάζ της «Καθημερινής» της 16ης Μαΐου. Το συγκεκριμένο ρεπορτάζ παραθέτει τις δηλώσεις του κ. Πάιατ όπως ακριβώς τις παραθέτει και ο κ. Μιούραντ.
Το σύνθετο πλέγμα των αμερικανοτουρκικών σχέσεων
Είναι η αλήθεια ότι η σπουδή της αμερικανικής πρεσβείας να απαντήσει ξένισε. Σε τελική ανάλυση ο κ. Σημίτης δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί αντιαμερικανός. Η μόνη εξήγηση είναι ότι η αμερικανική πρεσβεία αισθάνθηκε την ανάγκη να μην γίνει εμφανής μια υπαρκτή ένταση που διαπερνά την αμερικανική τοποθέτηση.
Όπως έχει υπογραμμιστεί πολλές φορές, σε πείσμα μιας διάχυτης – και στον ελληνικό Τύπο – άποψης ότι οι ΗΠΑ και η Τουρκία έχουν φτάσει σε μία μη αντιστρέψιμη ρήξη, με επίκεντρο τη διαφορετική τοποθέτηση στη Συρία και το ερώτημα της προμήθειας των ρωσικών συστοιχιών S-400, η αμερικανοτουρκικές σχέσεις είναι σε μια πιο περίπλοκη κατάσταση.
Υπάρχουν εντάσεις και πεδία σημαντικών αντιπαραθέσεων, μια που η Τουρκία δεν θέλει να χάσει τα οφέλη που της δίνει η τακτική συμπόρευση και συνεργασία και με τη Ρωσία την ίδια ώρα που επιμένει να θεωρεί προβληματική την αμερικανική υποστήριξη στις κουρδικές πολιτοφυλακές, ενώ οι ΗΠΑ επιδιώκουν μια πιο έντονη συμμόρφωση των συμμάχων τους στις απαιτήσεις του «Νέου Ψυχρού Πολέμου». Όμως, την ίδια στιγμή ούτε οι ΗΠΑ θέλουν να δουν την Τουρκία να μετατοπίζεται εκτός στρατοπέδου, ούτε η Τουρκία, παρά τις κατά καιρούς διεκδικήσεις αυτόνομου ρόλου στην περιοχή, επιδιώκει μια πλήρη ρήξη.
Στην πραγματικότητα υπάρχει μια διαπραγμάτευση, με αβέβαιη ακόμη την έκβαση, στην οποία η μεν Τουρκία επιδιώκει με διάφορα τετελεσμένα και «προβολές ισχύος» να υπενθυμίζει τις πάγιες θέσεις και τις ΗΠΑ να προσπαθούν να ασκήσουν διάφορες πιέσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα ήταν λανθασμένη μια εκτίμηση, που κατά καιρούς γράφεται καις τον ελληνικό Τύπο, ότι στην όποια ελληνοτουρκική ένταση οι ΗΠΑ θα στηρίξουν κυρίως την ελληνική πλευρά, παρά τον αναβαθμισμένο ρόλο που αποδίδουν στη αμυντική συνεργασία με την Ελλάδα. Ακόμη και εάν συγκυριακά αξιοποιήσουν κάθε μέσο πίεσης προς την τουρκική πλευρά, στο τέλος θα κινηθούν με βάση ένα συνολικότερο υπολογισμό.
Οι αμερικανικές «ισορροπίες» για την ΑΟΖ της Κύπρου
Σε αυτό θα ήταν καλό να διαβάζονται πιο προσεκτικά οι κατά καιρούς δηλώσεις αμερικανών αξιωματούχων για τα ζητήματα που αφορούν την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Μια τέτοια ανάγνωση θα αναδείκνυε τρεις διαφορετικές αλληλοσυμπληρούμενες γραμμές:
Η πρώτη είναι ότι η Κύπρος έχει πλήρες δικαίωμα να έχει τη δική της ΑΟΖ και δεν έχουν καμία βάση οι τουρκικοί ισχυρισμοί ότι η Τουρκία ως νησί δεν έχει δική της ΑΟΖ. «Η οπτική γωνία της Τουρκίας είναι μια μειοψηφία του ενός εναντίον όλου του υπόλοιπου κόσμου. Ο υπόλοιπος κόσμος έχει μια καθαρή, ευθεία άποψη για την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κύπρου, βασισμένη στο διεθνές δίκαιο», δήλωσε χαρακτηριστικά τον περασμένο Δεκέμβριο ο αμερικανός βοηθός ΥΠΕΞ Γουές Μίτσελ σε συνέντευξη του στην «Καθημερινή». Ας μην ξεχνάμε ότι ίδιες οι ΗΠΑ έχουν μια τεράστιας έκταση ΑΟΖ ακριβώς στη βάση των νησιωτικών περιοχών της επικράτειάς τους.
