Οι πανελλαδικές εξετάσεις στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας ανέδειξαν όπως κάθε χρόνο τις παθογένειες της ελληνικής εκπαίδευσης. Tα θέματα ξεκινούσαν με ένα απόσπασμα κειμένου του ιταλού φιλοσόφου Norberto Bobbio, το οποίο άρχιζε λέγοντας πως χρειάζεται μια απάντηση σε ένα βασικό ερώτημα. Ποιο ήταν το βασικό ερώτημα που απασχολούσε τον Bobbio; Πώς γίνεται να είναι η δημοκρατία απλώς ένα σύνολο διαδικαστικών κανόνων και εν τούτοις να βασίζεται σε ενεργούς πολίτες; Γιατί πίστευε ο Bobbio πως υπάρχει ένταση ανάμεσα στα δύο, στους διαδικαστικούς κανόνες της δημοκρατίας και τους ενεργούς πολίτες; Διότι θεωρούμε πως για να είναι ένας πολίτης ενεργός χρειάζεται να έχει κάτι πολύ ουσιαστικότερο, δηλαδή ιδανικά. Και τι ιδανικά να βρεις σε διαδικαστικούς κανόνες, όπως είναι π.χ. οι κανόνες για τη ουδετερότητα του κράτους σε μια δημοκρατία ή οι κανόνες για το πώς λαμβάνονται αποφάσεις; Μπορούν να εμπνεύσουν τέτοιοι κανόνες έναν πολίτη όπως εμπνέουν ιδανικά σαν την πατρίδα, το έθνος, την ελευθερία, τη δικαιοσύνη, την ισότητα; Ναι, μπορούν, μας λέει ο Bobbio, διότι οι κανόνες της δημοκρατίας προέκυψαν από αγώνες για ιδανικά και προϋποθέτουν ιδανικά. Ποια είναι τα ιδανικά της δημοκρατίας; Το ιδανικό της ανοχής, της μη χρήσης βίας, της σταδιακής ανανέωσης της κοινωνίας μέσα από την ελεύθερη αντιπαράθεση των ιδεών και, τέλος, το ιδανικό της αδελφότητας μεταξύ των ανθρώπων.
Τι από αυτά ζητήθηκε από τους μαθητές να συζητήσουν; Τίποτε. Τι τους ζητήθηκε; Να βρουν συνώνυμα λέξεων, να απαντήσουν σε ερωτήσεις που αφορούν τη σύνταξη προτάσεων ή υφολογικά χαρακτηριστικά. Οι ερωτήσεις αυτές θα μπορούσαν να τεθούν σε οποιοδήποτε κείμενο οποιασδήποτε ποιότητας. Ως προς το περιεχόμενο, υπήρχαν ερωτήσεις στοιχειώδους κατανόησης (αν το κείμενο δέχεται την α πρόταση ή την αντίθετή της) ενώ ζητήθηκε επίσης μία περίληψη. Σε καμία από τις απαντήσεις που κυκλοφόρησαν στο Διαδίκτυο δεν είδα στην περίληψη να γίνεται αναφορά στο βασικό ερώτημα με το οποίο αρχίζει το απόσπασμα του Bobbio και στο ζήτημα των διαδικαστικών κανόνων που θέτει. Και πώς θα μπορούσαν άλλωστε, δεδομένου ότι η διάκριση μεταξύ διαδικαστικής και ουσιώδους δημοκρατίας, δηλαδή μιας δημοκρατίας που προσφέρει απλώς το θεσμικό πλαίσιο για να επιδιώξουν οι πολίτες της όποιους στόχους θέλουν και μιας δημοκρατίας που δεσμεύεται στην προαγωγή και επίτευξη συγκεκριμένων στόχων, είναι ένα θέμα που απασχολεί την πολιτική φιλοσοφία και δύσκολα θα μπορούσε να γίνει κατανοητό από νεαρούς μαθητές. Τέλος, ζητήθηκε από τους υποψηφίους να παρουσιάσουν τεκμηριωμένα τις θέσεις τους (η έκθεση ιδεών ή των ελεύθερων συνειρμών) για το πώς ο πολίτης κάνει πράξη τη δημοκρατία στην καθημερινότητά του και για το πώς μπορεί το σχολείο να συμβάλλει στη διαμόρφωση ενεργών πολιτών. Εδώ οι μαθητές θα γράψουν ό,τι έχουν μάθει στο σχολείο ή, κυρίως, στο φροντιστήριο για το θέμα, εντελώς ανεξάρτητα απ’ όσα λέει ο Bobbio στο απόσπασμα που χρησιμοποιήθηκε. Το κείμενο δεν είναι παρά ένα πρόσχημα. Δίνει κύρος – εάν ο συγγραφέας είναι σοβαρός – σε μια εξέταση που ελέγχει για άλλη μια φορά την αποστήθιση κοινοτοπιών τις οποίες οι μαθητές (και οι φοιτητές αργότερα) παραθέτουν μηχανικά στο γραπτό τους, σαν να γεμίζουν έναν κουβά, χωρίς απαραίτητα να κατανοούν.
