Από τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης Τσίπρα, ιδιαιτέρως μετά τις δεύτερες εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2015, οπότε και καταστρώθηκε το στρατήγημα της εξουθένωσης των αντιπολιτευόμενων πολιτικών και μιντιακών δυνάμεων, είχε καταγγελθεί η προσπάθεια εργαλειοποίησης της Δικαιοσύνης.

Οι κυβερνητικές παρεµβάσεις έκτοτε ήταν σχεδόν καθηµερινές στους κύκλους της Θέµιδος. Και οι µεθοδεύσεις επίσης. Η προσπάθεια ελέγχου, επηρεασµού και πολιτικής καθοδήγησης των λειτουργών της Δικαιοσύνης ήταν εµφανής διά γυµνού οφθαλµού.

Τοποθετήθηκαν τότε δικαστές πρόθυµοι να υπηρετήσουν το σχέδιο, απείθαρχοι εκπαραθυρώθηκαν, ορισµένοι αντιµετώπισαν πειθαρχικές διώξεις και κάποιοι παροπλίστηκαν ή ετέθησαν απλώς στο περιθώριο.

Με τον καιρό διαµορφώθηκε ένα περιβάλλον εχθροπάθειας και καταδίωξης των υποτιθέµενων εχθρών του λαού στο όνοµα δήθεν της υπηρέτησης του Δικαίου.

Πρόσωπα διεσύρθησαν, υποθέσεις τελειωµένες ανεδείχθησαν εκ νέου στο προσκήνιο και µαζί ασκήθηκαν διώξεις χωρίς επαρκή στοιχεία, παρά µόνο στηριγµένα σε κατευθυνόµενα και υποβολιµαία δηµοσιεύµατα, σε κατασκευές της κακιάς ώρας, για την υπηρέτηση πολιτικών στόχων και επιδιώξεων.

Και όταν κατέρρεαν οι κατηγορίες και αποκαλυπτόταν το κενό, ο µηχανισµός επέµενε και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του προκειµένου να διατηρηθούν και να ενισχυθούν οι εντυπώσεις ώστε να επέλθει η καταδίκη τουλάχιστον στην κοινή γνώµη και να οικοδοµηθούν πολιτικά επιχειρήµατα κατακραυγής των αντιπάλων της κυβέρνησης.

Πολλοί ήταν εκείνοι που έφθασαν να παροµοιάζουν τα τεκταινόµενα στην Αθήνα µε εκείνα των εκκαθαριστικών σταλινικών δικών της Μόσχας του 1936. Και είναι αληθές ότι άπειρες υποθέσεις στην τετραετία που διέρρευσε ήλθαν και επανήλθαν στο προσκήνιο κατά παράβαση βασικών αρχών και κανόνων του Δικαίου.

Αποκορύφωµα αυτής της πρακτικής εργαλειοποίησης της Δικαιοσύνης και κατασκευής ενόχων αποτέλεσε η υπόθεση Novartis, στη βάση της οποίας διεσύρθησαν µαζικά δέκα διακεκριµένοι αντιπολιτευόµενοι πολιτικοί χωρίς επαρκή στοιχεία, παρά µόνο βάσει γενικόλογων αναφορών και φηµών που διακινούσαν αναξιόπιστοι και εκβιαζόµενοι µάρτυρες.

Τα αποκαλυπτόµενα τις τελευταίες ηµέρες, όλα όσα προκύπτουν από τις επιστολές και τις αλληλοκατηγορίες που ανταλλάσσουν µεταξύ τους συγκεκριµένοι εισαγγελικοί λειτουργοί οι οποίοι πρωταγωνίστησαν στην υπόθεση, φανέρωσαν τις πρωτοφανείς µεθοδεύσεις και επιβεβαίωσαν ακριβώς τις υποψίες που είχαν εγκαίρως περιγραφεί από τον Τύπο ως προσπάθεια ελέγχου και εργαλειοποίησης της Δικαιοσύνης.

Ακόµη και οι τελευταίες πράξεις της κυβέρνησης, ιδιαιτέρως η σπουδή που επέδειξε να ορίσει την υστάτη ώρα, εν µέσω προεκλογικής περιόδου, δικαστές της επιλογής της στα ανώτερα κλιµάκια της Δικαιοσύνης, υπονόµευσαν την αξιοπιστία της και στο µέλλον. Οι επιλεγέντες δικαστές φέρουν έτσι κι αλλιώς το στίγµα µιας προβληµατικής και αµφισβητούµενης διαδικασίας, το οποίο θα τους ακολουθεί ανεξαρτήτως τι θα πράξει ο Πρόεδρος της Δηµοκρατίας.

Η κυβέρνηση αποδεδειγµένα πια έπαιξε µε τον θεσµό, θέλησε να γείρει τον ζυγό της Θέµιδος προς µία κατεύθυνση και κατέστησε την τυφλή Δικαιοσύνη µονόφθαλµη. Δίχασε και ξεχώρισε τους δικαστές, ευνόησε προκλητικά τους δικούς της, αποµόνωσε τους θεωρούµενους ως αντιπάλους της και διαµόρφωσε συνθήκες απόλυτης µεροληψίας υπέρ συγκεκριµένων σκοπών και δυνάµεων.

Κοινώς, υπονόµευσε και κλόνισε την αξιοπιστία της Δικαιοσύνης. Δεν είναι λίγοι δυστυχώς εκείνοι που πιστεύουν ότι στη χώρα µας δεν αποδίδεται δίκαιο, παρά στήνονται υποθέσεις και ξεκαθαρίζονται λογαριασµοί.

Και όλα αυτά, την ώρα που όλοι οι διεθνείς οργανισµοί θεωρούν τη µεταρρύθµιση της Δικαιοσύνης κεφαλαιώδες ζήτηµα, βασικό για την οικονοµική και κοινωνική πρόοδό µας.