Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, ο πολυτεμαχισμός και η συρρίκνωση των μεγεθών κυριαρχούν στην πολιτική. Σε όλη σχεδόν την Ευρώπη ιστορικά κόμματα μικραίνουν, πέφτουν στην τρίτη ή στην τέταρτη θέση, παύουν να είναι κεντρικοί παίκτες. Αναρωτιόμαστε εδώ και χρόνια για την κρίση της Σοσιαλδημοκρατίας, η αλήθεια είναι όμως πως και η άλλη οικογένεια, η θεσμική Δεξιά, έχει αποσταθεροποιηθεί. Οι τριγμοί στο κόμμα της Μέρκελ, η ήττα και η κρίση στους Γάλλους «Ρεπουμπλικανούς», η καθίζηση των Συντηρητικών στη Βρετανία, όλα αυτά, παρά το ότι έχουν ειδικές εθνικές αιτίες, μαρτυρούν ένα γενικότερο πρόβλημα ταυτότητας και συνοχής.
Σε αυτές τις συνθήκες, που πάνε πολύ πιο πέρα από τα σλόγκαν για την «άνοδο των λαϊκιστών» και της «κρίσης του Κέντρου», φαίνεται πως δεν υπάρχει ένας άξονας, ένα κέντρο βάρους. Αν δανειστούμε τον κλασικό όρο της τάσης, μάλλον δεν είναι πια ορατή μια ηγεμονική τάση όσο μια χορογραφία με εναλλασσόμενους παρτενέρ. Η κληρονομημένη (σε πολλές χώρες της Ευρώπης) κουλτούρα των συνθέσεων γίνεται πια ανορθόδοξη κοπτορραπτική μέσα από ετερόκλητα σχήματα. Στην Ισπανία, για παράδειγμα, ένα κόμμα της φιλελεύθερης Κεντροδεξιάς – ή έστω του μεταρρυθμιστικού Κέντρου – μελετά σοβαρά τη συμμαχία όχι μόνο με τη Δεξιά του Λαϊκού Κόμματος αλλά και με το ακροδεξιό Vox. Την ίδια στιγμή, οι αριστεροί Σοσιαλιστές του Σάντσεθ δείχνουν ενδιαφέρον για το ίδιο κόμμα, τους Ciudadanos, οι οποίοι συγχρόνως δέχονται αυστηρές συστάσεις από τον Φέρχοφστατ της Ομάδας των Φιλελευθέρων στην Ευρώπη. Στη Δανία, οι Σοσιαλδημοκράτες, που φαίνεται να κερδίζουν και να ενισχύονται, δανείζονται πολλά στοιχεία από το πρόγραμμα των λαϊκιστών της Ακροδεξιάς (ως προς το μεταναστευτικό ζήτημα) και στρέφονται «αριστερά» ως προς το κοινωνικό πρόγραμμα. Την ίδια επιδίωξη έχουν εκφράσει και κάποιοι στη γερμανική Αριστερά, στο κόμμα του Μελανσόν στη Γαλλία και αλλού.
Θα πει κανείς ότι αυτές είναι κινήσεις κομματικής επιβίωσης για πληγωμένα ή υπό απειλή κόμματα. Είναι μια χορογραφία σε συνθήκες πανικού ή πίεσης, ιδίως από τη στιγμή που τα πολιτικά συστήματα ανοίγονται σε εκκεντρικές, ακραίες, μεταμοντέρνα φαντασμαγορικές φωνές. Οταν άνθρωποι όπως ο Σαλβίνι γίνονται είδωλα των μαζών, προφανώς έχει αλλάξει η εποχή και όχι απλώς μια χώρα. Πολλές πολιτικές δυνάμεις πασχίζουν να προβάρουν ένα νέο ρούχο, αλλά οι ταχύτητες της εποχής των social media δεν επιτρέπουν αφιέρωση σε ιδεολογικά ζητήματα.
Τι συμβαίνει λοιπόν αυτή τη στιγμή σε αυτό το θέατρο με τις πολλές, παράλληλες σκηνές; Δεν υπάρχουν πια στεγανά ανάμεσα στα υπόγεια, στα παρασκήνια και στην κεντρική σκηνή της πολιτικής. Το μέινστριμ υιοθετεί στοιχεία «ριζοσπαστισμού», οι ακραίοι ανασύρουν ενδύματα περιπάτου από το αξιοσέβαστο Κέντρο, ένα μεγάλο μέρος της νέας Δεξιάς έχει απορροφήσει αριστερά οικονομικά και κοινωνικά συνθήματα, ενώ την ίδια στιγμή στην Αριστερά συζητούνται αναθεωρήσεις ως προς την πολιτική των ταυτοτήτων και τη φιλομεταναστευτική στάση.