Η δεύτερη είναι η γραμμή της αποφυγής εντάσεων και της αποφυγής ενεργειών που μπορεί να συμβάλουν σε εντάσεις και να θέτουν σε κίνδυνο την σταθερότητα στην περιοχή, μια πάγια θέση, που τον τελευταίο καιρό όντως λειτουργεί και ως έκκληση προς την Τουρκία να μην προχωρά σε ενέργειες που μπορεί να οδηγήσουν σε ένταση. Όμως, αυτό είναι περισσότερο η επιθυμία αποφυγής περιττών εντάσεων παρά μια λήψη θέσης υπέρ της Ελλάδας. Εξ ου και η επανάληψη εκκλήσεων για αυτοσυγκράτηση. Αυτή η θέση συμπίπτει και με την επιφύλαξη ορισμένων ευρωπαϊκών κρατών να προχωρήσουν σε μέτρα εναντίον της Τουρκίας, πέραν των φραστικών καταγγελιών.
Και η τρίτη θέση, που συχνά την ξεχνάμε, αλλά έχει διατυπωθεί πολλές φορές, είναι ότι οι πόροι από την εξόρυξη υδρογονανθράκων στην Κυπριακή ΑΟΖ θα πρέπει να μοιραστούν εξίσου στις δύο κοινότητες. Δηλαδή, είναι σαφές ότι για τις ΗΠΑ δεν υπάρχει το ενδεχόμενο να γίνουν εξορύξεις και τα οφέλη να τα καρπωθεί μόνο η ελληνοκυπριακή πλευρά.
Σε αυτό ας προσθέσουμε και μία παράμετρο ακόμη. Οι ΗΠΑ ευνοούν αυτή την περίοδο το να γίνει η Ανατολική Μεσόγειος ένας εναλλακτικός πόλος ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης και θεωρούν ασφαλέστερη τη μεταφορά LNG από τους αγωγούς. Όμως, όλα δείχνουν ότι δεν επιθυμούν γενικά να αφήσουν την Τουρκία και τις τουρκικές εταιρείες έξω από αυτό το νέο πεδίο επένδυσης.
Και τι θα γίνει με το Κυπριακό;
Η πρόσφατη συζήτηση για τις εξελίξεις στην Κυπριακή ΑΟΖ επικεντρώνει στο ζήτημα των τουρκικών αμφισβητήσεων των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, μια που αυτό κυριαρχεί στη δημοσιότητα. Όμως, υπάρχει και το ανοιχτό θέμα του ίδιου του κυπριακού προβλήματος.
Η ίδια η κυπριακή κυβέρνηση γνωρίζει καλά ότι πολύ δύσκολα η διεθνής κοινότητα θα αποδεχόταν ένα ενδεχόμενο όπου μόνο η μία κοινότητα του διαιρεμένου νησιού θα απολάμβανε των ωφελημάτων εξορύξεων. Εξ και η πρόβλεψη ότι τα έσοδα θα πηγαίνουν σε ένα λογαριασμό μεσεγγύησης στο όνομα των δύο κοινοτήτων.
Άλλωστε, εάν κανείς προσέξει και την τουρκική ρητορική θα διαπιστώσει δύο γραμμές. Η πρώτη είναι η γνωστή θέση ότι τα νησιά δεν διαθέτουν αυτοτελή υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ και άρα η Τουρκία έχει δικαιώματα σε αυτές τις θαλάσσιες περιοχές. Η δεύτερη, όμως, γραμμή είναι ότι δεν μπορούν να αποκλειστούν οι Τουρκοκύπριοι από την όλη εξέλιξη.
