Η ιστορία διδάσκει ότι η δημοκρατία είναι το πιο ευάλωτο και βραχύβιο πολίτευμα· το πιο ευαίσθητο και ευπαθές. Τούτο διότι οι δημοκρατίες, αρχαίες ή νεότερες, συχνά δεν αποφεύγουν τον εκφυλισμό, την παρακμή ή ακόμη και την «αυτοκτονία» τους για διάφορους λόγους και αίτια, εσωτερικά ή εξωτερικά.
Οι απόψεις, ωστόσο, διίστανται και διαφέρουν ως προς τις ειδικότερες αιτίες και αφορμές (πολιτικής, οικονομικής, πολιτιστικής ή άλλης φύσεως) που οδηγούν σε ορισμένη συγκυρία στον κλονισμό και στην παραφθορά της δημοκρατίας. Η δε πολιτική και κοινωνική θεωρία δεν έχει καταλήξει (ούτε μπορεί να καταλήξει, ίσως έλεγαν κάποιοι) σε μια οριστική και τελεσίδικη ερμηνεία για τη βιωσιμότητα ή μη του δημοκρατικού πολιτεύματος, η αναγέννηση του οποίου κατά τους νεότερους χρόνους χαιρετίστηκε με μεγάλη αισιοδοξία· όχι μόνο από ειδικούς αναλυτές, αλλά και από πλατιές μάζες του πληθυσμού, που προσδοκούσαν βελτίωση του επιπέδου της ευημερίας τους μέσα από τη διεύρυνση της συναίνεσης και της συμμετοχής τους στην πολιτική διαδικασία. Εν τούτοις, οι πλέον ενήμεροι των παρατηρητών δεν παραλείπουν να επισημαίνουν ότι και κατά το παρελθόν (λ.χ. στην ελληνική αρχαιότητα) υπήρξε δημοκρατία, η οποία όμως δεν επιβίωσε επί μακρόν, ούτε απέφυγε τελικά τον μαρασμό και την παρακμή της, για να αντικατασταθεί κατόπιν στην πορεία του χρόνου από αυταρχικά έως απολυταρχικά καθεστώτα, που διήρκεσαν πολύ περισσότερο, και ίσως επιβιώνουν ακόμα.
Το ζήτημα είναι, λοιπόν, αν βρισκόμαστε (και στον τόπο μας και στην εποχή μας) ενώπιον μιας ανάλογης «εξέλιξης» των πραγμάτων, καθώς και αν μπορούν να προληφθούν ή και να αποτραπούν οι «δημοκτονικές» τάσεις στη δημοκρατία μας· τη Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, που απολαμβάνουμε εδώ και κάμποσο καιρό, από την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών το 1974 και μετά. Ερωτάται, συνεπώς, ποιες είναι αυτές και πώς μπορεί να ελεγχθούν προτού προσλάβουν καταστροφικές διαστάσεις. Την επισήμανση αυτή δεν την κάνουμε για την επίδειξη γνώσεων ή «εξυπνάδας», αλλά γιατί τα πράγματα δεν φαίνεται να πηγαίνουν σωστά – «διά το μη καλώς έχειν ταύτας τας νυν υπαρχούσας», όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης (Πολιτικά, 1260 b 35).
Ο απλούστερος τρόπος για να προσδιοριστούν οι «δημοκτονικές» τάσεις είναι η αντιδιαστολή τους προς τις γνήσιες και αυθεντικές δημοκρατικές αρετές και καταστάσεις. Αν η δημοκρατία δεν είναι, εν τέλει, παρά το πολίτευμα εκείνο που η άσκηση της εξουσίας και η διακυβέρνηση γίνονται «από τον λαό, με τον λαό και για τον λαό», σύμφωνα με το περίφημο «αξίωμα του Gettysburg», το οποίο διατύπωσε με απαράμιλλη πυκνότητα στη σχετική ομιλία του το 1863 ο Αβραάμ Λίνκολν («government of the people, by the people, for the people»), τότε η «δημοκτονία» κινείται προς την αντίστροφη κατεύθυνση ως προς μία τουλάχιστον από τις ως άνω διαστάσεις και προϋποθέσεις της δημοκρατίας.
