«Αυτό που θα μπορούσε να έχει γίνει και αυτό που έχει ήδη γίνει, στοχεύουν σε ένα τέλος, που είναι πάντοτε παρόν. Ιχνη βημάτων ηχούν στη μνήμη για το μονοπάτι που ποτέ δεν τραβήξαμε, προς την πόρτα που ποτέ δεν ανοίξαμε, που βγάζει στον ροζ κήπο» (…)
Τ.Σ. Ελιοτ, «Τέσσερα κουαρτέτα»
Θυμάμαι κάποτε που, μοιάζει να ‘ναι πάρα πολλά χρόνια πίσω, πηγαίναμε να δούμε στα θερινά σινεμά τα έργα του Ταρκόφσκι, του Αντονιόνι και του Μπέργκμαν και περνούσαμε όλη τη νύχτα συζητώντας για τις εικόνες, το μοντάζ, τους συμβολισμούς, την αισθητική, τα πάντα εξονυχιστικά. Και ήταν τέτοια και τόση η βύθιση που αποθηκεύονταν όλα στη μνήμη μας, αποκρυσταλλωμένα ως πνευματική μας περιουσία. Θυμάμαι επίσης να πηγαίνουμε ταξίδια σε νησιά και το πρώτο πράγμα που να πακετάρουμε να είναι ένα πάκο βιβλία που βάραιναν περισσότερο και από τα ρούχα. Η τέχνη κάλυπτε ένα μεγάλο μερίδιο του χρόνου μας.
Σήμερα υπάρχει ένα site-πλατφόρμα που απευθύνεται σε CΕO των μεγάλων εταιρειών, οι οποίοι οφείλουν να γνωρίζουν και από λογοτεχνία. To site μέσα σε δεκαπέντε λεπτά δίνει σε έναν νοήμονα άνθρωπο τη δυνατότητα να μπορεί να μιλάει για ένα βιβλίο σαν να το είχε διαβάσει τελικά. Μιλάμε για τη μικρογραφική εξέλιξη των βιβλίων τύπου «…for dummies», μέσω της οποίας μπορεί ο κάθε τεχνοκράτης σε ένα γεύμα να πετάξει τις κατάλληλες ατάκες και να συμμετάσχει σε μια συζήτηση για το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ, χωρίς να έχει διαβάσει σελίδα. Μήπως όμως αυτή η ψηφιακή επιμόρφωση είναι ο αληθινός χαμένος χρόνος τελικά που όχι μόνο δεν αξιοποιείται αλλά εξανεμίζεται;
Αυτό που παρατηρείται είναι μια βουλιμική πρόσληψη της πληροφορίας, η οποία σε επίπεδο επικαιρότητας ίσως δεν είναι βλαπτική, αλλά όταν περνάει στον χώρο των τεχνών αλλοιώνει την ίδια τους την πεμπτουσία. Ενα έργο τέχνης δεν είναι φτιαγμένο για να καταναλώνεται στον λιγότερο δυνατό χρόνο. Ενα έργο έχει τον ρυθμό του, την εσωτερική του ένταση, τη μουσικότητά του, τη στιγμή του. Η ψυχρή ψηφιακή κατάποση εικόνων, κειμένων, στίχων οδηγεί σε μια ποσοτική είσπραξη του έργου τέχνης υποβιβάζοντάς το, υποτιμώντας το, στην ουσία καταστρέφοντάς το. Το έργο τέχνης καταντά μία ακόμα πληροφορία. Ολα αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία στην εκπαίδευση, καθώς το ιλιγγιώδες μοντάζ της πληροφόρησης φυσικό είναι να περνάει ως η μία και ίσως η μόνη – ιδιαίτερα για τη νέα γενιά – γλώσσα.
Η τέχνη, ωστόσο, είναι είδος γλώσσας, δηλαδή μέσο επικοινωνίας, έκφρασης συναισθημάτων και ιδεών. Είναι μια δραστηριότητα απελευθερωτική και για τον πομπό και για τον δέκτη. Η βίαιη μηχανοκρατική σύντμηση της απόλαυσης, της ηδονής που προσφέρει, της αφαιρεί όχι μόνο τη γοητεία της, αλλά και κάθε ευεργετικό της αντίκρισμα, ως αγωγής της ψυχής. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι αν αυτό το φευγαλέο «πέρασμα», η μη ουσιαστική μηχανοκρατούμενη ενασχόληση με τα γράμματα, τις τέχνες, το ποιοτικό θέατρο και τον κινηματογράφο, μπορεί να καταχωρηθεί ως άρτιος τρόπος γνώσης που οδηγεί στην πνευματική καλλιέργεια, τον προβληματισμό και την κριτική ικανότητα και εν τέλει αν αυτού του είδους η «γνώση» αυξάνει την εμπιστοσύνη που έχει ο άνθρωπος στον εαυτό του, τη στιγμή που ο κατακερματισμένος χρόνος που της αφιερώνει αποδυναμώνει την ενέργειά της.
