Έτος Μπάουχαους φέτος στη Γερμανία με αφορμή τα 100 χρόνια από τον ίδρυση της ιστορικής Σχολής της Βαϊμάρης με αμέτρητες εκθέσεις, εκδηλώσεις, διαλέξεις, ερευνητικά προγράμματα. 100 χρόνια μετά το Μπάουχαους έχει λάβει μυθικές διαστάσεις, προκαλώντας έντονες συζητήσεις, ασκώντας επιρροή και αποτελώντας σημείο αναφοράς. Υπήρξαν όμως και Έλληνες αρχιτέκτονες που ήρθαν σε επαφή μαζί του την εποχή της γενέσεώς του; Ένας από τους πλέον γνωστούς Έλληνες αρχιτέκτονες του 20ου αιώνα που ήρθε σε επαφή με τον αρχικό κύκλο αρχιτεκτόνων και καλλιτεχνών του Μπαουχάους ήταν ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος, εν έτει 1922-1923, σε μια εποχή που η Ελλάδα βίωνε τις βαρύτατες συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Το πέρασμα του Δεσποτόπουλου από τη Βαϊμάρη και το Ντέσαου
Ποιος ήταν ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος και ποια η πραγματική σχέση του με το Μπάουχαους, για την οποία έχουν γραφτεί λίγα και έχουν ειπωθεί πολλά; «Ο Δεσποτόπουλος είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση στην ελληνική αρχιτεκτονική» αναφέρει ο αρχιτέκτονας Λουκάς Μπαρτατίλας, που τα τελευταία χρόνια μελετά στο πλαίσιο της διατριβής του την αρχιτεκτονική θεωρία του Ιωάννη Δεσποτόπουλου, αναζητώντας τα βήματά του στη Γερμανία, τη Σουηδία και αργότερα την Ελλάδα και προσπαθώντας να διερευνήσει τη σχέση του με το Μπάουχαους. Υπάρχουν ελάχιστες γραπτές πηγές, είναι όμως γνωστό ότι ο νεαρός Δεσποτόπουλος ή Jan Despo έφυγε το 1922 για σπουδές στη Γερμανία, αρχικά στη Βαϊμάρη κι έπειτα στο Ανόβερο, από όπου και έλαβε το πτυχίο Αρχιτεκτονικής. «Στη Βαϊμάρη ο Δεσποτόπουλος κάθεται περίπου ενάμιση χρόνο, όπως λέει και ο ίδιος, για τρία εξάμηνα από το 1922 έως το 1923. Δεν έχουν σωθεί πολλά στο αρχείο του, οπότε μόνο από τα συμφραζόμενα μπορούμε να καταλάβουμε κάποια πράγματα. Σίγουρα είχε όμως επαφή με το Μπαουχάους. Ο ίδιος λέει ότι στην αρχή δεν ήξερε πού ακριβώς πήγαινε αλλά γρήγορα η ατμόσφαιρα της πόλης τον εντυπωσίασε. Την περίοδο της Βαϊμάρης από τη μια γνώρισε μέσω του δασκάλου των Γερμανικών του τον κύκλο της αδερφής του Νίτσε και από την άλλη ήρθε σε επαφή με τους πρωτοποριακούς φοιτητές του Μπάουχαους», αναφέρει ο Λουκάς Μπαρτατίλας.
