Εάν κανείς διαβάσει αρκετά δημοσιεύματα στον ελληνικό Τύπο θα πιστέψει ότι είμαστε στα πρόθυρα ενός ελληνοτουρκικού πολέμου, με αφετηρία την απόπειρα της Τουρκίας να αμφισβητήσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΑΟΖ της και της Ελλάδας στην υφαλοκρηπίδα της.
Σε αυτό το κλίμα συνέβαλε και η απόφαση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα να συγκαλέσει εκτάκτως το ΚΥΣΕΑ με αφορμή την κλιμάκωση των τουρκικών κινήσεων εντός της κυπριακής ΑΟΖ όπως και η δήλωσή του μετά ότι «Όποιος παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, όποιος παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα της κυπριακής Δημοκρατίας, που είναι κράτος μέλος της ΕΕ, όποιος παραβιάζει το διεθνές δίκαιο στην περιοχή να γνωρίζει ότι θα έχει συνέπειες».
Τα πολεμικά σενάρια
Το σχήμα αυτό της ενδεχόμενης πολεμικής σύρραξης έχει περιγραφεί κατ’ επανάληψη τον τελευταίο καιρό. Οι ΗΠΑ θα κλιμακώσουν ακόμη περισσότερο την αντιπαράθεση με την Τουρκία γύρω από την απόφαση της τελευταίας να προμηθευτεί συστοιχίες S-400 που κατά τη γνώμη των Αμερικανών θέτουν σε διακινδύνευση την ασφάλεια συνολικών των δυνάμεων του ΝΑΤΟ. Η τουρκική στάση, σύμφωνα με αυτό το σενάριο, οδηγεί τις ΗΠΑ σε μια οριστική ρήξη με την Τουρκία, εφόσον οι Αμερικανοί εκτιμούν ότι πλέον ο Ερντογάν μετατοπίζεται σε μια στρατηγική συμμαχία με τη Ρωσία του Πούτιν. Κατά συνέπεια, υποστηρίζουν, η Τουρκία είναι έτσι περισσότερο απομονωμένη παρά ποτέ και την ίδια ώρα αναβαθμίζεται η θέση της Ελλάδας που γίνεται ο βασικός σύμμαχος των ΗΠΑ στην περιοχή, μαζί με το Ισραήλ που επίσης έχει έρθει σε ρήξη.
Σε αυτό το τοπίο, υποστηρίζουν όσοι επιμένουν σε μια επικείμενη ανάφλεξη, η Τουρκία θα προσπαθήσει να απαντήσει με ακόμη πιο επιθετικές «προβολές ισχύος» στην περιοχή και αυτό θα μας φέρει πιο κοντά στο ενδεχόμενο θερμού επεισοδίου.
Η Τουρκία κλιμακώνει τις προκλήσεις εντός της κυπριακής ΑΟΖ
Τμήμα αυτών των «προβολών ισχύος» η προσπάθεια να δημιουργηθούν τετελεσμένα σε σχέση με την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στη Ν.Α. Μεσόγειο. Η μία πλευρά είναι αυτό που είναι ήδη σε εξέλιξη με την ντε φάκτο αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας στην επίσημα κηρυγμένη (αλλά μόνο εν μέρει οριοθετημένη με διακρατικές συμφωνίες, εφόσον η Τουρκία την αμφισβητεί) ΑΟΖ της Κύπρου. Ως προς αυτό το ενδεχόμενο η ελληνική κυβέρνηση δείχνει να συντονίζεται με την Κυπριακή κυρίως σε μια προσπάθεια να υπάρξει μια σαφής ευρωπαϊκή απάντηση, καθώς δεν υπάρχουν όροι για να δοθεί μια άλλου είδους απάντηση (η Διοίκηση Ναυτικού της Εθνικής Φρουράς διαθέτει ένα πλοίο γενικής υποστήριξης και τρία περιπολικά), την ίδια ώρα που επιδιώκουν να αποτρέψουν τη δημιουργία τετελεσμένων από την Τουρκία.
Ως προς αυτό οι δύο χώρες θα δώσουν ιδιαίτερη βαρύτητα στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων το οποίο συνεδριάζει την Δευτέρα και Τρίτη στο Λουξεμβούργο, σε προπαρασκευή της Συνόδου Κορυφής των «28» των Βρυξελλών την Πέμπτη και Παρασκευή.