Οπως έλεγε και ο Μπλανσό, γράφω σημαίνει παραδίδομαι στη σαγήνη της απουσίας χρόνου. Η απουσία χρόνου είναι ο χρόνος όπου τίποτα δεν αρχίζει, ένας χρόνος όπου το εδώ είναι συγχρόνως και πουθενά. Οταν είμαι μόνος, δεν είμαι μόνος, είναι το γεγονός ότι ανήκω σ’ αυτόν το νεκρό χρόνο που δεν είναι ο δικός μου χρόνος, ούτε ο δικός σου, ούτε ο κοινός χρόνος, αλλά ο χρόνος Κάποιου. Ο Κάποιος είναι αυτό που είναι παρόν, όταν ακόμη δεν υπάρχει κανείς.
Και κάποια στιγμή αυτός ο Κάποιος εμφανίζεται. Ας τον ονομάσουμε αναγνώστη. Ολη αυτή την περιοχή που περιγράφηκε πιο πάνω τη διεκδικεί, την απορροφά, την κάνει δική του. Είναι λοιπόν η ανάγνωση μια εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία, η οποία έχει μια πολύ ιδιαίτερη σχέση με τον χρόνο. Τον χρόνο όμως όπως τον περιγράψαμε πριν. Εναν χρόνο ελεύθερο σε βαθμό ακύρωσης. Οταν λοιπόν ο χρόνος αποκτά την ωρολογιακή του σημασία, και όχι μόνον αυτό, όταν γίνονται τα πάντα για να μειωθεί στο ελάχιστο, να κατατμηθεί σε ζώνες, να απο-ιεροποιηθεί, τότε η όλη σχέση έργου-θεατή ταράσσεται συθέμελα.
Το ίδιο ισχύει σε όποια έκφανση τέχνης απαιτεί περισυλλογή. Για παράδειγμα, οι φίλοι του έργου του Ταρκόφσκι γνωρίζουν ότι χρησιμοποιεί μεγάλες χρονικά σκηνές για να χτίσει ατμόσφαιρα και να βυθίσει πλήρως το ακροατήριο σε αυτή τη μαγική του αχλή. Συχνά απομονώνει και ενισχύει έναν βασικό ήχο πάνω από τους άλλους για να τονίσει τον εσωτερικό κόσμο του χαρακτήρα. Ακουστικές υφές που σβήνουν μέσα από φρέσκια λάσπη. Σκονισμένοι άνεμοι σφύζουν μέσα από δέντρα. Το στάξιμο του νερού. Το ξέσπασμα της φωτιάς. Ενα κουδούνισμα στα αφτιά. Ενας καρδιακός παλμός. Στατικές εικόνες: οι επαναλαμβανόμενες λήψεις του ωκεανού στο «Solaris» μοιάζουν να ρωτούν «Τι είναι αυτός ο ωκεανός;». Ο Ταρκόφσκι δεν το εξηγεί ποτέ. Χωρίς λέξη που μιλήσαμε, οι χαρακτήρες σε επικοινωνούν με δράσεις, όχι διάλογο. Ποιος καλύτερος τρόπος να δείξει κανείς την απελπισία από το να βλέπεις μια γυναίκα που κάθεται καθώς το σπίτι της καίγεται μπροστά της όπως στη «Θυσία»;
Αλλά για να τα δεις και να τα εισπράξεις όλα αυτά απαιτείται χρόνος. Οπως ακριβώς ισχύει και στην ποίηση. Η ποίηση είναι συμπυκνωμένος λόγος, συμπυκνωμένα νόημα, δανειζόμενοι από την τεχνολογία τον όρο zip.file. Ενα zip file που όμως κανείς δεν θα ανοίξει, γιατί μετά θα είναι αναγκασμένος να διαβάσει (να σκεφτεί το περιεχόμενό του). Ετσι οι στίχοι περνούν σαν υπότιτλοι, οι σημασίες παίρνουν την κατηφόρα. Πεθαμένες λέξεις, πεθαμένες φράσεις, ξεσκισμένες, πολυχρησιμοποιημένες, άγνωστες, αδιάφορες. Οι στίχοι πλέουν στο κενό μόνοι τους, μια και κανείς πλέον δεν διαβάζει ποίηση. Το είχε πει ο Ρεμπό: «Η απούσα αληθινή ζωή». Η πραγματική ζωή είναι απούσα. Στον δε σύγχρονο κόσμο της σόουμπιζ, της διαφήμισης, του θεάματος και των «επιταγών της παγκόσμιας αγοράς» παρατηρούμε μια νέα σωματική και ψυχονοητική υποδούλωση των πολιτών με άλλα, πιο αστραφτερά, μέσα.
Το αποτέλεσμα είναι μια ουδετεροποιημένη ζώνη έκφρασης που ουσιαστικά δεν καταφέρνει ποτέ να αποφέρει κάποια απλή και οριστική κρίση (με όλο της το ρίσκο) για τον σύγχρονο κόσμο – είτε θετική είτε αρνητική. Την ίδια στιγμή η τάση αυτή συνυπάρχει με την ακριβώς αντίθετή της. Ενα δηλαδή μανιχαϊστικό ρεύμα που κάνει το ίδιο με άλλα λόγια, εκφέροντας απόλυτες και αδιαπραγμάτευτες κρίσεις, είτε από τη μια πλευρά του φάσματος είτε από την άλλη. Ολα λοιπόν οδηγούνται προς ένα simulation, simulation συμπεριφοράς, simulation πολιτικής, simulation τέχνης.
Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.