«Αργότερα δημιούργησε επαφές και με τον κύκλο του Μπάουχαους στο Ντέσαου. Συνδέθηκε φιλικά και αλληλογραφούσε με φοιτητές, και υπάρχει έτσι το τεκμήριο ότι πέρασε από εκεί ως επισκέπτης και έβλεπε τη δουλειά τους. Πολλούς εξ αυτών θα συναντήσει αργότερα στο Βερολίνο αλλά και στο Συνέδριο Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής που έγινε το 1933 στην Αθήνα» σημειώνει ο ίδιος. Τα συνέδρια αυτά ήταν πολύ σημαντικά, γιατί συμμετείχε η αφρόκρεμα της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ενώ ειδικά για την Ελλάδα λειτουργούσαν ως γέφυρα επικοινωνίας των Ελλήνων μοντέρνων αρχιτεκτόνων που προσπαθούσαν να απεγκλωβιστούν από τις φόρμες του νεοκλασικισμού με την πρωτοπορία της Ευρώπης. Όπως αναφέρει ο Λουκάς Μπαρτατίλας είναι γνωστό επίσης ότι ο κατά τη δεκαετία του ’30 αλλά και στις δεκαετίας του ’50 και ’60 ο Δεσποτόπουλος είχε επαφές με αρχιτέκτονες του Μπαουχάους, όπως ο Χούμπερτ Χόφμαν ή ο Φρεντ Φόρμπατ. Ήταν επίσης πολύ κοντά στον Μαξ Τάουτ, ο οποίος ανήκε στον στενό κύκλο του Βάλτερ Γκρόπιους, εμπνευστή του Μπαουχάους. Στο μεσοδιάστημα βέβαια ο ίδιος είχε μια πολυτάραχη επαγγελματική και ακαδημαϊκή πορεία. Αρχές δεκαετίας του ’40 εκλέγεται καθηγητής στο Πολυτεχνείο της Αθήνας, παύεται λόγω πολιτικών πεποιθήσεων, φεύγει στη Σουηδία, όπου διδάσκει σε πανεπιστήμια, επιστρέφει στη Γερμανία για διαλέξεις και γίνεται δεκτός στην Ακαδημία Τεχνών του Βερολίνου -όπου πάλι θα συναντήσει παλιούς γνώριμους από τη Σχολή του Μπάουχαους. Το 1961 έχοντας κερδίσει τον διαγωνισμό για την κατασκευή του Πνευματικού Κέντρου Aθηνών επιστρέφει στην Ελλάδα και ανακτά τη θέση στο Πολυτεχνείο ως το 1968. Για διάφορους λόγους -ίσως πολιτικούς και οικονομικούς- το Πνευματικό Κέντρο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ όπως το ορματίστηκε, παρά μόνο ένα μέρος του, το κτίριο του Ωδείου Αθηνών, που είναι και το πιο γνωστό του έργο. Παράλληλα δημοσίευσε στα γερμανικά και το βιβλίο «Η ιδεολογική δομή των πόλεων».
Tι εστί Μπάουχαους;
Ο ίδιος ο Δεσποτόπουλος δεν αυτοπροσδιοριζόταν ευθέως ως εκφραστής του Μπάουχαους και όπως σημειώνει ο Λουκάς Μπαρτατίλας τα κτίριά του θα μπορούσε να τα εντάξει κανείς μορφολογικά όχι απαραίτητα μόνο στο Μπάουχαους αλλά ενδεχομένως και στον γαλλικό ή ιταλικό μοντερνισμό. Ωστόσο αυτό που έχει περισσότερο ενδιαφέρον, εκτιμά ο ερευνητής, είναι η θεωρητική και ιδεολογική προσέγγισή του Μπάουχαους από τον Δεσποτόπουλο. Σε ένα μικρό κείμενο για τον Βάλτερ Γκρόπιους που δημοσίευσε το 1970 και σε μια διάλεξη για το Μπάουχαους εν έτει 1982 στην Αθήνα ο Δεσποτόπουλος καταθέτει «τι κατάλαβε ο ίδιος από το Μπάουχαους». Και αυτό έχει, σύμφωνα με τον Λουκά Μπαρτατίλα, ενδιαφέρον για τον ευρύτερο διάλογο σχετικά με το τι είναι τελικά Μπάουχαους.