Η πρώτη εξ αυτών αναφέρεται, ειδικότερα, στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και της αιρετής εκπροσώπησης των πολιτών στην άσκηση της εξουσίας, η δεύτερη στη διαρκή συναίνεση, συμμετοχή και εμπιστοσύνη των πολιτών στους εκπροσώπους τους και η τρίτη στην αποτελεσματική διαχείριση της εξουσίας για την εξυπηρέτηση του δημοσίου, και όχι του «ιδίου», συμφέροντος. Συνάγεται, ως εκ τούτου, ότι αν η εξουσία και η διακυβέρνηση ενός τόπου και ενός λαού δεν ασκούνται από τους αυθεντικούς εκπροσώπους (της πλειοψηφίας) των πολιτών, ούτε με τη δική τους αδιάκοπη συναίνεση και εμπιστοσύνη, αλλ’ ούτε και προς το κοινό συμφέρον, τότε εκτρέφονται «δημοκτονικές» τάσεις και ενδεχόμενα.
Κατά την απαισιόδοξη εκτίμηση, το ως άνω «τρίλημμα» (λαϊκή κυριαρχία, διαρκής νομιμοποίηση της εξουσίας και αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης) είναι μάλλον αδύνατον να απαντηθεί, δίχως να θυσιαστεί κάποιος ή κάποιοι εκ των βασικών του όρων και προϋποθέσεων. Είναι, ωστόσο, προφανές, από την άλλη πλευρά, ότι αν η αδιαίρετη τριάς των βασικών δημοκρατικών αρετών δεν τηρείται απαρεγκλίτως και ισοδυνάμως, τότε αυτή που θα πάσχει και θα υποφέρει τελικά θα είναι η ποιότητα της πολιτικής κοινωνίας. Ωστε δεν είναι πρέπον να «θυσιαστεί» καμία εξ αυτών. Διαφορετικά, η πολιτική «τάξη» που θα ανακύψει είτε δεν θα είναι αντιπροσωπευτική, είτε δεν θα είναι νομιμοποιημένη και διαρκώς υπόλογη στον λαό, είτε δεν θα είναι αποτελεσματική στη διαχείριση της εξουσίας – είτε και τα τρία μαζί, οπότε η «δημοκτονία» θα είναι πλήρης, απόλυτη και ολοσχερής.
Τούτο το ενδεχόμενο, όμως, δεν υπαγορεύεται από κάποια φυσική και αναπόδραστη νομοτέλεια, ούτε είναι αναγκαίο να συμβεί. Αντιθέτως, η επίγνωση των κινδύνων, των δυσχερειών και των διακυβεύσεων μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση της εγρήγορσης και της ανάληψης πρωτοβουλιών για τον έλεγχο και την αποτροπή τους. Αν οι πολίτες (και οι εκπρόσωποί τους) ενεργήσουν κατά τρόπο έλλογο, σύντονο και δημιουργικό σε μια δημοκρατία, που δεν έχει ακόμα «δημοκτονήσει», μπορεί να αποφύγουν αυτό το αρνητικό ενδεχόμενο, αλλά και να καλλιεργήσουν τις αρετές εκείνες και τις δυνατότητες που προσιδιάζουν σε ελεύθερους ανθρώπους και σε μια ποιοτική δημοκρατία, μια πολιτική κοινωνία στην οποία αξίζει να ζει κανείς και να «πολιτεύεται». Γιατί μόνο τότε θα μπορέσει «η χώρα του ήλιου να αντικρίσει τον ήλιο» ξανά και «η χώρα του ανθρώπου να αντικρίσει τον άνθρωπο» για μία ακόμα φορά, όπως έγραφε σε ένα ποίημά του ο Σεφέρης το 1946 (Το Ναυάγιο της Κίχλης). Το τι ακολούθησε είναι γνωστό, αλλά δεν είναι αναπόφευκτο να συμβεί ξανά κάτι σαν αυτό.
Ο κ. Αντώνης Μακρυδημήτρης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.