Η ελληνική και η κυπριακή πλευρά αναμένεται να πιέσουν όχι μόνο για καταδίκη των τουρκικών ενεργειών αλλά και για επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία σε σχέση με κρίσιμα ζητήματα όπως είναι η αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης, η απελευθέρωση θεωρήσεων διαβατηρίων και η προώθηση διαπραγματευτικών κεφαλαίων, αλλά και πιθανώς σε σχέση με πρόσωπα και εταιρείες που εμπλέκονται στις τουρκικές απόπειρες εξόρυξης.
Ωστόσο, υπάρχουν χώρες που είναι επιφυλακτικές όπως η Βουλγαρία, η Ουγγαρία και η προεδρεύουσα Ρουμανία, ενώ από διάφορες πλευρές ακούγεται το επιχείρημα ότι δεν πρέπει να επιδεινωθούν οι ευρωτουρκικές σχέσεις ενόψει και των επαναληπτικών εκλογών στην Κωνσταντινούπολη, καθώς ο Ερντογάν θα εκμεταλλευόταν προεκλογικά τυχόν κυρώσεις.
Το ενδεχόμενο απόπειρας γεώτρησης στα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας
Το ενδεχόμενο που θα σήμαινε ακόμη μεγαλύτερη κλιμάκωση, θα ήταν η απόπειρα εκκίνησης γεώτρησης στα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στη Ν.Α. Μεσόγειο. Η ελληνική πλευρά τότε θα ήταν υποχρεωμένη απαντήσει δυναμικά σε αυτή την ευθεία αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας, προφανώς με το να στείλει δυνάμεις του Πολεμικού Ναυτικού για να αποτρέψουν την γεώτρηση. Αυτές θα βρεθούν αντιμέτωπες με τα τουρκικά πολεμικά σκάφη που θα συνοδεύουν το πλοίο γεωτρύπανο.
Αν τα τουρκικά πλοία δεν υποχωρήσουν, τότε είναι πιθανό να έχουμε εμπλοκή, δηλαδή «θερμό επεισόδιο». Αυτός είναι ο κίνδυνος που επικαλούνται πολλοί το τελευταίο διάστημα, εξ ου και οι παρεμβάσεις που γίνονται ως προς το φόβο να υπάρξουν «νέα Ίμια» και την ανάγκη να αποτραπεί τέτοιο ενδεχόμενο, με την έννοια του να γίνουν όλες οι πολιτικές και διπλωματικές κινήσεις που θα απέτρεπαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Δεν λείπουν ωστόσο και φωνές που υποστηρίζουν ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα μπορούσε να έχει θετική κατάληξη λόγω της αυξημένης κινητοποίησης των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, αλλά και επειδή την κρίσιμη ώρα τόσο οι ΗΠΑ όσο και τοπικές δυνάμεις όπως το Ισραήλ θα ρίξουν το βάρος τους υπέρ των ελληνικών θέσεων. Οι φωνές αυτές εμμέσως υποστηρίζουν ότι στο τωρινό πλαίσιο άρθρωσης των γεωπολιτικών συσχετισμών την περιοχή ένα τέτοιο σενάριο θα μπορούσε να είναι οριακά έως και ευκταίο καθώς θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια συνολικότερη αναδιάταξη των ισορροπιών στην ευρύτερη περιοχή.
Η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη
Πλευρές αυτών των σεναρίων αντιστοιχούν στην πραγματικότητα. Το τελευταίο διάστημα η Τουρκία όντως βρίσκεται σε μια αντιφατική κατάσταση. Οι εξελίξεις στη Συρία και κυρίως η αμερικανική ενίσχυση των κουρδικών πολιτοφυλακών οδήγησαν σε μια πραγματική ένταση ανάμεσα σε ΗΠΑ και Τουρκία (που εντάθηκε μετά το πραξικόπημα του 2016), ενώ αντίστοιχα οδήγησε την Τουρκία σε μια έστω και αναγκαστική συμπόρευση με τη Ρωσία. Οι σχέσεις με το Ισραήλ εδώ και χρόνια δεν είναι στην καλύτερη κατάσταση. Ο ευρωπαϊκός δρόμος δείχνει κλειστός και η τουρκική οικονομία παρουσιάζει εκρηκτικές αντιφάσεις.
