Πολύ μικρή σημασία έχει η πρόβλεψη του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα ότι με βάση τα μέχρι τώρα διαθέσιμα στοιχεία η χώρα θα έχει εφέτος πρωτογενές πλεόνασμα 2,9% του ΑΕΠ έναντι στόχου 3,5%. Πάλι καλά με τριπλές εκλογές, τη χαλάρωση των ελεγκτικών μηχανισμών και τις παροχές της τελευταίας στιγμής από τον ΣΥΡΙΖΑ που δεν βλέπει ότι η χώρα επιστρέφει στα ελλείμματα. Η απόκλιση 0,6% του ΑΕΠ με κάποιο μέτρο θα καλυφθεί. Σημασία όμως έχει αυτό που ο ίδιος υπογραμμίζει:
«Μετά από τρία μνημόνια το πρωτογενές αποτέλεσμα έχει βελτιωθεί κατά περισσότερο από 14 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ από το 2009 (τότε ήταν έλλειμμα 10,1% του ΑΕΠ), και καταγράφει πλεόνασμα τα τρία τελευταία χρόνια με υψηλότερο 4,3% του ΑΕΠ το 2018».
Αρα το δημοσιονομικό πρόβλημα έχει αντιμετωπιστεί…
Στη μεταβατική περίοδο που διανύει η χώρα αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία από τις επισημάνσεις Στουρνάρα στην ομιλία του με θέμα «Η αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων μοχλός για την ανάπτυξη» είναι ότι παρά τη δραστική αναδιάρθρωση και τις τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις στο τραπεζικό σύστημα οι τράπεζες εξακολουθούν να αδυνατούν να παίξουν τον ρόλο τους και να χρηματοδοτήσουν υγιείς επιχειρήσεις και επενδύσεις που πράγματι είναι η μόνη οδός για την ανάκαμψη της οικονομίας.
Οπως είπε ο κ. Στουρνάρας, οι καθαρές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου παραμένουν αρνητικές από το 2011. Μάλιστα το 2018 ήταν μειωμένες κατά 8,8 δισ. ευρώ ή μείον 4,8% του ονομαστικού ΑΕΠ. Αρνητική ήταν και η συμβολή των δημόσιων επενδύσεων, οι οποίες υποχώρησαν σε 3% του ΑΕΠ το 2018 από 4,9% που ήταν το 2007.
Αν δανειστούμε πάλι τα λόγια του κεντρικού τραπεζίτη, «το τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ένα πολύ υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (80 δισ. ευρώ), που είναι η μεγαλύτερη αρνητική κληρονομιά της κρίσης μαζί με το υψηλό δημόσιο χρέος, παρά τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που έχουν υλοποιηθεί».
Ολα αυτά θα κληρονομήσει η νέα κυβέρνηση…