«Το Μπαουχάους δεν ήταν ένα πράγμα αλλά πολλά πράγματα μαζί. Και κυρίως δεν ήταν ένα αρχιτεκτονικό στιλ όσο μια σχολή που παρήγαγε έναν τρόπο σκέψης. Ήταν μια σχολή που δεν είχε σκοπό μόνο να εκπαιδεύσει πρακτικά τους φοιτητές αλλά είχε έναν πολύ σαφή κοινωνικό προσανατολισμό, επηρεασμένα από τα γεγονότα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σκοπός ήταν να σχεδιάσουν και να δημιουργήσουν έναν καλύτερο κόσμο από αυτόν που υπήρχε μέχρι τότε» αναφέρει συνεχίζοντας: «Το ενδιαφέρον που βρίσκω στα κείμενα του Δεσποτόπουλου είναι ότι δεν βλέπει το Μπάουχαους σαν ένα συγκεκριμένο στιλ αρχιτεκτονικής αλλά σαν τρόπο να σκέφτεται και να ενεργεί πάνω στην πραγματικότητα. Ο ίδιος έμαθε μέσω του Μπαουχάους περισσότερο να συνειδητοποιεί τον κόσμο και την κοινωνία και να ανταποκρίνεται έπειτα στις ανάγκες της μέσα από την αρχιτεκτονική. Για παράδειγμα, αν δει κανείς το Ωδείο Αθηνών, δεν θα διακρίνει αμέσως στοιχεία Μπαουχάους, αλλά μπορεί κάποιος να διακρίνει στοιχεία της φιλοσοφίας Μπαουχάους».
Ο κοινωνικός ρόλος της αρχιτεκτονικής
Το ενδιαφέρον του Δεσποτόπουλου στράφηκε έτσι εξαρχής στην κοινωνική διάσταση της αρχιτεκτονικής κι αυτό φαίνεται από το ενδιαφέρον του να συμπράξει στην κατασκευή σχολείων και νοσοκομείων σε μια εποχή που η Ελλάδα είχε να αντεπεξέλθει στην ένταξη των Μικρασιατών προσφύγων. Ο Δεσποτόπουλος είχε κατανοήσει από πολύ νωρίς αυτή την σύνδεση αρχιτεκτονικής και κοινωνίας ή κοινότητας και αναζήτησε επίσης αναφορές στην ελληνική παράδοση. Όπως στο Μπάουχαους ο Γκρόπιους εμπνεύστηκε από τη λογική των μεσαιωνική εργαστηρίων, τα οποία προσπάθησε να ανασυνθέσει στη Σχολή του Μπάουχαους, έτσι και ο Δεσποτόπουλος αναζήτησε παρόμοια πρότυπα στην παράδοση των βυζαντινών εργαστηρίων, της μοναστηριακής ζωής ή των χωριών της υπαίθρου. Το ενδιαφέρον του Δεσποτόπουλου στην Ελλάδα εστιάζει στο πώς διαμορφώνεται ο χώρος από την κοινότητα και την κοινωνία. Και στη Γερμανία τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον για το Μπάουχαους παύει να εστιάζει στα αντικείμενα αλλά περισσότερο στην ευρύτερη φιλοσοφία του και την κοινωνική του διάσταση, αναφέρει ο Λουκάς Μπαρτατίλας. Όσο για την επιρροή του Δεσποτόπουλου στις μεταγενέστερες γενιές Ελλήνων αρχιτεκτόνων σημειώνει πως «ο Δεσποτόπουλος έχει αφήσει το στίγμα του μέσα από τους μαθητές του. Ωστόσο όταν συνταξιοδοτήθηκε αποτραβήχτηκε και σιώπησε. Δεν έγραψε τίποτα έκτοτε. Απογοητευμένος ίσως επειδή δεν δεν ολοκληρώθηκε το Πνευματικό Κέντρο Αθηνών, όπως το είχε οραματιστεί».
Ο Λουκάς Μπαρτατίλας είναι αρχιτέκτονας και υπ. Διδάκτορας Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στο Bauhaus-Universität της Βαϊμάρης. Αυτό το διάστημα επιμελείται έκθεση για το Μπάουχαους στην Ελλάδα, τον Ιωάννη Δεσποτόπουλο και το Ωδείο Αθηνών, που θα πραγματοποιηθεί το ερχόμενο φθινόπωρο από το Ινστιτούτο Γκαίτε, το Ωδείο Αθηνών και τα Αρχεία Σύγχρονης Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη.
Δήμητρα Κυρανούδη