Την ίδια ώρα, όπως δείξαμε και πιο πάνω, οι ΗΠΑ δεν θέλουν να αφήσουν γενικά την Τουρκία έξω από την μοιρασιά των ωφελημάτων από τις εξορύξεις.
Με αυτό τον τρόπο, το ζήτημα των εξορύξεων αναγκαστικά ξαναφέρνει στο προσκήνιο το ερώτημα της λύσης του Κυπριακού, που συνάντησε νέα αδιέξοδα στις διαπραγματεύσεις στο Κραν Μοντανά της Ελβετίας το καλοκαίρι του 2017.
Αυτό υποστηρίζουν και διάφορες δηλώσεις από την τουρκοκυπριακή πλευρά που υποστηρίζουν ότι είναι μια ευκαιρία να αναζητηθούν κοινές λύσεις. «Εάν σε αυτό το θέμα (του φυσικού αερίου) δούμε την πιο μικρή άκρη του νήματος (ένα μικρό έστω φως), στο θέμα της αλληλοβοήθειας, του συνεταιρισμού και της από κοινού παραγωγής δουλειάς, στο θέμα του διαμοιρασμού, εάν δούμε μια κατανόηση, είμαστε έτοιμοι να κρατήσουμε αυτό το χέρι. Αλλά τι κρίμα που συμβαίνουν ακριβώς οι αντίθετες εξελίξεις», δήλωσε πρόσφατα ο τουρκοκύπριος ηγέτης Μουσταφά Ακιντζί.
Από την άλλη, όμως, υπάρχουν και αυτοί που υποστηρίζουν ότι μια προσπάθεια να επιταχυνθεί μια διαδικασία εξεύρεσης λύσης με αφορμή τη συνεκμετάλλευση μπορεί τελικά να οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή σε μια πιο συνολική αμφισβήτηση των κυπριακών κυριαρχικών δικαιωμάτων και να ανοίξει το δρόμο όχι στην επανένωση του νησιού αλλά σε ένα συνδυασμό διχοτόμησης και συγκυριαρχίας με την Τουρκία, μια λύση που θα μπορούσε να συντονιστεί με ένα να αναδυόμενο κλίμα και στην ελληνοκυπριακή πλευρά υπέρ λύσεων, πιο χαλαρής και διακριτής συνύπαρξης, «έξω από το πλαίσιο» της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας.
Σε αυτό το φόντο έχουν ιδιαίτερα ενδιαφέρον διάφορες εξελίξεις στην Κύπρο, όπως η «κοινωνική συνάντηση» του προέδρου Αναστασιάδη με τον άνθρωπο της Άγκυρας στα Κατεχόμενα, δηλ. τον «υπουργό Εξωτερικών» του ψευδοκράτους Κουντρέτ Οζερσάι.
Ο Οζερσάι εκτός όλων των άλλων είναι και ο εμπνευστής του νέου τουρκικού σχεδίου για το Βαρώσι που περιλαμβάνει εκτός όλων των άλλων το άνοιγμα της κλειστής σήμερα πόλης της Αμμοχώστου, μια μερική επιστροφή ελληνοκυπρίων ιδιοκτήτων αλλά και προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, με σκοπό τη διαμόρφωση ενός πολυπολιτισμικού «Λας Βέγκας της Ανατολικής Μεσογείου», αλλά υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση.
Το σχέδιο αυτό, που είναι σε σύγκρουση με την πάγια θέση για επιστροφή της Αμμοχώστου στους ελληνοκύπριους εντός μιας ομοσπονδιακής λύσης, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του «νέου πνεύματος» που διαμορφώνεται υπέρ λύσεων που μπορούν να περιγραφούν ως συνεταιρισμός και εμβάθυνση της οικονομικής και κοινωνικής αλληλεξάρτησης αλλά απέχουν από την έννοια της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας με χαρακτηριστικά ενιαίας κρατικής οντότητας.