Επίσης ισχύει ότι η Τουρκία, που εδώ και δεκαετίες είναι μια «αναθεωρητική» δύναμη ως προς πλευρές του διεθνούς δικαίου, ιδίως σε σχέση με το Αιγαίο και κατά καιρούς επαναφέρει το σύνολο των διεκδικήσεών της, ιδίως από τη στιγμή ότι γύρω από αυτές συγκλίνουν ο Ερντογάν με την κεμαλική αντιπολίτευση.
Όμως, από το σημείο αυτό μέχρι του να θεωρήσουμε δεδομένο ότι σήμερα η Τουρκία επιδιώκει και μεθοδεύει μια πολεμική σύρραξη υπάρχει μια απόσταση, ιδίως από τη στιγμή ότι αυτό μπορεί να την οδηγήσει όχι σε μια θέση ισχύος αλλά στο στόχαστρο της διεθνούς κοινότητας.
Δεν είναι τυχαίο ότι η ίδια η τουρκική πλευρά κατ’ επανάληψη έχει υποστηρίξει ότι φοβάται ότι διάφοροι κύκλοι θα ήθελαν να οδηγήσουν τα πράγματα σε ένα «θερμό επεισόδιο» με την Ελλάδα ώστε μετά να υποχρεωθεί να κάνει υποχωρήσεις από τις πάγιες διεκδικήσεις της.
Η Τουρκία και οι ΗΠΑ απέχουν από την πλήρη ρήξη
Παρότι οι τόνοι έχουν ανέβει πολύ, θα ήταν λάθος να εκτιμήσουμε ότι οι ΗΠΑ και η Τουρκία βρίσκονται σε μια μη αντιστρέψιμη ρήξη. Η Τουρκία παραμένει ακόμη μια χώρα που οι ΗΠΑ δεν θα ήθελαν να τη δουν να βγαίνει εκτός των ορίων της «Δύσης». Αρκεί να σκεφτούμε το όγκο των συμβατικών δυνάμεων με τις οποίες μπορεί να συνεισφέρει στο ΝΑΤΟ. Την ίδια ώρα η Τουρκία μπορεί να αναζητά το «στρατηγικό της βάθος» προς την Ασία, όμως από τη γενέθλια στιγμή της διεκδίκησε να είναι μια δυτική και ευρωπαϊκή χώρα. Δεν είναι εύκολο να βρεθεί πλήρως αποκομμένη από τη Δύση, με τον τρόπο που το αναφέρουν κατά καιρούς διάφορα σενάρια.
Ούτε είναι τυχαίο ότι η Τουρκία το τελευταίο διάστημα αναβαθμίζει σχέσεις με χώρες του ΝΑΤΟ όπως τη Μεγάλη Βρετανία που έχουν στηρίξει εμμέσως τις τουρκικές θέσεις.
Σίγουρα υπάρχουν κέντρα μέσα στις ΗΠΑ που θεωρούν ότι όντως μπορεί να υπάρξει ρήξη με την Τουρκία και ότι πιθανώς η συμμαχία με το Ισραήλ και την Αίγυπτο να επαρκεί για την προάσπιση των αμερικανικών συμφερόντων. Όμως, αυτό απέχει από το να είναι η κυρίαρχη αντίληψη στις ΗΠΑ, ανεξαρτήτως ρητορικής. Αντίστοιχα, ο πειρασμός για μια πλήρως αυτόνομη πορεία υπάρχει στην Τουρκία και συχνά κανείς βλέπει μια ρητορική που συνδυάζει την αυτόνομη παρουσία στην ευρύτερη περιοχή με προσανατολισμό προς τον ευρασιατικό άξονα που προωθούν Ρωσία και Κίνα. Όμως, και εκεί η προσπάθεια διατήρησης σχέσεων τη Δύση παραμένει βασικός προσανατολισμός.
Πιο σωστό επομένως είναι να μιλήσουμε για μια διαπραγμάτευση που είναι σε εξέλιξη, έστω και με ιδιότυπες τεχνικές. Εδώ ας μην ξεχνάμε ότι ένα κοινό σημείο ανάμεσα στον Ταγίπ Ερντογάν και τον Ντόναλντ Τραμπ είναι η πεποίθηση ότι η διαπραγμάτευση γίνεται καλύτερα όταν όλα τα μέτωπα είναι ανοιχτά και τα πράγματα έχουν οδηγηθεί σε ένα οριακό σημείο.
