Eνα από τα γοητευτικότερα προτερήματα σε έναν άνθρωπο είναι η παραγωγή πρωτότυπης σκέψης. Εντάξει, σαφώς και έχουν ειπωθεί σχεδόν τα πάντα, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως ο άνθρωπος θα σταματήσει να στοχάζεται. Ετσι κι αλλιώς σημασία έχει ο προσωπικός δρόμος μέσω του οποίου θα φτάσεις σε κάτι που έχει ήδη ειπωθεί πολλές φορές. Η πρωτότυπη σκέψη είναι σαν ένα πολύ καλό τραγούδι που καταφέρνει μέσα από την απλότητά του να σε γοητέψει για τη διαδρομή του και όχι για την κατάληξή του.
Τη συναντάμε όλο και λιγότερο πια την πρωτότυπη σκέψη, τουλάχιστον στον δημόσιο διάλογο. Την καθαρότητα, τη φρέσκια οπτική, τον λόγο δίχως τις τοξικές προσμείξεις του μίσους για τη διαφορετική άποψη. Μισούμε περισσότερο τις ξένες ιδέες από όσο αγαπάμε τις δικές μας. Γιατί αν αγαπούσαμε πραγματικά τις δικές μας, θα τις φροντίζαμε περισσότερο. Θα τις κρατούσαμε πιο καθαρές, θα τις βοηθούσαμε να μεγαλώσουν όπως φροντίζεις ένα παιδί και δεν θα σπαταλούσαμε τόσο χρόνο και τόση χολή για να βλάψουμε τον «αντίπαλο».
Είναι λες και έχουμε προμηθευτεί όλοι ένα συγκεκριμένο πακέτο προκάτ απαντήσεων και τοποθετήσεων. Με συμπεριφορά κληρονόμου που δεν έβγαλε ούτε ένα φράγκο μόνος του και ξοδεύει την κληρονομιά.
Η ταχύτητα με την οποία στήνονται τα στρατόπεδα όταν προκύπτει κάποιο θέμα είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Σαν να ήταν έτοιμοι όλοι πριν σκάσει το θέμα. Δεν περιμένεις καμία έκπληξη. Βλέπεις το όνομα και δεν χρειάζεται να διαβάσεις. Ξέρεις. Οποια πρωτότυπη σκέψη προκύψει συνθλίβεται αμέσως ανάμεσα στους βράχους του φανατισμού και των ετοιματζίδικων θέσεων. Του κολλάμε και μία από τις πολύ εύκολες τα τελευταία χρόνια ακραίες ταμπελίτσες και τον αφήνουμε αιμόφυρτο ανάμεσα στους λύκους.
Για πολλούς μοιάζει να είναι πια αργά να κάνουν πίσω. Εχουν εκτεθεί τόσο πολύ στη μισαλλοδοξία, στη διαστρέβλωση, στα τυφλά χτυπήματα, που δείχνει να είναι μονόδρομος για εκείνους η ακόμα πιο ακραία συμπεριφορά. Δεν γυρίζεις εύκολα πίσω από τέτοιους τόπους. Χάνεσαι, δεν ξέρεις από ποιον δρόμο μπορείς να επιστρέψεις. Και η μυρωδιά του ξένου αίματος κάνει χρόνια να φύγει από τα ρούχα σου. Τώρα πια θα κάνουν τα πάντα για να μη βρεθούν εντελώς ακάλυπτοι απέναντι στην πραγματικότητα. Θα τα βάλουν με όλους. Και λίγο μετά την τελευταία ξιφομαχία με τον τελευταίο ανεμόμυλο θα χάσουν το μυαλό τους.
Μου θυμίζουν τη μνημειώδη ατάκα μιας φίλης τραγουδίστριας, η οποία ένα βράδυ πριν από κάποια συναυλία της πέφτει θύμα παραπληροφόρησης πως πέθανε ένας σπουδαίος συνθέτης μας. Του αφιερώνει όλη τη συναυλία και ο κόσμος τραγουδάει συγκινημένος τα τραγούδια του. Το πρωί που ξύπνησε της έκανε εντύπωση πως ο θάνατος δεν αναφερόταν πουθενά στο Διαδίκτυο. Καταλαβαίνει τι έχει συμβεί, είναι έτοιμη να λιποθυμήσει, παίρνει τηλέφωνο εκείνον που της μετέφερε την ψεύτικη είδηση και του λέει: «Το καλό που σου θέλω, να έχει στ’ αλήθεια πεθάνει. Αν όχι, σκότωσέ τον!».