Εχουν όμως προγραμματική υπόσταση αυτές οι αναθεωρήσεις και οι αγχωτικές διασταυρώσεις; Μήπως, όπως είπαμε πιο πριν, πρόκειται για ρεφλέξ επιβίωσης και έναν γενικευμένο τακτικισμό σε συνθήκες όπου οι ετερόκλητες συμμαχίες γίνονται όλο και πιο συχνές;
Νομίζω πως όχι. Αυτό που συντελείται τώρα αποτυπώνει τρεις παράλληλες κινήσεις. Η πρώτη αφορά τις έντονες προσπάθειες συντονισμού των αντιδραστικών, όσων επιδιώκουν, αμέσως ή εκ του πλαγίου, την αποσύνθεση της Ευρωπαϊκής Ενωσης και την αναγέννηση του εθνικισμού. Εδώ τον τόνο δίνει η νέα ριζοσπαστική Δεξιά που αξιοποιεί την έκκληση για εθνική και λαϊκή κυριαρχία για να χτίσει τις δικές της, οριζόντιες, κοινωνικές συμμαχίες με στρώματα που άλλοτε ψήφιζαν Αριστερά και άλλοτε Χριστιανοδημοκράτες και συντηρητικούς. Η δεύτερη τάση είναι η διάχυση των οπορτουνισμών, η εμφάνιση δηλαδή φαινομένων ιδεολογικής αποσύνθεσης και ακραίας «ευελιξίας» σε συμμαχίες, σχήματα διακυβέρνησης, δημόσιες πολιτικές. Ισως αυτή να είναι η πιο ανησυχαστική τάση, γιατί δίνει την αίσθηση στους πολίτες πως η πολιτική είναι απλώς όχημα επιβίωσης μιας κάστας και των επιμέρους κλαν που τη συναποτελούν.
Υπάρχει όμως ευδιάκριτα και μια τρίτη τάση, μια κίνηση αποκόλλησης από το τέλμα. Παρά τις ευχές πολλών και στη χώρα μας, τούτη η κίνηση δεν ταυτίζεται με τον άξονα Δεξιάς και Αριστεράς και, πολύ περισσότερο, δεν ζητά την αποκατάσταση της ιδεολογικής διαμάχης σοσιαλισμού και φιλελευθερισμού. Εχει μεν προοδευτικά στοιχεία αλλά δεν συγκροτεί μια ενιαία κίνηση προς τα αριστερά. Εκλογικά, η κίνηση αποτυπώθηκε με την άνοδο των πράσινων δυνάμεων (όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και στη Γαλλία) και με την αύξηση της ισχύος κεντρώων φιλελεύθερων και φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων. Σε αυτή τη δυναμική μπορεί να δει κανείς το χνάρι των τραυματισμένων μα ανθεκτικών ακόμη μεσαίων στρωμάτων. Βεβαίως αυτοί οι νέοι κεντρώοι χώροι έχουν μέσα τους μιαν αντίφαση: από τη μια ασκεί γοητεία το κλασικό όνειρο της αύξησης του πλούτου και της υλικής ευημερίας και από την άλλη κερδίζει έδαφος η συνείδηση ότι τα παραδοσιακά οικονομικά μοντέλα δεν καλύπτουν τις νέες καταστάσεις κινδύνου και ευθραυστότητας του βίου. Κάποιοι φιλελεύθεροι συχνά δεν καταλαβαίνουν τις οικολογικές ανησυχίες (αν δεν τις βλέπουν ως ρομαντικό αναχωρητισμό από τις «προκλήσεις της εποχής») και στους οικολόγους, αρκετά συχνά, ο φιλελευθερισμός αντιμετωπίζεται ως συνταγή καταστροφής της Γης και των κοινοτήτων.
Με μια έννοια, όμως, στη χορογραφία των ευρωπαϊκών πολιτικών τάξεων, αυτές οι δυνάμεις του νέου Κέντρου μοιράζονται πολύ περισσότερα απ’ όσα τους χωρίζουν. Προσπαθούν, με τον δικό τους τρόπο, να ορίσουν μια ιδέα προόδου εν μέσω αμφισβητήσεων, πολλαπλών επεισοδίων λαϊκισμού και με την αίσθηση του επείγοντος για θέματα που για το πιο μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης παραμένουν «πολυτελείας» (όπως η κλιματική αλλαγή).
Μπορούμε να βαφτίσουμε τις τρεις τάσεις και τις αντίστοιχες κινήσεις που πυκνώνουν στην ήπειρό μας: αντιδραστικοί, οπορτουνιστές και μεταρρυθμιστές. Και οι τρεις διεκδικούν την ατζέντα, την πολιτική επιβίωση, την καθοδήγηση των δημόσιων πολιτικών. Καθεμιά, ωστόσο, από αυτές τις «ταυτότητες» συγκινεί διαφορετικά ακροατήρια: η μορφωμένη νεολαία ελκύεται προς τους Πράσινους, τα παραδοσιακά λαϊκο-μεσαία στρώματα προς τους αντιδραστικούς. Οσο για τους οπορτουνιστές, σε αυτούς όλα είναι δυνατά, μια και αυτή είναι, κατά βάση, η φιλοσοφία τους για την εξουσία. Ο οπορτουνισμός είναι ουσιαστικά η πραγματική έρημος της πολιτικής, αυτό το στοιχείο που τη διακωμωδεί και την εκθέτει σε πολίτες ήδη ποτισμένους με τεράστιες δόσεις καχυποψίας.
Ενας τελευταίος, σοβαρός κίνδυνος: αν οι μεταρρυθμιστές είναι η τάση που πρέπει να ενισχυθεί εις βάρος των άλλων δύο, δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες. Θα πέφτουν πάντα, αναπόφευκτα, πάνω στα «έθιμα» της παλαιοκομματικής λογικής, στην αδιαφορία ή στην εχθρότητα των λαϊκών τάξεων (για τις οικονομικές ή οικολογικές καινοτομίες που τους προτείνονται) και στην απόσχιση ενός σημαντικού τμήματος του πληθυσμού από τον πολιτικό βίο και τους θεσμούς.
Είπαμε, η πραγματική ανασύσταση των δημοκρατιών είναι πολύ πιο δύσκολη υπόθεση από την κριτική στις παθολογίες της κοινωνίας που ζούμε και τρέφουν τις επιφυλλίδες μας.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.