Με αυτή την έννοια απέχουμε ακόμη από το σημείο «μη επιστροφής» στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Θα είναι μια δύσκολη διαπραγμάτευση, με δύσκολη αφετηρία και δύσβατη διαδρομή, αλλά απέχει του να έχει ολοκληρωθεί.
Τα όρια της αμερικανικής και ευρωπαϊκής στήριξης
Σε αυτό το πλαίσιο, χρειάζεται μια προσεκτική εκτίμηση της αμερικανικής στήριξης στις ελληνικές θέσεις. Σίγουρα κανείς μπορεί να διακρίνει μια ορισμένη ρητορική στροφή υπέρ ορισμένων εκ των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας ή της Κυπριακής δημοκρατίας τόσο σε αμερικανικές ανακοινώσεις όσο και σε δηλώσεις ορισμένων ευρωπαίων ηγετών.
Σε κάποιες περιπτώσεις αυτό απηχεί και πάγιες αμερικανικές θέσεις όπως είναι αυτή που αφορά το ότι τα νησιά έχουν αυτοτελή ΑΟΖ, μια που οι ίδιες οι ΗΠΑ έχουν κάνει εκτεταμένη χρήση αυτής της πρόβλεψης του δίκαιου της θάλασσας.
Σε άλλες περιπτώσεις η σύμπτωση τέτοιων τοποθετήσεων με αυστηρότερους τόνους προς την Τουρκία συνολικά περισσότερο παραπέμπει προς τη διαπραγμάτευση που περιγράψαμε πιο πάνω παρά σε μια πάγια συστράτευση στο πλευρό της Ελλάδας και της Κύπρου.
Δεν είναι τυχαίο για παράδειγμα ότι ενώ οι ΗΠΑ υπερασπίζονται π.χ. τα δικαιώματα της Κύπρου στο να έχει ΑΟΖ ή να παραχωρεί δικαιώματα έρευνας και εκμετάλλευσης, την ίδια στιγμή πάντα προσυπογράφουν και τη θέση για δίκαιη διανομή των ωφελημάτων των εξορύξεων ανάμεσα στις δύο κοινότητες, σημείο που αποτελεί τη «δεύτερη γραμμή άμυνας» των τουρκικών διεκδικήσεων.
Ούτε είναι τυχαίο ότι και στην ΕΕ υπάρχουν μεγάλες ταλαντεύσεις ως προς το είδος της πίεσης που πρέπει να ασκηθεί προς την Τουρκία.
Είναι επίσης σαφές ότι εάν διαμορφωθεί ένα νέο σημείο ισορροπίας στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, τότε αυτό αντικειμενικά θα διαμορφώσει και άλλο συσχετισμό και σε σχέση με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Ο κίνδυνοι από ένα «θερμό επεισόδιο»
Σε αντίθεση με εκείνους που εμμέσως πλην σαφώς έως θεωρούν ευκταία μια ελληνική «επίδειξη δύναμης», ένα «θερμό επεισόδιο» θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτα αποτελέσματα.
Αυτό αφορά μόνο τον άμεσο κίνδυνο που εμπεριέχει η ίδια πραγματική στρατιωτική ισχύς των δύο χωρών και το πόσο τραγικά μπορεί να είναι τα αποτελέσματα ακόμη και μιας περιορισμένης σύρραξης, που εκτός όλων των άλλων θα έχει και σημαντική οικονομική επίπτωση και στην τουριστική βιομηχανία της χώρας
Κυρίως αφορά τις εξελίξεις που θα ακολουθήσουν. Το πώς θα αντιδράσει η «διεθνής κοινότητα», το εάν θα αναγνωρίσει το δίκαιο των ελληνικών θέσεων ή εάν θα πάμε σε ακόμη μεγαλύτερο «γκριζάρισμα» σε σχέση με κρίσιμα ανοιχτά θέματα δεν είναι καθόλου δεδομένο. Ούτε είναι αυτονόητο ότι αυτό σήμερα προβάλλεται ως πλέγμα ισχυρών συμμαχιών (τόσο σε σχέση με τις ΗΠΑ όσο και με τη «διπλωματία των τριμερών» στη Ν.Α. Μεσόγειο), θα υπάρξει και την επαύριον μια τέτοιας σύγκρουσης και των όποιων νέων δεδομένων θα έχει διαμορφώσει.