Και μια που μιλήσαμε για κύρος, ας δούμε ένα ακόμη ερώτημα των εξετάσεων. Ζητήθηκε από τους υποψηφίους να εντοπίσουν στο κείμενο του Bobbio δύο περιπτώσεις επίκλησης στην αυθεντία. Είναι προφανές ότι οι εξεταστές εννοούσαν τις αναφορές που υπήρχαν στον Καρλ Πόπερ και στον Γκ. Χέγκελ. Συνιστούν όμως οι αναφορές αυτές επίκληση στην αυθεντία; Πιστεύω, όχι. Τι είναι η επίκληση στην αυθεντία; Είναι μια λογική πλάνη, ένα σόφισμα. Σε τι συνίσταται η πλάνη; Οτι αυτό που θέλω να υποστηρίξω δεν έπεται λογικά εάν επικαλεστώ την αυθεντία κάποιου. Π.χ., θέλω να υποστηρίξω ότι η δημοκρατία είναι το καλύτερο πολίτευμα και λέω, ναι, είναι αλήθεια, πρέπει να το δεχθείς. Και επικαλούμαι το ότι το είπε και ο Αϊνστάιν σε έναν λόγο του. Ωστόσο, το τι είπε ο Αϊνστάιν, που ήταν σπουδαίος φυσικός, σε έναν λόγο του για τη δημοκρατία, κατά κανέναν τρόπο δεν ισχυροποιεί τη θέση που θέλω να υποστηρίξω ότι η δημοκρατία είναι το καλύτερο πολίτευμα. Το να επικαλούμαι τον Αϊνστάιν, και όχι π.χ. τον Βελόπουλο, για ένα θέμα που αφορά τη φυσική μπορεί, υπό όρους, να δίνει κύρος στην άποψή μου, αλλά το τι τυχόν είπε για τη δημοκρατία δεν υποχρεούμαι να το δεχθώ, μόνο και μόνο επειδή το είπε.
Χρησιμοποιεί έτσι ο Bobbio τον Πόπερ και τον Χέγκελ; Οχι. Για τον Πόπερ λέει πως δεν ξεχνά τη διδαχή του ότι μόνο στις δημοκρατίες μπορούν οι πολίτες να ξεφορτωθούν τους κυβερνώντες χωρίς αιματοχυσίες. Αλλά το επιχείρημά του για το ιδανικό της μη βίας στις δημοκρατίες δεν είναι αυτό. Οπως λέει, οι τυπικοί κανόνες της δημοκρατίας εξασφαλίζουν ειρηνικούς τρόπους συμβίωσης και αλλαγής. Από τον Χέγκελ παίρνει τη μεταφορά της ιστορίας ως «απέραντου σφαγείου» για να δραματοποιήσει τη φράση του ότι η ιστορία του ανθρώπου είναι σε μεγάλο βαθμό ιστορία αδελφοκτόνων συγκρούσεων αλλά και εδώ αυτό που θέλει ο Bobbio να πει είναι ότι η δημοκρατία με τους τυπικούς κανόνες της μάς απαλλάσσει από τη βία. Αλλωστε, τόσο ο Πόπερ όσο και ο Χέγκελ είναι απολύτως σχετικοί με το θέμα που πραγματεύεται ο Bobbio και η επίκλησή τους στο συγκεκριμένο κείμενο είναι απολύτως θεμιτή. Αλλιώς κάθε αναφορά στο τι λέει ένας μεγάλος στοχαστής θα συνιστούσε επίκληση της αυθεντίας.
Ποιες λοιπόν παθογένειες της ελληνικής εκπαίδευσης δείχνει η εξέταση της νεοελληνικής γλώσσας; Την αδιαφορία για τη σοβαρή κατανόηση ενός κειμένου (δεν είμαστε τυχαία στις τελευταίες θέσεις του αντίστοιχου διαγωνισμού PISA), την αποσπασματική χρησιμοποίηση κειμένων στο περιθώριο των ξύλινων στερεοτύπων που διδάσκονται και αποστηθίζονται μηχανικά. Τα παιδιά στο σχολείο δεν μαθαίνουν να διαβάζουν ολοκληρωμένα κείμενα, να τα απολαμβάνουν και να τα κατανοούν. Τα κείμενα γίνονται τσιτάτα για χρήσεις που δεν τα χρειάζονται. Οι μαθητές μαθαίνουν μια μηχανική άθροισης φράσεων χωρίς, κατά κανόνα, λογική συνοχή, χωρίς επιχειρήματα. Οι συνέπειες αυτής της στάσης εκβάλλουν και σε μικρότερα προβλήματα, όπως αυτό με την επίκληση της αυθεντίας: επιφανειακή κατανόηση, μηχανική χρήση. Εν γένει η ελληνική εκπαίδευση, και πολύ περισσότερο στις εξετάσεις, περιφρονεί την ουσία, δεν ενδιαφέρεται για την προαγωγή της σοβαρής μελέτης. Προσφέρει μια προσομοίωση μόρφωσης.
Η κυρία Βάσω Κιντή είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας ΕΚΠΑ.